Πολιτική ηγεσία και ηθική νοημοσύνη

Τρίτη, 02-Απρ-2024 00:03

Του Δρα Κωνσταντίνου Λυμπερόπουλου*

Ξεκινώντας την ανάλυση του θέματος από την επικαιρότητα, παρατηρούμε ότι μετά την αποτυχία εξεύρεσης ρεαλιστικών προτάσεων στις προσπάθειες προσέγγισης πολιτικά όμορων κεντροαριστερών πολιτικών δυνάμεων για τη διερεύνηση των δυνατοτήτων δημιουργίας μιας δημοκρατικής – προοδευτικής πανστρατειάς και της εξεύρεσης ενός ηγέτη που θα μπορούσε να αναλάβει να την καθοδηγήσει, συνεχίστηκαν οι προβληματισμοί για κάποιον κοινά αποδεκτό χαρισματικό ηγέτη που θα μπορούσε να αντιστρέψει την πρωθυπουργική πολύ θετική δημοσκοπικά εικόνα.

Στο συνέδριο του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης που ακολούθησε μετά από μερικές μέρες, αποδείχθηκε η ιδεολογικοπολιτική Βαβυλωνία μεταξύ συνέδρων αριστερής προέλευσης και αρχών και του ηγέτη τους που κατάφερε να συνδυάσει αποτελεσματικά λαϊκιστικές γενικολογίες με τις θεατρικές επικοινωνιακές του ικανότητες.

Αυτός κατέλαβε το ύψιστο αξίωμα στο κόμμα του, το οποίο κατάφερε να αλώσει μέσα σε συντομότατο χρονικό διάστημα, όχι μετά από ταξικούς αγώνες και βαθειά γνώση της αριστερής ιδεολογίας και ιστορίας, αλλά λόγω των εξωτερικών φυσικών χαρακτηριστικών και των υποσχέσεών του για καλύτερη γνώση της αγγλικής γλώσσας από τον πρωθυπουργό.  Τα στελέχη του κόμματός του πίστεψαν ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουν να ξεπεραστούν οι τραυματικές εμπειρίες τους με τον προηγούμενο αρχηγό τους, που επέμενε να μη χρησιμοποιεί διερμηνείς στις επαφές του στο εξωτερικό.

Όπως είναι γνωστό από τη "Δυναμική των Ομάδων" όλες οι ομάδες (και τα κόμματα) που κερδίζουν, αυξάνουν τη συνοχή τους και τη συνεργασία μεταξύ των στελεχών τους με επακόλουθο ευνοϊκά συλλογικά αποτελέσματα, ενώ βέβαια δεν αισθάνονται την ανάγκη επανεκτίμησης της αποστολής, των στόχων, των προτύπων και της ιδεολογίας τους.  Αντίθετα, οι ομάδες (και τα κόμματα) που δεν πετυχαίνουν τα οράματα, τους στόχους και τις διακηρύξεις τους, μετά από επαναλαμβανόμενες ήττες και απογοητεύσεις, χάνουν το ηθικό τους, αμφισβητούν τις στρατηγικές επιλογές τους, την ιδεολογία τους και τις βασικές τους αρχές και αναζητούν νέους σωτήρες.

Ο ισχυρισμός ότι η γνώση και εμπειρία των γενικών αρχών ηγεσίας στις επιχειρήσεις (μοντέλο Trump) αρκούν για τη διοίκηση ενός κόμματος, το οποίο, παρά την εσωκομματική αστάθεια και τις αμφισβητήσεις, φιλοδοξεί να βρεθεί στην πολιτική εξουσία της χώρας, χωρίς αντίστοιχες γνώσεις και εμπειρίες του αντικειμένου (σύγχρονη πολιτική ιστορία, κομματικοί συσχετισμοί, γεωστρατηγικές συνθήκες και γεωπολιτικές ισορροπίες, εθνικές αναγκαιότητες, δημοσιονομικές προτεραιότητες καθώς και μακρο- και μικροοικονομικές δυνατότητες της χώρας) είναι ένα πολύ ριψοκίνδυνο παιχνίδι με σωρεία αβεβαιοτήτων και συνεπαγόμενων κινδύνων για το μέλλον της χώρας.
Γενικότερα, ένας μελλοντικός ηγέτης της χώρας δεν θα πρέπει να είναι ούτε ένας αμετροεπής και ανερμάτιστος ιδεοληπτικός τυχοδιώκτης, ούτε ένας ανελαστικός και αμετακίνητος στις θέσεις του φανατικός που θεωρεί ότι θα πρέπει να προσαρμοστεί ο γιαλός στην πορεία του πλοίου και όχι η ρότα που έχει χαράξει ο καπετάνιος προσαρμοσμένη στη μορφολογία του γιαλού.

Αυτού του τύπου οι ηγέτες είναι συνήθως πιστοί της μοναδικής αλήθειας που εκπροσωπούν με υπερφίαλη υπεροψία και φανατισμό και μισούν με πάθος όχι μόνο τους πολιτικούς τους αντιπάλους, αλλά και κάποιους "αιρετικούς" μέσα στο κόμμα τους.  Απαιτούν απόλυτη πίστη και τυφλή υπακοή από τα στελέχη τους, μια και πιστεύουν ότι  η εξουσία τους είναι θεόσταλτη ή η μοιραία συνέχεια κάποιας ιστορικής διαδρομής.  Τα κομματικά στελέχη θεωρούν ότι πρέπει να υποτάσσονται πλήρως στις ιδεοληπτικές φαντασιώσεις του αρχηγού τους, από τον οποίο μόνο μπορούν να αντλήσουν έμπνευση και δύναμη και στον οποίο οφείλουν απόλυτη συμφωνία ή ακόμη και υποταγή.  Από τους οπαδούς τους θεωρούνται ως οι καλύτεροι εκφραστές της συλλογικής μοίρας και των μισαλλόδοξων μύθων κάθε ομάδας, δόγματος ή κοινωνίας (ιστορικός και διαλεκτικός υλισμός, εθνικοσοσιαλιστικές ιδέες, θρησκευτικός φανατισμός, θεοποιημένοι ηγέτες, κλπ.), καθώς και των ανορθολογικών προλήψεων, ταμπού και δεισιδαιμονιών και των εθνικών θρησκευτικών και φυλετικών προκαταλήψεων. 

Γενικά, ως ηγέτη μπορούμε  θεωρητικά να θεωρήσουμε ένα πρόσωπο με εξουσία στο οποίο τα υπόλοιπα μέλη μιας κοινότητας προβάλλουν τις δικές τους επιθυμίες για ασφάλεια και δύναμη και με το οποίο ταυτίζονται.  Αυτός απευθύνεται τόσο στη λογική κρίση των οπαδών του για τις γνώσεις, εμπειρίες και ικανότητές του όσο και στο θυμικό τους για τη συναισθηματική αποδοχή και ταύτισή τους μαζί του.  Η αυξημένη ανάγκη του όμως για θαυμασμό, εξουσία και δύναμη μπορεί να έχει και σκοτεινές πλευρές, όπως ο υπερβολικός ναρκισσισμός, ο οποίος ενδυναμώνεται μετά από κάθε επιτυχία και μπορεί να οδηγήσει στην άρνηση ύπαρξης ή στον εξωραϊσμό των προβλημάτων, στην υποτίμηση των κινδύνων, στον τυχοδιωκτισμό, στην απαίτηση για αδιαμφισβήτητη υπακοή, στο δογματισμό της μοναδικής αλήθειας κάθε κλειστού συστήματος σκέψης που εκφράζεται ως ιδεολογία του και τελικά στον αυταρχισμό.  Κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως μπορεί να χρησιμοποιηθούν οι άνθρωποι ως μέσα για την επίτευξη των προσωπικών του στόχων και την κάλυψη των ψυχολογικών αναγκών του ηγέτη.

Πολλές φορές οι θεωρούμενοι ως χαρισματικοί πολιτικοί ηγέτες κατέχουν την όποια εξουσία τους στηριζόμενοι στην ατροφία κριτικού πνεύματος των οπαδών τους, λόγω απροθυμίας εναντίωσής τους στο μηχανισμό που έχουν διαμορφώσει και τους στηρίζει.  Φυσικά υποβοηθούνται από την προπαγάνδα και την αγκιτάτσια που έχει οργανωθεί από τα επαγγελματικά στελέχη του κόμματος, τα οποία ασχολούνται αποκλειστικά με την οργάνωση, τη διαφώτιση και την προετοιμασία κάθε συνδικαλιστικού αγώνα του κόμματος ή της εκλογικής μάχης ή της ανατροπής κάθε αντίθετης με την ιδεολογία και τις βλέψεις τους Κυβέρνησης (Λένιν: "Τι να κάνουμε").  Πολλοί πολιτικοί δίνουν μεγάλο βάρος στις επικοινωνιακές τους ικανότητες,  που επιδρούν άμεσα στο θυμικό των οπαδών τους, υποτιμώντας τη σημασία διαμόρφωσης ισχυρών λογικών επιχειρημάτων, με αποτέλεσμα ο λαός δικαίως να εκφράζεται στους τοίχους της πόλης γράφοντας ότι: "Το lifestyle είναι μαγικό: Από μηδενικό σε κάνει νούμερο".

Πρέπει να σημειωθεί ότι οι χαρισματικοί αυταρχικοί ή και οι φαινομενικά συμμετοχικοί ηγέτες, οι οποίοι λαμβάνουν αποφάσεις και πιέζουν για συμφωνία πολύ ή λιγότερο δημοκρατικά, λειτουργούν ισοπεδωτικά στις γνώμες των στελεχών τους απαιτώντας κατά κάποιο τρόπο την ομοφωνία, την οποία τις περισσότερες φορές επιτυγχάνουν εκμεταλλευόμενοι τη χαρισματικότητά τους (ως κατά τεκμήριο ικανοί και αγαπητοί στην ομάδα που τους αποδέχεται).

Φυσικά, οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν να αποφύγουν μια ενδεχόμενη διαφωνία με την πλειοψηφία, ακόμη κι αν το τίμημα της συμφωνίας τους είναι η διαστρέβλωση της αλήθειας.  Η ενδοτικότητα όμως αυτή παρασύρει τους ηγέτες να θεωρήσουν ότι οι οποιεσδήποτε ανειλικρινείς εκδηλώσεις συμφωνίας ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.  Δίνεται δηλαδή μια διαστρεβλωμένη εικόνα της πραγματικότητας των απόψεων και αγνόηση των προβληματισμών των μελών του κόμματος που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι αναγκαίοι για τη διαμόρφωση ολοκληρωμένων απόψεων.

Οι αιρετικοί λοιπόν οποιασδήποτε ομάδας μπορεί να θεωρούνται επικίνδυνοι γι’ αυτήν και να απομονώνονται, είναι όμως σε πολλές περιπτώσεις φορείς δημιουργικότητας.  Κάθε αιρετικός δεν θα πρέπει να αισθάνεται απομονωμένος αλλά φορέας επανεξέτασης των σκοπιμοτήτων ορισμένων βασικών επιλογών και στόχων και αναζήτησης νέων αποδείξεων για τις θεωρούμενες από την πλειοψηφία ως αυταπόδεικτες αλήθειες.  Κάθε ηγέτης όμως πρέπει να εξασφαλίζει την απόλυτη ελευθερία γνώμης κάθε μέλους ομάδας και κάθε πρότασης επίλυσης οποιουδήποτε νέου προβλήματος, η οποία θα πρέπει να εξετάζεται διεξοδικά ως μια εναλλακτική λύση και να κρίνεται εξ αρχής από το σύνολο των μελών.

Ασφαλώς και δεν θα ήταν σκόπιμο να ακολουθήσουν οι δικοί μας φιλόδοξοι υποψήφιοι πολιτικοί ηγέτες τις συμβουλές του Νικολό Μακιαβέλλι (1469-1527) στον Λαυρέντιο τον Μεγαλοπρεπή για τον τρόπο διοίκησης της Φλωρεντίας ότι οι ηγεμόνες θα πρέπει να φαίνονται προικισμένοι με όλες τις ιδιότητες που θαυμάζει το πλήθος, άσχετα εάν τις έχουν ή όχι, γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι κρίνουν από τα φαινόμενα και όχι από την πραγματικότητα, την οποία δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν.  Όσοι τελικά την αντιλαμβάνονται δεν τολμούν να εναντιωθούν στη γνώμη της πλειοψηφίας που προστατεύεται από τη δύναμη της εξουσίας.  Οι συμβουλές αυτές ασφαλώς ακολουθήθηκαν μέχρι σήμερα από μεγάλη μερίδα πολιτικών ηγετών, αγνοώντας τόσο τις παραινέσεις του Ισοκράτη (περί ειρήνης) ότι "των αρχόντων έργον εστί τους αρχομένους ποιείν ευδαιμονεστέρους", όσο και του Πλάτωνα: "Τω όντι αληθινός άρχων ου πέφηκεν το αυτώ συμφέρον σκοπείσθαι, αλλά το των αρχομένων" (Πολιτεία).

Λίγοι ενδιαφέρονται να υιοθετήσουν απόλυτα ένα πρότυπο ηγέτη που συνδυάζει οργανωτικές ικανότητες, ευελιξία, ταχύτητα και ορθότητα λήψεως αποφάσεων με ήθος, σωφροσύνη, σύνεση, ανιδιοτέλεια, κοινωνική δικαιοσύνη και διάθεση ανιδιοτελούς προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο.  Ως αποτέλεσμα υφιστάμεθα τη μιθριδατική εξοικείωση με τυχοδιώκτες μακιαβελιστές κυνικούς πολιτικούς ηγέτες που ακολουθούν περισσότερο τα πρότυπα του ατομικού τους παρά του γενικότερου κοινωνικού οφέλους.

Ξεπερνώντας τις μανιχαϊστικές λογικές (του άσπρου – μαύρου) που διακατέχουν το σύγχρονο απλοϊκό πολιτικό λόγο, προσθέτουμε στον προβληματισμό και άλλες παραμέτρους επιτυχημένης πολιτικής εξουσίας, όπως την επίδραση της ηθικής νοημοσύνης που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στις πολιτικές αποφάσεις.

Όπως είναι γνωστό, σύμφωνα με τη θεωρία της πολλαπλής νοημοσύνης (μουσική, χωροταξική, γλωσσική – λογοτεχνική, λογικο-μαθηματική, κιναισθητική, διαπροσωπική, ενδοπροσωπική, φυσιοκρατική και υπαρξιακή) που καθιέρωσε ο Howard Gardner, προστέθηκαν τα τελευταία χρόνια και οι έννοιες της τεχνητής νοημοσύνης (συνδυασμός πολλών επιστημών όπως πληροφορικής ψυχολογίας, φιλοσοφίας, νευρολογίας, κ.ά.) και της ηθικής νοημοσύνης (Robert Coles – Michele Barba) με την οποία θα πρέπει να εξοπλιστούν από μικρή ηλικία τα παιδιά για να διαμορφώσουν έναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα και ορθή κρίση.

Αυτή επιγραμματικά  περιλαμβάνει: την ενσυναίσθηση, τη συνείδηση, τον σεβασμό, την καλοσύνη, την ανεκτικότητα και τη δικαιοσύνη.  Αφορούν όσα πρέπει να κάνουμε και όχι όσα μας αρέσει να κάνουμε.  Τα χαρακτηριστικά αυτά καλλιεργούνται και διαμορφώνουν το ήθος του ανθρώπου από τη μικρή του ηλικία και περιλαμβάνουν τη βάση της ψυχικής και πνευματικής δομής του χαρακτήρα του.

Οποιαδήποτε μορφής ηγέτης λοιπόν γραφειοκρατικός, κληρονομικός ή χαρισματικός, τον οποίο οι οπαδοί του θεωρούν τόσο ικανό όσο και αγαπητό (κατά Max Weber), θα πρέπει εκτός των αρετών που προαναφέρθηκαν να διακατέχεται και από τις ηθικές αξίες που είναι απαραίτητες για τη χρηστή άσκηση της εξουσίας του, όσο και για να αποτελέσει το ζωντανό (και όχι θεωρητικό) παράδειγμα για τους οπαδούς του.

Η πολιτική πρέπει να αποτελεί (κατά τον Αριστοτέλη) την εφαρμογή της ηθικής και όχι ένα αποτελεσματικό εργαλείο ιδιοτελούς διαχείρισης της εξουσίας με την αποτελεσματική χρήση των επικοινωνιακών ικανοτήτων ή της δύναμης του λόγου που διαθέτει κάποιος ηγέτης.  Ως ηθικό μπορούμε να ορίσουμε ό,τι είναι θετικό για μια κοινότητα και το μέλλον της, δηλαδή  η ηθική έχει συνδεθεί με ένα σύνολο ιδεών, οραμάτων, αντιλήψεων και αρχών που αποτελούν την ιδεολογία ενός κόμματος. Αυτή θεωρείται απαραίτητη για τη συνοχή και αρμονική συμβίωση σε μια κοινωνία.  Ως δεοντολογία, η ηθική προδιαγράφει τα μέτρα αξιολόγησης των πράξεων και της συμπεριφοράς των ατόμων μιας κοινωνίας.

Στην πολιτική έχει συνδεθεί με έναν κώδικα αξιών, δηλαδή ένα σύνολο ιδεών, αντιλήψεων και αρχών που αποτελούν στοιχείο της ιδεολογίας, την οποία επικαλείται κάθε ηγέτης πολιτικού κόμματος.  Οι ιδιότητες που καθιερώνονται από κάθε κοινωνία ως χρήσιμες γι’ αυτούς χαρακτηρίζονται ως αρετές, ενώ όσες θέτουν σε κίνδυνο άλλα μέλη και επομένως τη συνοχή της, ως κακίες. 

Στον αρχαιοελληνικό κόσμο ως κύριες αρετές θεωρούνταν η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη, η ανδρεία (μεσότητα μεταξύ φόβου και αλόγιστου θάρρους), η φρόνηση και η σοφία (αρετή που οδηγεί στην ύψιστη ευδαιμονία και μακαριότητα).  Ως αρετές θεωρήθηκαν επίσης η αυτοκυριαρχία, η μετριοπάθεια, η ευψυχία – ψυχική ρώμη, η αταραξία και η ελευθερία της βουλήσεως.

Ένας φωτισμένος πολιτικός ηγέτης, λοιπόν, δεν θα πρέπει να επιδίδεται σε έναν τυχοδιωκτικό βολονταρισμό, θεωρώντας ότι όσα υπάρχουν στη φαντασία του είναι και εφικτά, αλλά να επιδιώκει να αποτελεί υπόδειγμα αξιοπρέπειας και ήθους.  Ο πολιτικός ηγέτης δεν πρέπει να είναι υπερφίαλος, αμοραλιστής και λαϊκιστής δημαγωγός που εξαπατά συνειδητά τους οπαδούς του, στηριζόμενος πολύ περισσότερο στην επίδραση στο θυμικό τους και όχι στη λογική τους, αλλά ένας παιδαγωγός της αρετής με τη ζωή και τον τρόπο άσκησης της εξουσίας του.  Με τις πράξεις του θα πρέπει να οδηγεί τους πολίτες στην αξιοκρατία, στον ορθολογισμό, στη δικαιοσύνη, στην ελευθερία και στην αγάπη τους για τους συνανθρώπους τους και στην ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον γι’ αυτούς και τα παιδιά τους.  Οι πολιτικές επιλογές μας θα πρέπει λοιπόν να στηρίζονται σε όσους εκφράζουν λογικές εκτιμήσεις του εφικτού και όχι σε λαϊκιστές, υποτιθέμενους χαρισματικούς ηγέτες που κτίζουν τη δημοφιλία τους σε ανερμάτιστες υποσχέσεις και ιδεοληπτικές πομφόλυγες που φανατίζουν και δημιουργούν ψευδείς και ανεδαφικούς, αλλά εύληπτους και ευχάριστους μύθους (νταούλια και βιολιά που θα παίζουν και θα χορεύουν οι αγορές, όχι στο δημοψήφισμα, σκίσιμο μνημονίων, κλπ.).

Η ηθική διάσταση της πολιτικής ηγεσίας που αφορά τους τρόπους επίτευξης των στόχων και η συνέπεια των ακολουθούμενων πρακτικών με τις διακηρυγμένες υποσχέσεις, πρέπει λοιπόν να αποκτήσουν την πρωταρχική σημασία στα κριτήρια επιλογής ενός πολιτικού ηγέτη και όχι οι επικοινωνιακές του ικανότητες.  

Η σημασία της ηθικής στην πολιτική συνοψίζεται σε μια γελοιογραφία του ΚΥΡ (1989 – "Όχι σε όλα", Εκδ. ΚΑΚΤΟΣ) που σατυρίζει τη λαϊκή γνώμη για τους πολιτικούς: "Θάρθει λέει στο χωριό ένας κυβερνητικός παράγων να μας μιλήσει" και απαντάει η σύζυγος: "Καλού-κακού Μήτρο μ’ κλείδωσε τις κότες"!

* τ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου