Το εθνικό νόμισμα δεν θα βοηθήσει την Ελλάδα να ανακτήσει "εθνική" οικονομική κυριαρχία
Τρίτη, 28-Φεβ-2017 00:04
Προβάλλεται ευρέως η άποψη ότι μια επιστροφή σε εθνικό νόμισμα θα επιτρέψει στην Ελλάδα να άρει τους περιορισμούς που αντιμετωπίζει σήμερα σε ό,τι αφορά τη χάραξη οικονομικής πολιτικής, ανακτώντας έτσι την "εθνική" της κυριαρχία.
Με αυτόν τον τρόπο, η χώρα μας αφενός μεν θα απαλλαγεί από την έξωθεν πίεση να πετυχαίνει μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα, και αφετέρου θα είναι σε θέση να διαμορφώνει κατά το δοκούν μια χαλαρή νομισματική πολιτική χωρίς ιδιαίτερο κόστος.
Φοβάμαι ότι η άποψη αυτή είναι εσφαλμένη ή τουλάχιστον παραπλανητική.
Δημοσιονομική πολιτική
Ένα κράτος μπορεί να ασκήσει ανεξάρτητη δημοσιονομική πολιτική και να τρέξει ελλείμματα στο βαθμό που οι αγορές είναι διατεθειμένες να τα χρηματοδοτήσουν.
Εάν η Ελλάδα αποχωρήσει από την Ευρωζώνη, κανείς διεθνής οργανισμός και καμία μεμονωμένη χώρα δεν πρόκειται να χρηματοδοτήσουν καινούργια ελλείμματα εφόσον δεν αποκατασταθεί η σταθερότητα και δεν καταφέρει η πολιτική ηγεσία να πείσει ότι αναλαμβάνει και εφαρμόζει πιστά ριζικές διαρθρωτικές αλλαγές που φέρουν άμεσο αποτέλεσμα.
Ούτε οι ελληνικές τράπεζες θα είναι φυσικά σε θέση να δανείσουν το ελληνικό δημόσιο αφού αντιμετωπίζουν μεγάλο πρόβλημα ρευστότητας και οι ίδιες. Κάτι παρόμοιο ισχύει και με τον υπόλοιπο ιδιωτικό τομέα, το χρέος του οποίου υπερβαίνει το 126% του ΑΕΠ.
Ανεξάρτητα όμως από την ποιότητα διακυβέρνησης, μια έξοδος από την Ευρωζώνη θα αυξήσει δραματικά το κόστος δανεισμού της Ελλάδας. Εξάλλου, τα σημερινά επιτόκια είναι επιδοτούμενα και δεν αντανακλούν την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας μας (βλ. εδώ). Μεγάλο κόστος δανεισμού από τις αγορές σημαίνει ότι αυξάνονται οι δαπάνες για την εξυπηρέτηση του χρέους.
Με αυξημένες τις δαπάνες για τόκους και χρεολύσια, η Ελλάδα θα αντιμετωπίζει διαρκώς μεγάλη πίεση για την επίτευξη σημαντικού πρωτογενούς πλεονάσματος.
Για παράδειγμα, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, η Ελλάδα το 2016 έχει πρωτογενές πλεόνασμα 2,3% του ΑΕΠ και οι δαπάνες για τόκους αναλογούν στο 3,4% του ΑΕΠ. Εάν οι δαπάνες για τόκους διπλασιάζονταν, το πρωτογενές πλεόνασμα θα έπρεπε να φτάσει στο 5,7% ούτως ώστε το συνολικό έλλειμμα να παραμείνει στα ίδια επίπεδα.
Νομισματική πολιτική
Η εναλλακτική της χρηματοδότησης δημοσιονομικών ελλειμμάτων με "τύπωμα άφθονου χρήματος", δεν πρόκειται να έχει θετικό αποτέλεσμα διότι η επακόλουθη άνοδος του πληθωρισμού θα οδηγήσει σε άνοδο των επιτοκίων. Αυτό σημαίνει αύξηση του κόστους δανεισμού, το οποίο θα εντείνει και πάλι τις πιέσεις για πρωτογενή πλεονάσματα.
Ταυτόχρονα, μια χαλαρή νομισματική πολιτική θα επιφέρει την διαρκή διολίσθηση του νέου εθνικού νομίσματος, η οποία θα καταστήσει το υφιστάμενο και ήδη τεράστιο δημόσιο χρέος της Ελλάδας απολύτως δυσβάστακτο.
