Κλωστ/ργία Ναυπάκτου: Προς αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας
Τρίτη, 27-Μαϊ-2008 09:49
Του Φώτη Φωτεινού
Στην αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας της προχωρά η Κλωστοϋφαντουργία Ναυπάκτου. Εάν και τελικές αποφάσεις δεν έχουν παρθεί ακόμα, η διοίκηση της εταιρείας εξετάζει, σύμφωνα με πληροφορίες, τη μίσθωση ή πώληση του ακινήτου που διαθέτει στη Κάτω Πεύκη.
Το οίκημα, επιφάνειας 2.527 τ.μ., κτίσθηκε το 1989 και χρησιμοποιείται σήμερα ως αποθηκευτικός χώρος ετοίμων προϊόντων και εμπορευμάτων. Ως γραφεία και έκθεση προϊόντων, η εταιρεία χρησιμοποιεί έναν επιπλέον όροφο του κτηρίου της Πεύκης, επιφάνειας 500 τ.μ. για τις ανάγκες της Polaris.
Ακόμη, στο πλαίσιο αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας, η Κλωστοϋφαντουργία Ναυπάκτου αναζητά τρόπους εκμετάλλευσης έκτασης 42 στρεμμάτων στον Αστακό.
Συγκεκριμένα, στη θέση Γούρια–Κάτω Γιόλακα του δήμου Οινιάδων (νομός Αιτωλοακαρνανίας) η εταιρεία διαθέτει έκταση 42 στρεμμάτων, η οποία προήλθε από την περιουσία της θυγατρικής ΒΙΟΠΟΛ ΑΒΕΕ που απορροφήθηκε από την μητρική εταιρεία το 2007.
Η έκταση αυτή, σύμφωνα με τα υπάρχοντα πλάνα, είτε θα πωληθεί είτε θα μισθωθεί, σε συνάρτηση πάντοτε με την ευρύτερη ανάπτυξη της περιοχής.
Παράλληλα, η διοίκηση της εταιρείας διερευνά συνεργασίες για δραστηριοποίηση σε άλλους κλάδους πλην της κλωστοϋφαντουργίας, κάτι άλλωστε που έχουν επιχειρήσει ή επιχειρούν άλλες εταιρείες του κλάδου.
«Δύσκολη χρονιά» αναμένεται το 2008
«Οι προοπτικές δεν είναι ευχάριστες για τον κλάδο. Δεν δείχνει να αλλάζει κάτι και το 2008», ανέφεραν στο Capital.gr στελέχη της εταιρείας.
Τα ίδια στελέχη αναφέρουν ότι το 2007 ήταν μια ακόμη δύσκολη χρονιά για την εταιρεία και τον όμιλο ως συνέπεια της συνεχιζόμενης εντεινόμενης ύφεσης στην εγχώρια, αλλά και ευρωπαϊκή αγορά κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων.
Όπως και άλλες εταιρείες του κλάδου, έτσι και η Κλωστοϋφαντουργία Ναυπάκτου προχώρησε στη μείωση της παραγωγής, ενώ παράλληλα διατήρησε σε χαμηλά επίπεδα τις τιμές πώλησης.
Από τα διαθέσιμα και δημοσιευμένα σχετικά στατιστικά στοιχεία της ΕΣΥΕ προκύπτει ότι η παραγωγή βαμβακερών νημάτων (πενιέ –καρντέ), μεταξύ των ετών 2002 και 2005, μειώθηκε κατά ποσοστό 35,7% (2002 : 105.066,4 τόνοι, 2005: 67.581,1 τόνοι), ενώ και οι αντίστοιχες πωλήσεις μειώθηκαν κατά 34,3% (2002:95.407,7 τόνοι, 2005: 62.704,7 τόνοι).
Σήμερα, τα σχετικά στατιστικά στοιχεία, εκτιμάται ότι είναι ακόμη δυσμενέστερα. Οι εξαγωγές βαμβακερών νημάτων (στοιχεία ΕΣΥΕ) εμφανίζουν και αυτές, μεταξύ των ετών 2003- 2007, σημαντική πτώση σε ποσοστό 37,7% ( 2003: 47.360,1 τόνους, 2007: 29.537,6 τόνους ), ενώ και οι αντίστοιχες αγορές μειώθηκαν κατά 26,2% ( 2003: 23.511,2 τόνους , 2007: 17.351,1 τόνους).