Το οικονομικό αποτύπωμα των κυρώσεων της EE στη Ρωσία
Πέμπτη, 10-Μαρ-2022 00:03
Οι εξελίξεις των τελευταίων δύο εβδομάδων με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία κινητοποίησαν μία συντεταγμένη αντίδραση της Δύσης υπό τη μορφή οικονομικών κυρώσεων προς τη Ρωσία. Οι κυρώσεις αυτές χαρακτηρίζονται ως "χωρίς προηγούμενο” αφού προσομοιάζουν αυτών που επιβλήθηκαν στη Βενεζουέλα, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα, ενώ και ο συντονισμός των δυτικών χωρών είναι αξιοσημείωτος αφού πλέον έχει δημιουργηθεί ένα αρραγές μέτωπο σχετικά με την επιλογή και την επιβολή τους.
Το πόσο θα πλήξουν οι κυρώσεις αυτές τη ρωσική οικονομία είναι δύσκολο να εκτιμηθεί ωστόσο η εμπειρία του 2014, οπότε και πάλι τέθηκαν κυρώσεις από τις χώρες της Δύσης στη Ρωσία ως απάντηση στην προσάρτηση της Κριμαίας από την τελευταία μπορεί να είναι ενδεικτική.
Σε έκθεσή της, η Γενική Διεύθυνση Εξωτερικών Πολιτικών της Ένωσης (DG for external policies of the Union), επιχειρεί να αξιολογήσει τις οικονομικές συνέπειες τόσο στη ρωσική, όσο και στην ευρωπαϊκή οικονομία των κυρώσεων που έθεσε η ΕΕ το καλοκαίρι του 2014 και της απάντησης της Ρωσίας πάλι με τη μορφή κυρώσεων προς την ΕΕ. Συνοπτικά, η ΕΕ προσανατολίστηκε σε μία δέσμη 4 περιοριστικών μέτρων: (1) περιορισμό της πρόσβασης στην ευρωπαϊκή αγορά κεφαλαίων, (2) εμπάργκο σε εισαγωγές/εξαγωγές όπλων από και προς τη Ρωσία, (3) απαγόρευση εξαγωγής τεχνολογιών για στρατιωτική χρήση και (4) απαγόρευση παροχής υλικοτεχνικού εξοπλισμού για ανακάλυψη και αξιοποίηση κοιτασμάτων πετρελαίου προς τη Ρωσία. Αντίθετα η Ρωσία απαγόρευσε τις εισαγωγές αγροτικών-διατροφικών προϊόντων από την ΕΕ, τα οποία αποτελούν μεγάλο όγκο των εμπορικών συναλλαγών, δεδομένου ότι η Ρωσία είναι ο δεύτερος σημαντικότερος προορισμός των αγροδιατροφικών προϊόντων για την ΕΕ.
Είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί ακριβώς το μακροοικονομικό αποτύπωμα των παραπάνω κυρώσεων του 2014 στη ρωσική οικονομία, καθώς πέρα από αυτές κι άλλοι παράγοντες, όπως η πτώση των τιμών πετρελαίου και η ισχυρή υποτίμηση του ρουβλίου έναντι του δολαρίου αναμφίβολα δημιούργησαν ισχυρές πιέσεις. Ωστόσο, αναλύσεις από το Austrian Institute of Economic Research (WIFO) και το Institute of Economic Forecasting, καταλήγουν στην εκτίμηση πως οι εκατέρωθεν κυρώσεις έπληξαν τη ρωσική οικονομία κατά 8%-10% του ΑΕΠ, ενώ την ευρωπαϊκή οικονομία κατά 0,5% του ΑΕΠ.
Σήμερα η εικόνα είναι διαφορετική για δύο κυρίως λόγους, η Ευρώπη εξαρτάται σημαντικά για την κάλυψη των ενεργειακών της αναγκών από τη Ρωσία, έχοντας ήδη δοκιμαστεί από το υψηλό ενεργειακό κόστος, και η Ρωσία τα τελευταία χρόνια έχει προβεί σε κινήσεις προστασίας της οικονομίας της από τις συνέπειες ενδεχόμενων κυρώσεων. Σύμφωνα με άρθρο του Josh Ulick στη WSJ, οι ρωσικές αυτές κινήσεις προσανατολίζονται σε τρεις κατευθύνσεις. Πρώτον, η Ρωσία έχει επεκτείνει την εξαγωγή φυσικού αερίου προς την Κίνα ώστε να μειώσει την εξάρτησή της από την ΕΕ (ως βασικού προορισμού), ωστόσο ο όγκος αυτός των εξαγωγών είναι ακόμα μικρός σε σύγκριση με τους παραδοσιακούς εμπορικούς εταίρους της, συμπεριλαμβανομένης και της ΕΕ η οποία παραμένει ο σημαντικότερος. Δεύτερον, έχει ακολουθήσει μία συντηρητική δημοσιονομική πολιτική διατηρώντας το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ σε χαμηλά επίπεδα. Το δημόσιο χρέος της Ρωσίας σήμερα διαμορφώνεται στο 18,6% του ΑΕΠ, συγκριτικά πολύ χαμηλότερα από τις δυτικές οικονομίες, από το οποίο μόλις το 17% αυτού είναι σε ξένο νόμισμα. Τέλος, ήδη από την περίοδο του 2014, η Ρωσία έχει χρησιμοποιήσει τα έσοδα από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου ώστε να αυξήσει σημαντικά τα συναλλαγματικά αποθέματα (πάνω από 600 δισ. δολάρια) και αποθέματα χρυσού τα οποία θα της επιτρέψουν να στηρίξει το ρούβλι σε περίπτωση ισχυρών πιέσεων.
Η Δύση στοχεύοντας πλέον μεγάλα τραπεζικά ιδρύματα, παγώνοντας τα περιουσιακά τους στοιχεία και αποκλείοντάς τα από το σύστημα SWIFT δυσχεραίνει την άντληση κεφαλαίων και επιπλέον αποκλείει την πρόσβαση της Ρωσικής Κεντρικής Τράπεζας στα αποθέματα τα οποία διακρατά εκτός Ρωσίας (εξαιρείται η περίπτωση της Κίνας στην οποία η Ρωσία διακρατά το 13% των συναλλαγματικών αποθεμάτων της). Εν ολίγοις, η προετοιμασία της ρωσικής οικονομίας για τη στήριξη του νομίσματός της περιορίζεται σημαντικά από τις δυτικές κυρώσεις.
Ωστόσο το κρίσιμο σημείο είναι η αγορά ενέργειας κι αυτό διότι αποτελεί μοχλό πίεσης και των δύο πλευρών. Η ενεργειακή επάρκεια της ΕΕ εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ρωσικές εξαγωγές ενέργειας, ενώ η ρωσική οικονομία αντλεί μεγάλο μέρος των εσόδων της από την εξαγωγή φυσικού αερίου προς την Ευρώπη. Ενδεικτικό της σημασίας αυτής είναι ότι παρά την ανταλλαγή σκληρών κυρώσεων, οι ενεργειακές εισαγωγές-εξαγωγές μεταξύ Ρωσίας και ΕΕ προς στιγμήν παραμένουν ως έχουν. Το ενδεχόμενο κενό που θα προκαλούσε μία παύση της εμπορικής αυτής σχέσης θα κόστιζε σημαντικά και στις δύο πλευρές
Η εμπειρία από το 2014 έχει δείξει ότι η Ρωσία φέρει σαφώς μεγαλύτερο κόστος από την ανταλλαγή κυρώσεων με τις δυτικές οικονομίες. Επιπρόσθετα, ο αποκλεισμός από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα που επέφεραν οι κυρώσεις αφόπλισε πολλά από τα μέτρα προστασίας που είχε λάβει η ρωσική οικονομία. Το μεγαλύτερο όμως πλήγμα που θα μπορούσε να επιφέρει η ΕΕ στη ρωσική οικονομία είναι η παύση των ενεργειακών εισαγωγών, ένα πλήγμα όμως που θα κόστιζε σημαντικά και στην Ευρώπη αφού θα δημιουργούσε ένα δυσαναπλήρωτο ενεργειακό κενό, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, και μία επιβάρυνση του ήδη αυξημένου ενεργειακού κόστους για τους πολίτες και τη βιομηχανία της.
* Ο κ. Γιώργος Μανάλης είναι Μεταδιδακτορικός Ερευνητής, Υπότροφος της Ερευνητικής Έδρας Α. Γ. Λεβέντη, Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ)