Ταυτόχρονη αύξηση ιδιωτικού και δημοσίου χρέους καθυστερούν την ανάκαμψη
Πέμπτη, 28-Απρ-2022 00:03
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι ανά τον κόσμο κυβερνήσεις κλήθηκαν να αναλάβουν πολιτικές ώστε να διασφαλίσουν τη ρευστότητα σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Σε παγκόσμιο επίπεδο οι κυβερνητικές επιλογές και τα μέτρα που υιοθετήθηκαν οδήγησαν σε αύξηση του ιδιωτικού χρέους το οποίο σε συνδυασμό με την αύξηση του δημοσίου χρέους αναμφίβολα θα καθυστερήσει την ανάκαμψη από την πανδημία. Σύμφωνα με έκθεση του ΔΝΤ παρατηρήθηκε αύξηση στο ιδιωτικό χρέος της τάξης του 13% του παγκόσμιου ΑΕΠ η οποία είναι αντίστοιχη σε μέγεθος με την αύξηση του δημοσίου χρέους.
Πριν το 2008, το ιδιωτικό χρέος αυξανόταν σταθερά ώστε να χρηματοδοτήσει κυρίως την αγορά κατοικιών, γεγονός που οδήγησε στη φούσκα ακινήτων και τη συνακόλουθη παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Τη δεκαετία που ακολούθησε, υπήρξε μία συνεχής μείωσή του φτάνοντας σε προ 2008 επίπεδα. Η τάση όμως αυτή ανατράπηκε το 2020 με την έλευση της πανδημίας. Δάνεια με ευνοϊκούς όρους λόγω κρατικών εγγυήσεων, πάγωμα ή διευκόλυνση αποπληρωμών, απευθείας ενίσχυση κλάδων οι οποίοι βρέθηκαν στο επίκεντρο της πανδημίας (π.χ. εστίαση, τουρισμός) διευκόλυναν την πρόσβαση νοικοκυριών και επιχειρήσεων σε δανεισμό και την αναγκαία ρευστότητα ώστε να συνεχίσουν την έστω περιορισμένη λειτουργία τους.
Οι πολιτικές αυτές έλαβαν χώρα και στην Ελλάδα. Σύμφωνα με το ΔΝΤ το οποίο επιχειρεί μία επισκόπηση των δημοσιονομικών μέτρων που υιοθετήθηκαν από τις κυβερνήσεις ανά τον κόσμο, κατατάσσει τις πολιτικές σε (α) "Ενισχυτικά μέτρα” (Above-the-line) και (β) "Εγγυητικά μέτρα” (Below-the-line & Contingent Liabilities). Η πρώτη κατηγορία αναφέρεται κυρίως στο πλήθος των καταναλωτών και στοχεύει στην τόνωση της ζήτησης μέσω απευθείας στήριξης του πληθυσμού (π.χ. επέκταση των επιδομάτων ανεργίας, καταβολή μισθών και στοχευμένες επιδοτήσεις, αναστολές φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, παρεμβάσεις για μειωμένα ενοίκια κ.α.). Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσονται μέτρα όπως η παροχή δανείων σε επιχειρήσεις με εγγύηση του Δημοσίου, αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου μεγάλων επιχειρήσεων με τη συμμετοχή του Δημοσίου και γενικώς όλες οι κρατικές εγγυήσεις που παρέχονται σε τράπεζες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Η Ελλάδα προσανατολίστηκε κυρίως σε ενισχυτικά μέτρα στήριξης αφιερώνοντας το 17,5% του ΑΕΠ, ενώ μόλις το 3,8% του ΑΕΠ σε εγγυητικά μέτρα.
