Συνεχης ενημερωση

    Σάββατο, 16-Οκτ-2021 09:53

    Διαβα-ζώντας με το μολύβι στο χέρι

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Του Γιώργου Ι. Κωστούλα

    Στον απόηχο ενός ακόμα καλοκαιριού, αλλά και μιας καραντίνας, επιτρέψτε μου σήμερα να πούμε κάτι για τον, κατ’ όνομα έστω, βασιλιά των διακοπών: το βιβλίο. Και βεβαίως για τη συναφή καλοκαιρινή συνήθεια: την ανάγνωση. Ειδικότερα για τη στοχαστική, αργή, μοναχική ανάγνωση. Την ανάγνωση με το μολύβι στο χέρι.

    Αντίθετα από άλλους που πιστεύουν ότι το να γράφεις πάνω στις σελίδες ενός βιβλίου είναι βανδαλισμός, έχω την γνώμη ότι αυτό αποτελεί την αμεσότερη μορφή επικοινωνίας μεταξύ αναγνώστη και συγγραφέα.

    Συγχρόνως, υποδηλώνει ότι ξέρεις τα βιβλία σου. Ότι τα έχεις κατακτήσει. Και βεβαίως αυτό που ο παιγνιώδης τίτλος του παρόντος συστήνει, ότι δηλαδή ζεις το διάβασμα.

    Αναφέρομαι στις παρασελίδιες σημειώσεις, σκέψεις, ερωτήματα, σχόλια του αναγνώστη ενός βιβλίου πάνω στο περιθώριο (margin) των σελίδων του, μια πρακτική που από το 1819, επικράτησε να ονομάζεται: marginalia.

    Με τα παραπάνω να συνιστούν το λιγότερο, το περισσότερο, το ευτυχές είναι τα marginalia του αναγνώστη να αποτελούν, με το βάθος τους και την έκτασή τους, ακόμα και μια προέκταση του συγγραφικού περιεχομένου, μια δεύτερη, προσωπική αυτή, ανάγνωση-συγγραφή του βιβλίου. Mια ανάγνωση με το λεξικό δίπλα. Με τον αναγνώστη να σκύβει στις παραπομπές, να σπεύδει στη βιβλιογραφία, να σημειώνει, να επανέρχεται, να μοιράζεται αυτά που διάβασε με άλλους. Σύμφωνα με την ευχή, την προτροπή, ή καλύτερα με την (προφανώς διαψευσμένη) προσδοκία του Σεφέρη: "Επιτέλους, ας κάνει κάτι και ο αναγνώστης…"

    Δυο διαμετρικά αντίθετες θέσεις αποτελούν τον πυρήνα του φιλολογικού κινήματος υπέρ του αργού διαβάσματος. Η μία χρησιμότερη από την άλλη. "Αν θέλεις να έχεις τη βαθιά εμπειρία ενός βιβλίου, αν θέλεις να το εσωτερικεύσεις, να αναμείξεις τις ιδέες τού συγγραφέα με τις δικές σου, πρέπει να το διαβάσεις αργά", η μία. Και η άλλη: "Το αργό διάβασμα δεν έχει τόσο να κάνει με το ξεδίπλωμα της δημιουργικότητας του αναγνώστη, όσο με την ανακάλυψη της δημιουργικότητας του συγγραφέα.". Και οι δύο, ωστόσο, απαιτούν, αναγνωστική στοργή, συμμετοχικό μόχθο, ασκούμενη ανιχνευτική ανάγνωση και βεβαίως αναγνώστη εν εγρηγόρσει.

    Δυστυχώς, η ανάγνωση, όπως και η μουσική, για να σταθώ σ’ αυτές ως τα ποιοτικότερα καταφύγια του ελεύθερου χρόνου μας, γίνονται αντικείμενο ενός αλληλοκανιβαλισμού από τον μέσο αναγνώστη ή μουσικόφιλο. Ποιος διαβάζει και ποιος ακούει μουσική κάνοντας μόνο αυτό; Αφοσιωμένος δηλαδή μόνο σ’ αυτό, στο ένα κάθε φορά; Συνήθως, διαβάζουμε ακούγοντας μουσική και ακούμε μουσική διαβάζοντας. Κι αυτό στην καλύτερη περίπτωση.

    Εν είδει λογοδοσίας προσεκτικού αναγνώστη, στη συνέχεια παραθέτω ό,τι εθήρευσα για το θέμα ως αποτέλεσμα και της δικής μου συνήθειας, να διαβάζω με το μολύβι στο χέρι. (Εν προκειμένω, πολύ με ανακουφίζει- ως συστηματικό αντιγραφέα,- ο λόγος του Lichtenberg: "Οι αναγνώστες συγκρατούν τόσα λίγα από όσα διαβάζουν, επειδή σκέφτονται πολύ λίγο οι ίδιοι. Όποιος μπορεί να επαναλάβει σωστά ό,τι είπαν οι άλλοι, συνήθως έχει στοχαστεί και ο ίδιος πολύ".

    - Η πρώτη επισήμανση ανήκει δικαιωματικά, στον Δ. Μαρωνίτη. "Ο πολυτιμότερος τίτλος της ανάγνωσης: δίδυμο εναντίον και υπέρ της μοναξιάς".

    -Το διάβασμα είναι απλώς το υλικό, το μέσον για την επαφή με τη γνώση. Όμως είναι η σκέψη του αναγνώστη που κάνει την όποια γνώση δική του. Από τον Locke: Reading furnishes the mind only with materials of knowledge; it is thinking that makes what we read ours.

    -Και από τον W.Gaddis παρομοίως: Η γραφή, η συγγραφή ενός βιβλίου βρίσκει τη δικαίωση της μόνο σε ό,τι συμβαίνει μεταξύ του αναγνώστη και των σελίδων του- What writing is all about is what happens on the page between the reader and the page.

    -Όπως κανείς μαθαίνει να γράφει καλά, έτσι μαθαίνει και να διαβάζει καλά. Και διαβάζει καλά, μόνον όταν διαβάζει με κάποιο προσωπικό στόχο κατά νου. Επί σκοπώ…

    -Η δυσκολία δεν είναι μια ιδιότητα των κειμένων. Σχετίζεται άμεσα με τον τρόπο που έχουμε μάθει να διαβάζουμε. Η τύχη των βιβλίων κρέμεται από την επάρκεια και από τον τρόπο ανάγνωσης του αναγνώστη. Kαι η τύχη των συγγραφέων επίσης: Ο συγγραφέας ανήκει πρωτίστως στους αναγνώστες που αποφάσισαν να τον υιοθετήσουν.

    -Τις περισσότερες φορές η ανεπάρκεια βρίσκεται από τη μεριά εκείνου που διαβάζει και όχι εκείνου που διαβάζεται. Χρειάζεται ο δυσκολόβρετος "νουνεχώς αναγιγνώσκων". Και πάντως, το προσεκτικό διάβασμα θέλει το χρόνο του.

    -Για τον αναγνώστη αυτής της κατηγορίας δεν είναι μικρότερης αξίας η θεώρηση του βιβλίου ως σκευή, ως εργαλείο ανάγνωσης. Το σχήμα του, το εξώφυλλο, το είδος και η ποιότητα του χαρτιού, η λειτουργικότητα της τυπογραφίας του, η απόλαυση της αφής, η οπτική ισορροπία, όλα αυτά που με μια φράση θα ονομάζαμε εκδοτική μέριμνα, οφείλουν να ακολουθούν και να υπηρετούν το κείμενο ως καλαίσθητες θεραπαινίδες της ανάγνωσης. Και που φυσικά δεν περνάνε απαρατήρητα, ιδιαίτερα κατά την πρώτη αναγνωριστική και κρίσιμη επαφή του αναγνώστη με το βιβλίο.

    -Λίγα, τώρα, για την ηδονική, τελετουργική συμβίωση με τα βιβλία και τα όσα συνοδεύουν και υποστηρίζουν τη συνήθεια της μοναχικής ανάγνωσης: Η προετοιμασία, η καθημερινή σκηνοθεσία της, η απομόνωση, η διάθεση, ο φωτισμός, η ανιχνευτική περιδιάβαση της βιβλιοθήκης, η προσδοκία, συχνά το καφενείο και τέλος η αγαπητική σχέση με το βιβλίο, που πάντως συνεχίζεται και όταν τελειώσει το διάβασμα και το βιβλίο πάρει τη θέση του στα ράφια της βιβλιοθήκης.

    -Και τι να πει κανείς για την προσμονή, την ανυπομονησία της ανάγνωσης; Από μια προγραμματισμένη μεταμεσονύχτια ανάγνωση συμποσιακού χαρακτήρα, έχουμε το καίριο σχόλιο του Κ. Θ. Δημαρά για κάποιον φυγόμαχο συμποσιαστή, όπως το κατέγραψε ο Σεφέρης: "Δεν καταλαβαίνει τι θα πει να ’χεις καύλα να διαβάσεις κάτι".

    -Και εν είδει ρέκβιεμ, δυο λόγια για τη χαμένη τέχνη της βιβλιοδεσίας. Τα σπανίζοντα, πλέον, δεμένα βιβλία: προϊόντα φροντίδας και πολιτισμού, το δίχως άλλο, υπάρχουν, αν μη τι άλλο, για να μας θυμίζουν ότι η ανάγκη τού να διαβάζεις βιβλία και η ανάγκη τού να τα δένεις είναι δυο διαφορετικές περίοδοι αναγκών, πολιτισμού και ανάπτυξης.

    -"Βλέποντας τα κατεβασμένα ρολά ενός ακόμα βιβλιοδετείου της οδού Σόλωνος, σκέφτεται κανείς πόσο η επιγραφή και μόνο, με την καλλιτεχνική, παλιομοδίτικη γραμματοσειρά αιμοδοτούσε ακόμη τη μυθολογία της πόλης. Πόσα ‘δεμένα‘ βιβλία από εργαστήρια βιβλιοδεσίας στη Σόλωνος, στη Σίνα, στη Μασσαλίας, στη Ζωοδόχου Πηγής, και σε τόσους άλλους δρόμους, ‘όπισθεν’ του επισήμου κέντρου, υπάρχουν σε βιβλιοθήκες αστικών διαμερισμάτων της αχανούς πρωτεύουσας και των μακρινών περίχωρων" - Από τον Ν. Βατόπουλο.

    -Αναφορικά με την τέχνη του δεσίματος των βιβλίων ο Γιώργος Φτέρης, διηγείται: "Σε μια μεγάλη έκθεση του Παρισιού, πολλά χρόνια πριν από τον πόλεμο, το ενδιαφέρον του κοινού είχε προσελκύσει μια έκδοση του βιβλίου του Μποντλέρ ‘Τα άνθη του κακού’. Το είχαν τοποθετήσει σε ειδική προθήκη, όπου σταματούσαν όλοι οι επισκέπτες, ανυπόμονοι, αν όχι να το πιάσουν στα χέρια τους, τουλάχιστον να το δουν. Δεν ήταν βέβαια τα ποιήματα του Μποντλέρ, που οι περισσότεροι θα τα είχαν σε κάποια άλλη έκδοση στη βιβλιοθήκη τους. Ήταν για το δέσιμο του βιβλίου: έργο του συμπατριώτη μας Ράλλη, ενός Χιώτη άρχοντα που του άρεσε αυτή η τέχνη και που έδενε τα βιβλία, με την ίδια διάθεση που έφτιαχνε ο Στραντιβάριους τα βιολιά". -Γιώργος Φτέρης, Η φυσική του βιβλίου, Το Βήμα. (Αναδημοσίευση στο περιοδικό "Το δέντρο Νο 139-140).

    - Κι από την άλλη: "Πόσα βιβλία "δέθηκαν" με κίνητρο την αγάπη γι’ αυτά, απέκτησαν και τα αρχικά του κατόχου τους, σε εντυπωσιακές χρυσοτυπίες; Αυτά που βλέπουμε, τώρα, σε ντάνες σε παλαιοβιβλιοπωλεία, με εκείνα τα χρυσά Χ.Π. και Μ.Ι. και Β.Σ., κληροδοτημένα πλέον στην απρόσωπη πόλη, μετά το θάνατο των κατόχων τους; Πολλά από αυτά πια δεμένα με σπόγγο, πεταμένα σε σκονισμένα μωσαϊκά ή σε μεταλλικά ράφια και πανέρια παλαιοπωλείων", όπου κατέληξαν ως αντικείμενα φτηνής συναλλαγής άστοργων και ανάξιων κληρονόμων. Και που ανεβαίνουν ως την οροφή, σαν τους νεκρούς έπειτα από επιδημία, όπως έλεγε ο Τσαρούχης, αλλού αναφερόμενος.

    -Σίγουρα, πάντως, δεν ανήκει στην παραπάνω κατηγορία η μεταχειρισμένη γαλλική έκδοση της Ιλιάδας, με την εξής δωρητήρια αφιέρωση επάνω της, μνημείο ασύστολης απόπειρας ερωτικής υποβολής και χειραγώγησης: "Στη γλυκιά μου ψυχούλα, στην καλή μου καρδούλα, στη χρυσή μου ζωούλα ένα δωράκι με την ευχή να περάσω κοντά του μια ευτυχισμένη και ήσυχη ζωή, Χαρούλα -1982".

    Απόπειρα, που προφανώς δεν έπιασε τόπο, αφού το δωράκι δεν βρήκε τον προορισμό του, να συντροφεύει δηλαδή την "ευτυχισμένη και ήσυχη" συζυγική ζωή της δωρήτριας, αλλά κατέληξε άδοξα στο πάγκο του παλαιοπωλείου, απ’ όπου το ανέσυρα εγώ, ευτυχισμένος για την καλή αγορά το 1984, δύο μόλις χρόνια, δηλαδή, αφότου είχε περιέλθει στην κατοχή του δωρολήπτη.

    Καλές αναγνώσεις

    O κ. Κωστούλας είναι τέως γενικός διευθυντής εταιρειών του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα.

    E-mail: gcostoulas@gmail.com

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