Τα deals που ανέβαλε η κρίση
Δευτέρα, 10-Νοε-2008 00:58
Του Νίκου Χρυσικόπουλου
Προσωρινή ή επ΄ αόριστον αναβολή; Το βέβαιο είναι πως, εξαιτίας της διεθνούς πιστωτικής κρίσης, αρκετές επιχειρηματικές συμφωνίες που είχαν εξαγγελθεί και οι όροι τους οριστικοποιηθεί "πάγωσαν" μέχρι νεωτέρας. Τώρα, οι διοικήσεις τους αναμένουν να "καταλαγιάσει" η ένταση της κρίσης, ώστε να διαπιστώσουν κατά πόσον οι εξαγγελθείσες συμφωνίες θα μπορέσουν να μπουν ξανά σε τροχιά ή εάν θα χαράξουν νέο στρατηγικό σχεδιασμό.
Η ραγδαία επιδείνωση του οικονομικού περιβάλλοντος μετέθεσε χρονικά τη δημιουργία κοινής εταιρείας μεταξύ της Σιδενόρ, θυγατρικής του ομίλου ΒΙΟΧΑΛΚΟ, και της πολυεθνικής Nucor Corporation που αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες χαλυβουργίες των HΠA. Προ εξαμήνου, Nucor και Σιδενόρ υπέγραψαν μνημόνιο συνεργασίας (MoU) βάσει του οποίου η αμερικανική εταιρεία θα αποκτούσε το 34% της κοινής εταιρείας που θα δημιουργούνταν, κάτω από την οποία θα εντασσόταν το σύνολο της χαλυβουργικής δραστηριότητας του ομίλου ΒΙΟΧΑΛΚΟ, εξαιρουμένης της Σωληνουργείας Kορίνθου.
Με την κίνηση αυτή, η Σιδενόρ, εκτός του ότι θα αποκτούσε έναν ισχυρό εταίρο, θα ενδυνάμωνε τη θέση της στην παγκόσμια αγορά χάλυβα, θα διεύρυνε την γκάμα των παραγομένων προϊόντων και θα επιτάχυνε τη στρατηγική της επέκταση στα Bαλκάνια, την Tουρκία και τη Bόρεια Aφρική. Από την πλευρά της, η Nucor θα αποκτούσε παρουσία σε αναπτυσσόμενες αγορές της Ν.Α. Ευρώπης, αξιοποιώντας τη γνώση ενός τοπικού "παίκτη" της αγοράς.
H συμφωνία επρόκειτο να ολοκληρωθεί περί τα τέλη του έτους, όμως η Σιδενόρ ανακοίνωσε πως η τρέχουσα αναταραχή στις παγκόσμιες χρηματαγορές έχει προκαλέσει καθυστερήσεις, "αν και οι συζητήσεις των δύο πλευρών σχετικά με την πιθανή συνεργασία τους συνεχίζονται".
Σύμφωνα με τους όρους του deal, η Nucor θα αποκτούσε τη συμμετοχή της στην κοινή εταιρεία μερικώς μέσω αύξησης μετοχικού κεφαλαίου με καταβολή μετρητών και μερικώς με αγορά μετοχών της νέας αυτής εταιρείας που θα έχουν ήδη εκδοθεί. Το μέγεθος του μετοχικού κεφαλαίου θα καθοριζόταν από τις αποτιμήσεις των στοιχείων του ενεργητικού που εισφέρονταν στη νέα εταιρεία, αφού πρώτα αποφασιζόταν ο τρόπος και η μέθοδος της εισφοράς τους. Το αντίξοο κλίμα όμως στις αγορές και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού χάλασε τα σχέδια των δύο ομίλων και πλέον αναζητείται τρόπος να αναθερμανθεί το deal.
Εξάμηνη παράταση έλαβε και η εξαγορά της Lapin από την Folli - Follie. Ωστόσο, η κρατούσα εκτίμηση στην αγορά είναι πως δύσκολα θα ολοκληρωθεί υπό τους αρχικούς όρους που είχαν συμφωνηθεί μεταξύ των δύο πλευρών. Αυτή προέβλεπε την εξαγορά της αλυσίδας παιδικών ενδυμάτων Lapin έναντι 84,4 εκατ. ευρώ, το ήμισυ του ποσού αυτού θα καταβάλλονταν σε μετρητά και το υπόλοιπο θα καλυπτόταν από τη διάθεση μετοχών της Elmec Sport προς την οικογένεια Παπαϊωάννου, βασικών μετόχων της Lapin.
Όταν όμως συμφωνήθηκαν οι όροι της συμφωνίας, η μετοχή της Elmec Sport στο Χ.Α. βρισκόταν στα 5 ευρώ, δηλαδή περίπου 85% υψηλότερα από τα τρέχοντα επίπεδα τιμών. Για να αποπληρώσουν το συμφωνηθέν τίμημα, οι βασικοί μέτοχοι της Elmec Sport (οικογένεια Κουτσολιούτσου) θα έπρεπε είτε να πληρώσουν τοις μετρητοίς μεγαλύτερο μέρος από το ήμισυ του τιμήματος, είτε να δώσουν σχεδόν διπλάσιο αριθμό μετοχών. Αν η εταιρεία αποφάσιζε να καλύψει τη διαφορά αυξάνοντας τα κεφάλαια που θα κατέβαλε τοις μετρητοίς, η κίνηση αυτή θα συνεπαγόταν επιπλέον δανεισμό σε μια ιδιαίτερα δύσκολη πιστωτικά περίοδο.
Με "όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά", συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις της Atebank με τη γαλλική Groupama για την πώληση του 50,08% Αγροτικής Ασφαλιστικής. Βασικό αντικείμενο των συζητήσεων παραμένει το τελικό τίμημα, με τους Γάλλους να επικαλούνται τη διεθνή κρίση, για να μειώσουν τις απαιτήσεις της ελληνικής τράπεζας. Η διοίκησης της Atebank, από τη πλευρά της, προβληματίζεται, καθώς επιθυμεί να απεμπλακεί, λόγω Βασιλείας ΙΙ από τη θυγατρική της ασφαλιστική, χωρίς όμως μεγάλες παραχωρήσεις επί του τιμήματος, ιδιαίτερα από τη στιγμή που μαζί με το 50,08% θα δώσει στον πλειοδότη και το δικαίωμα χρήσης του τραπεζικού δικτύου της για 10 συν 10 χρόνια. Σε ανάλογη κατάσταση βρέθηκε και η διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας που αποφάσισε τελικά να ματαιώσει την πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής, λόγω "της σοβαρής κρίσης που έχει δημιουργηθεί στις διεθνείς χρηματαγορές".