Η κύρια διαφορά ανάμεσα στις δύο κατηγορίες δημοσιονομικών μέτρων έγκειται στην επίπτωση που έχουν στο ισοζύγιο του προϋπολογισμού. Τα ενισχυτικά μέτρα αντικατοπτρίζονται ως άμεση επιβάρυνση του δημοσιονομικού ελλείμματος, διογκώνοντας το δημόσιο χρέος και αυξάνοντας τις δανειακές ανάγκες του κράτους βραχυπρόθεσμα. Αντίθετα, τα εγγυητικά μέτρα μεταθέτουν την υποχρέωση πληρωμής σε μελλοντικό χρόνο υπό την προϋπόθεση ότι οι ωφελούμενοι των κρατικών ενισχύσεων δεν αποπληρώσουν τα χρέη τους στο Δημόσιο. Θα ανέμενε λοιπόν κανείς το μίγμα των δημοσιονομικών μέτρων που έλαβε η Ελλάδα ως απάντηση στην πανδημία να επιβαρύνουν κυρίως το δημόσιο χρέος και λιγότερο το ιδιωτικό.
Αν όμως κανείς μελετήσει τα στοιχεία του ΟΟΣΑ για τη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων η Ελλάδα το 2020 συγκριτικά με το 2019 επέδειξε αύξηση στα νέα τραπεζικά δάνεια προς τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα μεγέθους 180%. Η τεράστια αυτή αύξηση οφείλεται εν μέρει στα εγγυητικά μέτρα της οικονομικής πολιτικής, μέσω των οποίων πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις απέκτησαν ευκολότερη πρόσβαση σε τραπεζική χρηματοδότηση και εν μέρει στην πολύ χαμηλή βάση εκκίνησης (base effect) αφού ο τραπεζικός δανεισμός από το 2008 μέχρι και το 2019 ακολουθούσε πτωτική πορεία. Η τραπεζική δανειοδότηση όμως των επιχειρήσεων αποτελεί μονάχα ένα μέρος του ιδιωτικού χρέους. Σύμφωνα με την Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού χρέους, χωρίς να συνυπολογίζονται οι οφειλές μεταξύ ιδιωτών, το ιδιωτικό χρέος (προς το δημόσιο, ασφαλιστικά ταμεία, τράπεζες και funds) ανέρχεται σε 235 δισ ευρώ με τον κύριο όγκο του να αναφέρεται σε χρέη προς το δημόσιο.
Το ΔΝΤ εκτιμά πως η δυσκολία ανάκαμψης από την πανδημία θα είναι εντονότερη σε χώρες οι οποίες έχουν περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο και των οποίων η νομισματική πολιτική αναμένεται να γίνει περιοριστική. Η Ελλάδα εμπίπτει και στις δύο κατηγορίες αφού το δημόσιο χρέος της επιβαρύνθηκε σημαντικά από την πανδημία κυρίως λόγω των ενισχυτικών μέτρων, ενώ με βασική στόχευση τη μείωση του επιπέδου τιμών στην Ευρώπη αναμένεται αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ. Η έλλειψη δημοσιονομικού χώρου θα δυσκολέψει τη στήριξη επιχειρήσεων και νοικοκυριών που βρίσκονται υπό πίεση λόγω των συσσωρευμένων χρεών, ενώ η στροφή της νομισματικής πολιτικής προς θετικά επιτόκια σε συνδυασμό με την έλλειψη επενδυτικής βαθμίδας θα δυσχεράνει την κάλυψη των δανειακών αναγκών του κράτους και θα εντείνει τη δυσκολία χρηματοδότησης παραγωγικών δραστηριοτήτων. Διαφαίνεται λοιπόν πως η Ελλάδα έχει ακόμα πολύ δρόμο να διανύσει για την πολυπόθητη ανάκαμψη με την ταυτόχρονη αύξηση δημοσίου και ιδιωτικού χρέους να αποτελούν βασικές δυσκολίες στην αβέβαιη αυτή διαδρομή.
* Ο κ. Γιώργος Μανάλης είναι Μεταδιδακτορικός Ερευνητής, Υπότροφος της Ερευνητικής Έδρας Α. Γ. Λεβέντη, Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ)