Η ενεργειακή κρίση επιτείνει το πρόβλημα της ενεργειακής φτώχειας σε Ευρώπη και Ελλάδα
Πέμπτη, 14-Ιουλ-2022 00:08
Ο επόμενος χειμώνας αναμένεται εξαιρετικά δύσκολος όσον αφορά στο ενεργειακό μέτωπο. Οι συνέπειες του πολέμου στην ενεργειακή επάρκεια της Ευρωπαϊκής ηπείρου είναι ήδη ορατές, ενώ αναμένεται να επιδεινωθούν με τις αγνώστου διάρκειας διαταραχές στην παροχή ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη.
Ερευνητές από την Ευρωπαϊκή δεξαμενή σκέψης Bruegel προσπάθησαν να ποσοτικοποιήσουν τη μείωση εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου η οποία ήδη έχει σημειωθεί λόγω του πολέμου, αλλά και την αναγκαία επέκταση αυτής σε περίπτωση που η Ρωσία κρίνει στρατηγικά επωφελή την ολική διακοπή παροχής εν όψει του ερχόμενου χειμώνα. Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν πως μέχρι στιγμής το ποσοστό εισαγωγών φυσικού αερίου από την ΕΕ έχει μειωθεί από 40% το 2021 σε μόλις 20% στις αρχές του Ιουνίου 2022. Η διαφορά αυτή αντιστοιχεί σε μείωση 300 τεραβατ/ώρα η οποία έχει κυρίως καλυφθεί από αύξηση των εισαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου (Liquefied Natural Gas).
Ωστόσο, το δυσοίωνο συμπέρασμα της έρευνας είναι πως η αντικατάσταση του ρωσικού φυσικού αερίου με εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου έχει φτάσει στα όρια της, κι οποιαδήποτε περαιτέρω μείωση θα πρέπει να καλυφθεί με αντίστοιχη μείωση στη ζήτηση, δηλαδή περιορισμό στην κατανάλωση ενέργειας από πλευράς των Ευρωπαίων πολιτών. Υπολογίζεται πως μία ενδεχόμενη ολική διακοπή παροχής φυσικού αερίου μέσω αγωγών συνεπάγεται μια επιπρόσθετη μείωση της τάξης του 15% συγκριτικά με τη μέση Ευρωπαική ζήτηση κατά την περίοδο 2019-2021, έχοντας άμεσο αντίκτυπο στην κάλυψη των ενεργειακών αναγκών των ευρωπαϊκών κρατών.
Οι πρόσφατες εξελίξεις λοιπόν θέτουν την ενεργειακή επάρκεια της ηπείρου εν αμφιβόλω και πολλά ευρωπαϊκά κράτη έχουν θέσει σχέδια εκτάκτου ανάγκης σε εφαρμογή, με σκοπό να θωρακίσουν τις οικονομίες τους από τις δυσμενείς συνέπειες εν όψει του ερχόμενου χειμώνα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Γερμανία, η οποία διαπιστώνοντας μείωση στην παροχή ρωσικού φυσικού αερίου μέσω του Nord Stream κατά 60%, ανακήρυξε το φυσικό αέριο σε "πολύτιμο αγαθό”, επανέφερε σε λειτουργία τα εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα, διέθεσε μία πιστωτική γραμμή 15 δισ. ευρώ για την πλήρωση των εγκαταστάσεων αποθήκευσης φυσικού αερίου, με εγγύηση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, ενώ πλέον το αέριο προς τις επιχειρήσεις θα δημοπρατείται ώστε να αποθαρρύνει την εκτεταμένη χρήση του.
Η αμφίβολη ενεργειακή επάρκεια στην Ευρώπη σε συνδυασμό με την εκτόξευση των τιμών ενέργειας, οι οποίες και αναμένεται να παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα όσο διαρκεί αυτός ο πόλεμος φέρουν το σενάριο της περαιτέρω ενεργειακής φτωχοποίησης του Ευρωπαϊκού πληθυσμού πιο κοντά. Η ενεργειακή φτώχεια δεν είναι απότοκο της παρούσας ενεργειακής κρίσης. Ήδη από το 2020, 36 εκατομμύρια Ευρωπαίοι πολίτες (ποσοστό που αντιστοιχεί στο 8% του συνολικού πληθυσμού της Ευρώπης σύμφωνα με τη Eurostat) αδυνατούσαν να θερμάνουν επαρκώς το σπίτι τους. Αναμφίβολα όμως υπό τις δεδομένες συνθήκες το φαινόμενο θα επιδεινωθεί, γεγονός που φέρνει την Ελλάδα στο προσκήνιο, αφού το ποσοστό ενεργειακής φτώχειας και πριν την εισβολή στην Ουκρανία ήταν από τα υψηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η ενεργειακή φτώχεια αποτελεί ένα πολύπλευρο φαινόμενο, γεγονός που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την ακριβή καταγραφή του. Η εμφάνιση της προκύπτει ως αποτέλεσμα τριών κυρίως παραγόντων: (α) το χαμηλό εισόδημα, (β) το υψηλό ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος το οποία δαπανάται για ενεργειακές ανάγκες και (γ) τη χαμηλή ενεργειακή απόδοση των κτιρίων. Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη που η χώρα μας σημειώνει αρνητική πρωτιά στο ποσοστό της ενεργειακή φτώχειας. Τα εισοδήματα στην Ελλάδα είναι από τα χαμηλότερα στην ΕΕ, οι υψηλές τιμές ενέργειας καταναλώνουν ένα μεγάλο μέρος του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, ενώ η παλαιότητα των κτιρίων δημιουργεί ακατάλληλες συνθήκες διαβίωσης σε υψηλές ή χαμηλές θερμοκρασίες. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat η Ελλάδα κατέχει το υψηλότερο ποσοστό του πληθυσμού στην Ευρώπη το οποίο αδυνατεί να εξοφλήσει στην ώρα τους τους λογαριασμούς κοινής ωφελείας (35,6% για το 2018) όταν ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 6,6%, ενώ σχετικά με τη δυνατότητα θέρμανσης, το 16,7% του ελληνικού πληθυσμού αδυνατεί να θερμάνει το σπίτι του επαρκώς (το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ: 8% για το 2020).
Τα μέτρα που έχουν ληφθεί για τον περιορισμό της ενεργειακής φτώχειας συνίστανται κυρίως σε επιδοτήσεις εξόφλησης λογαριασμών κοινής ωφελείας. Παρότι μέτρα τέτοιου τύπου είναι αναγκαία στην παρούσα φάση, αντιμετωπίζουν το πρόβλημα μονάχα προσωρινά χωρίς να οδηγούν σε μία βιώσιμη εξοικονόμηση ενέργειας από τον καταναλωτή. Μέτρα πιο μόνιμου χαρακτήρα συνδέονται με την ενεργειακή αναβάθμιση των κτιριακών υποδομών η οποία καθίσταται αναγκαία εαν μελετήσει κανείς τις ενεργειακές προδιαγραφές των κτιρίων όπως διαμορφώνονται σήμερα. Σύμφωνα με έρευνα του 2018 από το ινστιτούτο Heinrich Böll Stiftung σε συνεργασία με το Institute for Zero Energy Buildings (INZEB) μόλις το 23.15% των ερωτηθέντων νοικοκυριών στην Ελλάδα διαθέτει Πιστοποιητικό Ενεργειακής Απόδοσης (Energy Performance Certificate - EPC) για την κατοικία στην οποία διαμένει, ενώ το 56,02% δε διαθέτει (το υπόλοιπο 20% αγνοούσε εάν η κατοικία του έχει ΠΕΑ). Την ίδια στιγμή το 30.2% των ερωτηθέντων αναφέρει πως συχνά εώς πολύ συχνά αντιμετωπίζει δυσφορία με τις συνθήκες θέρμανσης και ψύξης στο σπίτι με τους κυριότερους λόγους να είναι οι υψηλές τιμές για πετρέλαιο και ηλεκτρικό αλλά και η κακή συντήρηση της κατοικίας (απουσία μόνωσης, χαμηλής ποιότητας κουφώματα κτλ).
Παρεμβάσεις όπως το πρόγραμμα "Εξοικονομώ” αλλά και μεταρρυθμίσεις/επενδύσεις που περιέχονται στο ελληνικό σχέδιο για το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (βλ. άξονα "Ενεργειακή αναβάθμιση του κτιριακού αποθέματος της χώρας και χωροταξική μεταρρύθμιση” υπό τον πυλώνα της Πράσινης Μετάβασης) προτείνουν μία βιώσιμη λύση για την μείωση της ενεργειακής φτώχειας στη χώρα μας μειώνοντας σημαντικά την ενεργειακή κατανάλωση. Στη παρούσα λοιπόν συνθήκη, η οποία αναμένεται να επιδεινωθεί λόγω της ενεργειακής κρίσης, τέτοιου είδους μέτρα θα πρέπει να επεκτείνονται και μάλιστα εις βάρος παρεμβάσεων οι οποίες δεν περιορίζουν την αλόγιστη χρήση ενέργειας.
* Ο κ. Γιώργος Μανάλης είναι Μεταδιδακτορικός Ερευνητής, Υπότροφος της Ερευνητικής Έδρας Α. Γ. Λεβέντη, Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ)