Ο ανταγωνισμός ΗΠΑ - Κίνας μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 2024
Παρασκευή, 11-Οκτ-2024 00:03
Οι σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ασίας θα παραμείνουν στο επίκεντρο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής κατά τα τέσσερα χρόνια της επόμενης προεδρίας, παρά τις σοβούσες κρίσεις στην Ουκρανία και την Μ. Ανατολή.
Ξεκινώντας από την κυβέρνηση Ομπάμα και τη στρατηγική της "στροφής προς την Ασία", περνώντας μέσα από τις εντάσεις και τον εμπορικό πόλεμο, που ξεκίνησε από τον Donald Trump και συνεχίσθηκε εν μέρει από τον Joe Biden, είναι σαφές ότι η Ασία - η Κίνα στην κορυφή - κυριαρχεί σε μεγάλο μέρος της αμερικανικής εξωτερικής ατζέντας.
Μέχρι σήμερα, το Πεκίνο είναι ο κύριος αντίπαλος της ηγεμονίας των ΗΠΑ, ειδικά στο οικονομικό πεδίο.
Επιπλέον, η Ουάσιγκτον διατηρεί ισχυρή στρατιωτική παρουσία στην Ασία για να διασφαλίσει την περιφερειακή σταθερότητα και να προστατεύσει τα στρατηγικά της συμφέροντα.
Ο νεο-απομονωτισμός του Τραμπ
Αν και υπάρχει διακομματική συναίνεση σχετικά με την ανάγκη περιορισμού της ανόδου της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, οι δύο προεδρικοί υποψήφιοι διαφέρουν ως προς τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν να διαχειριστούν τις διμερείς σχέσεις με το Πεκίνο.
Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του, ο Ντόναλντ Τραμπ επέβαλε δασμούς σε κινεζικά προϊόντα αξίας άνω των 300 δισεκατομμυρίων δολαρίων, προκαλώντας την αντίδραση του Πεκίνου και εγκαινιάζοντας μια περίοδο έντονου ανταγωνισμού μεταξύ των δύο δυνάμεων.
Σε περίπτωση νίκης του Trump στις φετινές εκλογές, μια περαιτέρω αυστηροποίηση των δασμών θα ήταν πιθανή, πχ, ο τ. πρόεδρος απειλεί να εφαρμόσει δασμούς έως και 100% στις εισαγωγές από κράτη που δεν χρησιμοποιούν το δολάριο. Αυτό είναι ενδεικτικό των προθέσεων, πέρα από οποιαδήποτε ρητορική υπερβολή.
Εάν, επομένως, μπορούμε να αναμένουμε μια συγκρουσιακή θέση των ΗΠΑ στη σχέση με το Πεκίνο, είναι προς διερεύνηση, αν ο Trump θα μπορούσε να μην ενδιαφέρεται να αντιμετωπίσει την Κίνα σε θέματα, που δεν αφορούν αυστηρά τα άμεσα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών.
Για παράδειγμα, παρά τις δεσμεύσεις του Μπάιντεν για την ασφάλεια της Ταϊβάν, θα ήταν πρόθυμος ο Τραμπ να επενδύσει, τόσο πολιτικό όσο και οικονομικό κεφάλαιο στην υπεράσπιση ενός τρίτου κράτους;
Από την άλλη πλευρά, η Κάμαλα Χάρρις παρέμεινε μάλλον ασαφής στο θέμα των σχέσεων με την Κίνα, εν μέρει μεν επειδή η συμμετοχή της στην προεκλογική εκστρατεία έγινε με ιδιαίτερη σπουδή, χωρίς να έχει πολύ χρόνο να διαμορφώσει τη δική της πολιτική για το θέμα, εν μέρει δε επειδή κατά τη διάρκεια της αντιπροεδρίας της επικεντρώθηκε κυρίως σε εσωτερικά πολιτικά ζητήματα.
Ωστόσο, αναμένεται να διατηρήσει μια σταθερή γραμμή, παρόμοια με εκείνη της κυβέρνησης Μπάιντεν, η οποία όμως όχι μόνο επιβεβαίωσε τους δασμούς που επέβαλε ο Τραμπ, αλλά και ενέτεινε τα προστατευτικά μέτρα σε τομείς οι οποίοι θεωρούνται στρατηγικοί, με στόχο τον περιορισμό της τεχνολογικής ανάπτυξης της ασιατικής δύναμης.
Και στις δύο περιπτώσεις, Τραμπ και Χαρρις, οι κυρώσεις κατά της Κίνας θα παραμείνουν, αλλά με μια δημοκρατική διοίκηση θα μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερο περιθώριο διαλόγου.
Ωστόσο, η Κίνα δεν είναι ο μόνος σημαντικός παίκτης στην ασιατική ήπειρο.
Δημιουργία συνασπισμών
Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να διαχειριστούν τις πολιτικές και οικονομικές σχέσεις με πολλούς εταίρους, συμπεριλαμβανομένης της Ινδίας, της Ιαπωνίας, της Νότιας Κορέας και των χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Σε αυτή την ευρύτερη διάσταση των σχέσεων με την Ασία, παρατηρήθηκαν οι μεγαλύτερες διαφορές προσέγγισης μεταξύ των δύο προεδρικών υποψηφίων.
Η πολιτική "Πρώτα η Αμερική" του Τραμπ είχε αρνητικές επιπτώσεις σε πολλούς συμμάχους της Ασίας.
Από την απόσυρση των εμπορικών συμφωνιών και τους αδιάκριτους δασμούς στις εισαγωγές, έως την άρνηση συμμετοχής στις διεργασίες για το κλίμα, και την απαίτηση για περισσότερες στρατιωτικές συνεισφορές, οι πολιτικές του Τραμπ έχουν βλάψει τις σχέσεις με πολλές χώρες της περιοχής, με εξαίρεση την Β. Κορέα, όπου οι συνομιλίες με τον Κιμ Γιονγκ Ουν το 2017 είχαν ανοίξει μια φάση ύφεσης.
Η προεδρία Τραμπ έθεσε τις βάσεις ενός νέο-απομονωτισμού των ΗΠΑ βασισμένου στον οικονομικό προστατευτισμό.
Η προσέγγιση της προεδρίας Μπάιντεν ήταν σημαντικά διαφορετική, καθώς προσπάθησε να ανοικοδομήσει έναν δεσμό με συμμάχους, θεσμοθετώντας νέους μηχανισμούς συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένης της AUKUS, της συμφωνίας στρατιωτικής συνεργασίας με την Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, η οποία ανησυχεί πολύ το Πεκίνο.
Η ίδια η αντιπρόεδρος Κάμαλα Χάρις έχει επισκεφθεί την Ασία αρκετές φορές, για να ενισχύσει τις σχέσεις των ΗΠΑ με τις χώρες της περιοχής, με στόχο τον περιορισμό της επιρροής του Πεκίνου .
Τις πρώτες εβδομάδες του Σεπτέμβριου το κύριο θέμα των διεθνών συζητήσεων ήταν ο επαναπροσδιορισμός των περιφερειακών οικονομικών συνασπισμών.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν, μιλώντας στις αρχές Σεπτεμβρίου, στο Βλαδιβιστόκ κατηγόρησε τη Δύση, ότι θέλει να διατηρήσει μια οικονομική τάξη που της επιτρέπει να κυριαρχεί στον υπόλοιπο κόσμο.
Ο Ρώσος πρόεδρος δήλωσε επίσης ότι, οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία υπονόμευσαν την υπάρχουσα οικονομική τάξη βλάπτοντας την εμπιστοσύνη στα δυτικά νομίσματα, ένας λόγος για τον οποίο η Ρωσία επανεκτιμά την σύνθεση των νομισματικών διαθεσίμων της .
