Συνεχης ενημερωση

    Τρίτη, 07-Μαρ-2023 00:03

    Ο "φόρος" του πληθωρισμού και η ανισότητα

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Του Κωνσταντίνου V. Νικολόπουλου

    Πολυσυζητημένος εδώ και ενάμιση χρόνο ο πληθωρισμός, αυτός που το ποσοστιαίο του μέγεθος ξεπερνάει το επιζητούμενο ανεκτό αναπτυξιακό. Άλλωστε οι οικονομικές Σχολές είχαν ως βασική αιτία αναζήτησης τη μεταβολή των τιμών ξεκινώντας από τη μέτρηση του κόπου παραγωγής και το εναλλακτικό κόστος, περνώντας στη χρησιμότητα και πλέον στη συμπεριφορική προσέγγιση των παιγνίων και την προθυμία να καταβάλει κανείς υψηλότερο τίμημα ανάλογα με την ιδιο-αντίληψη της αξίας.

    Ο πληθωρισμός επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων (στη διάσταση της τιμής τους προκειμένου να είναι εξαγώγιμα), μακροοικονομικά μεγέθη (εμπορικό ισοζύγιο, ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κλπ.), δημοσιονομικά, δημόσιο χρέος (ευνοϊκά αφού διορθώνει δείκτες εφόσον αυξάνει το ονομαστικό ΑΕΠ, που αποτελεί τον παρονομαστή), συναλλαγματικές ισοτιμίες, κεφαλαιαγορά και τα μικροοικονομικά όπως κέρδη και αγοραστική δύναμη νοικοκυριών.  

    Υπάρχουν πολλοί προσδιορισμοί που σχηματίζουν φράση με τη λέξη "πληθωρισμός" στην οικονομική θεωρία. Στη σημερινή μας κουβέντα δεν είναι χρήσιμο να επεκταθούμε σε επιμέρους όρους όπως δομικός πληθωρισμός, κόστους, ζήτησης εισαγόμενος κ.ά. αλλά στον οικονομικό χαρακτήρα του πληθωρισμού.

    Ως πληθωρισμός ορίζεται η συνεχής, αισθητή τάση αύξησης του γενικού επιπέδου τιμών. Στον ορισμό δεν υπεισέρχεται συχνά ο όρος "αισθητή" παρότι ο πληθωρισμός πρώτα γίνεται αντιληπτός στην "τσέπη" των καταναλωτών και στο κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων, ανεξάρτητα από τις μετρήσεις των ειδικών φορέων πχ. Eurostat, ΕΛΣΤΑΤ για την ελληνική επικράτεια. 

    Επομένως, ο σχηματισμός ενός "καλαθιού" βάσει του καταναλωτικού προτύπου δεν είναι εξίσου αντιπροσωπευτικός για κάθε άτομο ή οικονομική μονάδα γιατί, για παράδειγμα, δεν ταυτίζεται απόλυτα η κατανάλωση μιας οικογένειας με το "μέσο" νοικοκυριό ως προς τη στάθμιση των προϊόντων του καλαθιού, από τη μέτρηση του οποίου εξάγεται ο σχετικός δείκτης.

    Ο πληθωρισμός εκτιμάται με βάση δείκτες όπως ο πιο δημοφιλής ΔΤΚ  (Δείκτης Τιμών Καταναλωτή που αφορά στο καλάθι του νοικοκυριού) αλλά και δείκτες που αφορούν στην παραγωγή και στο κόστος των πρώτων υλών, των κεφαλαιουχικών και ενδιάμεσων προϊόντων, στις τιμές των εισαγωγών στη βιομηχανία κ.ά.  

    Ο πληθωρισμός εκφράζεται ως ποσοστό συγκρίνοντας, υπό μορφή ρυθμού, άμεσα γειτονικές χρονικά περιόδους. Έτσι προκύπτει ο ρυθμός πληθωρισμού, που στη δημοσιογραφική ορολογία λέγεται και απλά "πληθωρισμός". Ωστόσο, εύκολα δημιουργούνται παρανοήσεις όπως σε επιπόλαιη ανάγνωση ένας πηχυαίος τίτλος άρθρου "μείωση του πληθωρισμού από 10% σε 7%" δεν σημαίνει μείωση των τιμών στην τρέχουσα περίοδο μέτρησης αλλά επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης! Επομένως τα προϊόντα  συνεχίζουν να ακριβαίνουν αλλά κατά 7% και όχι κατά 10% όπως στην προηγούμενη περίοδο μέτρησης. 

    Ας προσεγγίσουμε όμως το θέμα μας.

    Ο υψηλός πληθωρισμός είναι μια ακόμα αιτία ανισότητας που παράγει το οικονομικό σύστημα. Η γενικευμένη αύξηση των τιμών αποτελεί λόγο ανισότητας διότι ο πληθωρισμός εγγενώς προστατεύει το ισχυρό κέρδος (κι αυτό μπορούμε να το εξετάσουμε προσεχώς) ενώ συνιστά καταιγίδα για τους ανίσχυρους όπως οι μικρές επιχειρήσεις, με ανελαστική παρέμβαση και αδυναμία ελέγχου των τιμών (παρεμπιπτόντως θα επηρέαζε αρνητικά τις επιχειρήσεις του ιδεατού πλήρους ανταγωνισμού), ενώ δεν ιδρώνει το αυτί των ολιγοπωλίων μιας και ελέγχουν τα δίκτυα διανομής των προϊόντων τους και προβαίνουν σε "συμφωνίες κυρίων" ως προς τις τιμές. Εντούτοις ο πληθωρισμός δένει εντελώς τα χέρια των σταθερών εισοδημάτων. 

    Πέρα από τους θεσμικούς δανειστές (που ισοσκελίζουν τις απώλειες καθότι έχουν ρήτρες και σχηματίζουν χαρτοφυλάκια ασφαλείας ενώ συνάμα είναι και δανειζόμενοι) ώστε να αποτελούν μια θεωρητική μάλλον κατηγορία θιγομένων, οι αδιαμφισβήτητα ζημιωμένες εισοδηματικές ομάδες είναι οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι, δηλαδή όσοι, παρεμπιπτόντως, καταβάλουν προκαταβολικά αμέσους φόρους και εξαρτώνται απόλυτα από το καθορισμένο εισόδημα και τη μεταβιβαστική πληρωμή αντίστοιχα.

    Στις λύσεις του προβλήματος δεν συγκαταλέγονται οι τιμαριθμικές αναπροσαρμογές καθώς δεν αποτελούν επουδενί μέτρο κατά του πληθωρισμού αλλά μια  προσωρινή διόρθωση της μειωμένης αγοραστικής ικανότητας ενώ επιδρούν αρνητικά, συνήθως μεσο-μακροπρόθεσμα και στη ζήτηση και στο κόστος (προσφορά).

    Η λύση νομισματικής πολιτικής των αυξανόμενων επιτοκίων δημιουργεί μεν αντικίνητρα στη συνολική ζήτηση αλλά έχει την παρενέργεια να αποφέρει ύφεση (κι αυτό εξαρτάται από το μέγεθος της αύξησης των επιτοκίων, από τη χρονική συγκυρία, από τη διάρκεια εφαρμογής και από τη συνύπαρξη παράλληλων μέτρων).  

    Εμπειρικά, η βραχυχρόνια επίδραση η οποία αποτυπώνεται στην καμπύλη  Phillips δεν επαληθεύεται πάντα στο να είμαστε σε χαμηλότερα επίπεδα ανεργίας όταν ο πληθωρισμός είναι υψηλός. Άλλωστε, από τη δεκαετία του ’60,  ο νομπελίστας (2006) οικονομολόγος Edmund Phelps πρόβαλε ενστάσεις στα κεϋνσιανά μακροοικονομικά διαπιστώνοντας ότι ο πληθωρισμός δεν εξαρτάται μόνον από την ανεργία, αλλά και από τις προσδοκίες επιχειρήσεων και εργαζομένων ως προς διακύμανση  τιμών και μισθών. 

    Επιπλέον εάν ο πληθωρισμός συμπέσει με υψηλή ανεργία και συρρίκνωση του ΑΕΠ (στασιμοπληθωρισμός) οι οικονομικές πολιτικές πανικοβάλλονται. 

    Τα "φάρμακα" οικονομικής πολιτικής είναι γνωστά και στους πρωτοετείς φοιτητές οικονομικών σχολών και διάχυτα στη βιβλιογραφία, όμως η σωστή διάγνωση και ο οργανισμός (οικονομία) συνεπιδρούν κάνοντας μεμονωμένη την εκάστοτε περίπτωση στην "φαρμακολογία" της εφαρμοζόμενης πολιτικής. Πχ. Ο "οργανισμός" της ελληνικής οικονομίας αδυνάτισε εξασθενίζοντας σε ανοσοποιητική ισχύ με την (σκόπιμη στρατηγικά!) οκταετή ύφεση του 2010-2018 ενώ κλονίστηκε επίσης με την απανωτή πανδημική επίδραση και το μετέπειτα ενεργειακό ζήτημα που ήταν βέβαια αμφότερα φαινόμενα παγκόσμιας εμβέλειας. 

    Από πλευράς οικονομικής πολιτικής στην ΕΕ και δη στην ευρωζώνη τηρούμε συντηρητική νομισματική πολιτική, μέσω αύξησης επιτοκίων (μολονότι ο ευρωπαϊκός πληθωρισμός είναι κυρίως πληθωρισμός κόστους και προσφοράς) ενώ κρατάμε τα μπόσικα με τη δημοσιονομική εφαρμόζοντας κατά βάση ελλειμματικούς εθνικούς προϋπολογισμούς. Παράλληλα αυτά συμβαίνουν τηρώντας τα ευρωπαϊκά δημοσιονομικά όρια (τα οποία είναι υπό μεταβολή μάλλον ως προς το ποσοστό του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ και ως προς το όριο του πρωτογενούς ελλείματος, μετά από μια τραγική και αδυσώπητη αφετηρία του υπερφίαλου Μάαστριχτ) σε ένα δυναμικό και ελαστικό μοντέλο προγραμματισμού.

    Το τοξικό μείγμα

    Λίγο πιο απλά, επανερχόμενοι  στον όρο "αισθητή" αύξηση: 

    Ένα προϊόν τιμής 110 ευρώ, από τα οποία τα 10 οφείλονται σε πληθωρισμό ρυθμού 10% αν διαιρεθούν με το μηνιάτικο ενός φορολογούμενου-καταναλωτή  Χ,  που είναι έστω 1.000 ευρώ, είναι σα να φορολογείται με συντελεστή 1% ενώ σε κάποιον φορολογούμενο Ψ με 2.000 ευρώ μηνιάτικο, ο συντελεστής επιβάρυνσης προκύπτει (10÷2000)100 = 0,5% κοκ. Εμφανώς ο πληθωρισμός λειτουργεί αντίστροφα προοδευτικά ως προς το εισόδημα δηλαδή ως "άδικος" φόρος, αφού επιβαρύνει περισσότερο τη χαμηλότερη φορολογική βάση.

    Έτσι ακριβώς λειτουργεί και ο έμμεσος φόρος ως προς το εισόδημα, ο οποίος είναι αναλογικός φόρος ως προς τη δαπάνη. Οι Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης και ο ΦΠΑ αποτελούν έμμεσους και άδικους φόρους καθώς δεν χαρακτηρίζονται από προοδευτικότητα συντελεστών. 

    Και χαρακτηρίζονται άδικοι, αν συμμεριστούμε την αντίληψη ότι στον τρόπο δομής του συστήματος η φορολογία δεν πρέπει να είναι αναγκαστικά αποτρεπτική στα υψηλά εισοδήματα αλλά ούτε τροχοπέδη στην κατανάλωση και στην αποταμίευση των φτωχότερων ελαχιστοποιώντας την ικανοποίηση των αναγκών τους. 

    Κατ’ αυτόν τον τρόπο σε μια οικονομία ο πληθωρισμός αποτελεί μια ακόμα αιτία ανισότητας, μεγεθύνοντας τη διάσταση πλούτου – φτώχειας.  

    Προφανώς ο συνδυασμός υψηλών έμμεσων φόρων και πληθωρισμού αποτελεί τοξικό μείγμα για τα χαμηλά εισοδήματα προκαλώντας  αντίστροφη (ανιούσα) αναδιανομή του πλούτου. Αν τα παραπάνω συνδυαστούν με την φοροαποφυγή και τη φοροδιαφυγή των οικονομικά ισχυρών τότε η ποσοστιαία επιβάρυνση-συμβολή των ανίσχυρων είναι επαχθέστερη. 

    Παρεμπιπτόντως, οι δημοσιονομικά προηγμένες χώρες έχουν ως μείζονα πηγή φορολογικών εσοδών τους αμέσους (σε εισόδημα, κέρδη, περιουσία) και όχι τους έμμεσους φόρους. 

    Αναφορικά με το προαναφερθέν τοξικό μείγμα η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες που εξακολουθεί να εξαρτάται φοροεισπαρακτικά από τους υψηλούς συντελεστές των έμμεσων φόρων σε αντίθεση με τις εξελιγμένες φορολογικά οικονομίες. 

    Ο ΟΟΣΑ επαληθεύει τα παραπάνω καθότι ενώ στο φόρο εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων η Ελλάδα υπολείπεται του μέσου όρου των χωρών – μελών του ΟΟΣΑ με μέσο συντελεστή 15 % έναντι σε 23% και 6% έναντι 10% αντίστοιχα, τουναντίον στον ΦΠΑ υπερτερεί με 21% έναντι 20% και στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης 19% έναντι 13% (Έρευνα OΟΣΑ, Taxing Wages 2022 - Impact of COVID-19 on the Tax Wedge in OECD Countries, May 2022). 

    Συνεπώς, το πλήγμα που δέχεται ο μέσος φορολογούμενος μιας οικονομίας με υψηλή έμμεση φορολογία σε συνδυασμό με πληθωρισμό, είναι διαφορετικό σε σχέση με τον μέσο φορολογούμενο μιας άλλης οικονομίας του ΟΟΣΑ επί παραδείγματι.

    Δεν κομίζουμε γλαύκα εις Αθήνας όταν σε έντονη αύξηση πληθωρισμού αναμένουμε αντίδραση με μείωση των έμμεσων φόρων, ειδικά όταν αυτοί είναι εμφανώς υψηλοί, με διόρθωση του δημοσιονομικού κενού από άλλες φορολογικές πηγές λιγότερο άδικες και ίσως με μεγαλύτερο πολιτικό κόστος. Αυτό είχε εν μέρει προβλεφθεί και στον ελληνικό κρατικό προϋπολογισμό του 2022 αλλά προέκυψε το ενεργειακό τίμημα που, "καλώς ή κακώς" για τα δημοσιονομικά σχέδια του Υπουργείου Οικονομικών, ανέβαλε την ελάττωση.

    Εσχάτως, προεκλογικά, ξαναβλέπουμε από τους υποψήφιους κυβερνήτες ανάλογες προτάσεις περί μείωσης της έμμεσης φορολογίας (ήδη η κυβέρνηση το συμπεριλαμβάνει στην κατάρτιση του οικονομικού προγράμματος της 4ετίας 2024 έως 2027). Οψόμεθα!

    Τέλος, να προσθέσουμε ότι η Ελλάδα έχει ένα χρόνια πολύπλοκο, πολυνομικό και δυσπρόσιτο φορολογικό σύστημα που ευνοεί τη φοροδιαφυγή (παρά την διακεκριμένη εξέλιξη της ΑΑΔΕ ακόμα και με συστήματα ΑΙ), περιορίζει την εμπιστοσύνη του φορολογούμενου στην πολιτεία και απέχει παρασάγγας από την αντίληψη των Δανών ότι "η καταβολή φόρου είναι επένδυση για την κοινωνία και ¨αγορά¨ ποιότητας ζωής και ευημερίας", κατά το Little Book of Hygge, Meik Wiking, 2016.

    * Ο Δρ. Κωνσταντίνος V. Νικολόπουλος είναι συγγραφέας, καθηγητής Οικονομικών και Κοινωνικής Πολιτικής

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