Την εμπειρία της αρνητικής επίδρασης που μπορεί να έχει η διολίσθηση του εγχώριου νομίσματος στο δημόσιο χρέος μιας χώρας την έχουμε βιώσει έντονα στο παρελθόν: την τριετία '91-'93 η δραχμή έχασε το 45% [41%] της αξίας της έναντι του δολαρίου [γερμανικού μάρκου] και η τότε κυβέρνηση Μητσοτάκη στάθηκε ανήμπορη να βάλει φρένο στην ξέφρενη ανοδική πορεία του χρέους παρά το γεγονός ότι μείωσε δραματικά τα πρωτογενή ελλείμματα που κληρονόμησε.
Διαγραφή χρέους σημαίνει έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση
Με το χρέος μας δυσβάσταχτο, ο μόνος τρόπος να παραμείνουμε στην ΕΕ θα είναι ένα (δεύτερο) γενναίο κούρεμα του δημόσιου χρέους, με την συναίνεση της Ευρώπης.
Στην καλύτερη περίπτωση, το κούρεμα αυτό θα φέρει το χρέος –ας πούμε– στο επίπεδο του 100% του ΑΕΠ, από το 180% που βρίσκεται σήμερα. Περιθώρια για μεγαλύτερο κούρεμα δεν υπάρχουν την στιγμή που το δημόσιο χρέος της Ιταλίας φτάνει στο 133% του ΑΕΠ, της Πορτογαλίας στο 131% και της Ισπανίας στο 100% (βλ. εδώ).
Με άλλα λόγια, είναι απολύτως ανέφικτο για την Ελλάδα να διαπραγματευτεί επιτυχώς μια θέση στην οποία η χώρα μας θα βρεθεί σε καλύτερη μοίρα από τις άλλες χώρες που την στηρίζουν οικονομικά εδώ και 7 χρόνια.
Είναι λοιπόν σαφές ότι όσοι τάσσονται υπέρ της επιστροφής της Ελλάδας σε εθνικό νόμισμα και υπόσχονται παράλληλα (μονομερή) διαγραφή του ελληνικού χρέους, είτε βρίσκονται εκτός πραγματικότητας ή ευαγγελίζονται ουσιαστικά την έξοδο της χώρας μας από την ΕΕ.
Είναι βέβαιο ότι μια τέτοια εξέλιξη θα μας γυρίσει πολλές δεκαετίες πίσω και θα έχει σημαντικότατες αρνητικές κοινωνικο-οικονομικές και γεωπολιτικές συνέπειες.
Το πρόβλημα είναι η έλλειψη αξιοπιστίας
Οι σαφείς περιορισμοί που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα μας σε ότι αφορά την χάραξη οικονομικής πολιτικής είναι αποτέλεσμα της αναξιοπιστίας των ελληνικών κυβερνήσεων, η οποία με την σειρά της οφείλεται στην διγλωσσία, την ατολμία και την έλλειψη σχεδίου που επέδειξαν καθ' όλη την διάρκεια της κρίσης. Μια επιστροφή σε εθνικό νόμισμα δεν πρόκειται να άρει τους περιορισμούς αυτούς, τουλάχιστον όχι δίχως τεράστιο κόστος.
Η Ελλάδα μπορεί να πιέσει με εύλογο και μεθοδικό τρόπο για μικρότερα πλεονάσματα και παράλληλα μπορεί να πετύχει την ένταξη της στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Για να γίνουν όμως αυτά, πρέπει να κερδίσουμε και πάλι την χαμένη αξιοπιστία μας και την εμπιστοσύνη της τρόικας.
Συγκεκριμένα, η πολιτική ηγεσία της χώρας πρέπει να βγει μπροστά και να αναλάβει την "ιδιοκτησία" ενός προγράμματος γενναίων μεταρρυθμίσεων. Ένα τέτοιο πρόγραμμα θα συμπεριλαμβάνει το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, την δραστική μείωση της γραφειοκρατίας, την μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης, τον εκσυγχρονισμό των θεσμών του ελληνικού κράτους, την δημιουργία ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για επενδύσεις στον εξαγωγικό τομέα. Αναπόφευκτα οι μεταρρυθμίσεις αυτές εμπεριέχουν ένα σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό κόστος, το οποίο όμως μπορεί να εξομαλυνθεί με μικρότερα πλεονάσματα στο δημοσιονομικό ισοζύγιο και μια πιο δίκαιη αναδιανομή των κρατικών εσόδων.
* Ο κ. Βασίλης Σαραφίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Οικονομετρίας στο πανεπιστήμιο Monash της Μελβούρνης.