Οι δηλώσεις Πούτιν είναι μέρος μιας ευρύτερης κριτικής κατά της Δύσης, η οποία ενισχύεται στο διεθνές πλαίσιο και χαρακτηρίζεται όλο και περισσότερο από ανταγωνιστικά περιφερειακά οικονομικά μπλοκ ( πχ BRICS).
Στην άλλη πλευρά του Ειρηνικού, πραγματοποιήθηκε στο Λος Άντζελες (8-9/9) η διάσκεψη του Οικονομικού Πλαισίου του Ινδο-Ειρηνικού (IPEF). Επρόκειτο για μια συνάντηση σε υπουργικό επίπεδο, που συντονίσθηκε από την υπουργό Εμπορίου Gina Raimondo. Στη συνάντηση συμμετείχαν εκπρόσωποι και των 14 χωρών που έχουν προσχωρήσει στο IPEF ( Αυστραλία, Ιαπωνία, Κορέα, Σιγκαπούρη, Φιλιππίνες, Ινδία κ.α), μετά την ανάληψη της σχετικής πρωτοβουλίας το 2022 από τον πρόεδρο Μπάϊντεν.
Στόχος είναι να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για να δοθεί ένα αποτελεσματικό όργανο στην υπόψη πρωτοβουλία, η οποία σήμερα είναι μόνο μια δήλωση προθέσεων.
Την δεύτερη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου, ο Σι Τζινπίνγκ και ο Πούτιν ενίσχυσαν τη "φιλία τους χωρίς όρια" με προσωπική συνάντηση στη Σαμαρκάνδη με την ευκαιρία της συνόδου κορυφής του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης.
Είναι προφανές, ότι η μάχη για την εξεύρεση συμμάχων για τα γεωπολιτικά μπλοκ του μέλλοντος, διεξάγεται με την ίδια ένταση από τους πρωταγωνιστές και των δύο πλευρών του Ειρηνικού.
Περιοχές ιδιαίτερης προσοχής
Εκτός από τις διμερείς σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των ασιατικών εταίρων ή αντιπάλων, υπάρχουν ορισμένες περιοχές που θα μπορούσαν να αποτελέσουν την αιτία ιδιαίτερης προσοχής για τον επόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ.
-
Η Ταϊβάν, η οποία έχει γίνει το πιο επικίνδυνο σημείο τριβής στην αντιπαράθεση μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών.
Το νησί, που επί του παρόντος κυβερνάται από τον Lai Ching-te του κόμματος DPP, υπέρ της ανεξαρτησίας από την Κίνα, είναι πιθανό να επιδιώξει να ενισχύσει τους δεσμούς με τον επόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ, καθώς το Πεκίνο συνεχίζει να αυξάνει την πίεση για να περιορίσει την προσπάθεια ανεξαρτησίας.
Είναι δύσκολο να προβλεφθεί, σε ποιο βαθμό και οι δύο υποψήφιοι Αμερικανοί πρόεδροι θα ήταν πρόθυμοι να υπερασπιστούν την Ταϊβάν από μια πιθανή κινεζική επίθεση.
Η Χάρις δεν έχει εκφράσει γνώμη για το θέμα και οι Δημοκρατικοί διατηρούν μια θέση υπεράσπισης της "Πολιτικής της Μίας Κίνας", ενώ ο Trump παραμένει απρόβλεπτος, εναλλάσσοντας την εχθρότητα προς το Πεκίνο με απαιτήσεις να πληρώσει η Ταϊπέι για την προστασία που της παρέχουν οι αμερικανικές δυνάμεις.
-
Η Θάλασσα της Νότιας Κίνας υπήρξε πηγή έντασης μεταξύ Πεκίνου και Ουάσιγκτον για σχεδόν μια δεκαετία, ξεκινώντας με την κατασκευή τεχνητών νησιών από την Κίνα στο αρχιπέλαγος Spratly.
Τους τελευταίους μήνες, οι συγκρούσεις μεταξύ της Κίνας και των Φιλιππίνων έχουν κλιμακωθεί, οδηγώντας τη Μανίλα να ενισχύσει τους δεσμούς με τις Ηνωμένες Πολιτείες και επιτρέποντας στις αμερικανικές δυνάμεις να αυξήσουν την παρουσία τους στην περιοχή.
Παρά τις προσπάθειες ύφεσης, καμία πλευρά δεν φαίνεται πρόθυμη να ενδώσει. Εάν η αντιπαράθεση ενταθεί, η κυβέρνηση Μπάιντεν είναι ενδεχόμενο να δείξει πρόθυμη να παρέμβει για την υπεράσπιση των συμφερόντων των Φιλιππίνων. Είναι δύσκολο ωστόσο, να διαφανεί, αν η Χάρις ή ο Τραμπ θα ήταν πρόθυμοι να τηρήσουν αυτές τις δεσμεύσεις
-
Η κορεατική χερσόνησος αντιπροσωπεύει ένα άλλο χώρο πιθανής κρίσης.
Σε σύγκριση με τη θητεία του Τραμπ, η κατάσταση έχει επιδεινωθεί σημαντικά.
Η Β. Κορέα έχει χάσει την εμπιστοσύνη της στις Ηνωμένες Πολιτείες ως αξιόπιστου συνομιλητή, προσεγγίζοντας τη Ρωσία, ενώ συνέχισε την ανάπτυξη του πυρηνικού πυραυλικού της προγράμματος. Εν τω μεταξύ, στη Νότια Κορέα, η συντηρητική κυβέρνηση του Yoon Suk-yeol έχει υιοθετήσει μια σκληρότερη γραμμή, καθιστώντας απίθανο να προσεγγίσει την Πιονγκ-γιάνγκ μέχρι το τέλος της θητείας της το 2027.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίζουν να ζητούν την αποπυρηνικοποίηση της χερσονήσου, αλλά ένα τέτοιο αποτέλεσμα είναι μάλλον απίθανο να επιτευχθεί κατά την επόμενη Αμερικανική προεδρική θητεία.
Η Χάρις θεωρείται συνεχίστρια της δημοκρατικής γραμμής, η οποία θεωρεί την Πιονγκ-γιάνγκ ως μια απρόβλεπτη αλλά κατώτερης σημασίας δύναμη, ενώ ο Τραμπ δύσκολα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη φιλία του με τον Κιμ για να τον πείσει να εγκαταλείψει το πυρηνικό οπλοστάσιό του.
Ως εκ τούτου, οι Ασιάτες εταίροι της Ουάσιγκτον γνωρίζουν, ότι με τον Trump πρόεδρο η υποστήριξη των ΗΠΑ για την περιοχή θα μπορούσε ενδεχομένως να μειωθεί, ενώ με την Harris είναι πιθανό, ότι οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να διαδραματίζουν ενεργό ρόλο στον Ινδο-Ειρηνικό.
Το Πεκίνο, από την πλευρά του, έχει πλήρη επίγνωση του υψηλού διακυβεύματος στις επερχόμενες Αμερικανικές εκλογές και, ανεξάρτητα από το ποιος θα ηγηθεί των ΗΠΑ για τα επόμενα χρόνια, προετοιμάζεται για μια περίοδο στρατηγικού ανταγωνισμού και εντάσεων με τους αντιπάλους του Ατλαντικού.
Και ενώ και οι δύο πλευρές αντιμετωπίζουν πολύπλοκες προκλήσεις, η παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων θα επηρεαστεί σημαντικά από τις πολιτικές και τις αποφάσεις του επόμενου προέδρου των ΗΠΑ, όπου για μεν τον Τραμπ εκτιμάται ότι θα χαρακτηρίζονται από ένα νέο-απομονωτισμό, για δε την Χάρις από την συνέχιση της τρέχουσας εξωτερικής πολιτικής.
* Ο Νικήτας Σίμος είναι οικονομολόγος, γεωπολιτικός αναλυτής.