Τιτάν: Από το Ρούπελ στο άγαλμα της Ελευθερίας
Δευτέρα, 24-Μαρ-2008 08:38
Του Θανάση Παπαδή
Όταν πριν από 106 χρόνια γεννήθηκε η τσιμεντοβιομηχανία Τιτάν ίσως κανείς δεν πίστευε ότι θα γιγαντωθεί και θα φτάσει σήμερα να είναι μία από τις μεγαλύτερες τσιμεντοβιομηχανίες της Ευρώπης και ίσως του κόσμου ολόκληρου.
Ο Τιτάνας στα χρόνια λειτουργίας του, έχει συνδέσει το όνομά του με την ελληνική οικονομία. Η τσιμεντοβιομηχανία Τιτάν είναι σήμερα αμιγώς ελληνική μεν, αλλά αυτό δεν την έχει αποτρέψει από το να γίνει μία σύγχρονη πολυεθνική επιχείρηση, βγαίνοντας από τα στενά τείχη της ελληνικής επικράτειας.
Είναι ίσως από τις ελάχιστες, αν όχι η μοναδική ελληνική επιχείρηση που έχει αναπτύξει έντονη δραστηριότητα στις ΗΠΑ, τη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο. Και μπορεί αυτή τη στιγμή να «πληρώνει» -χρηματιστηριακά κυρίως- τη διαφαινόμενη ύφεση στην αμερικάνικη οικονομία, αλλά αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση, πως η εκεί της παρουσία αποκτά μικρότερη βαρύτητα.
Στις 12 Μαΐου του 1902, ιδρύθηκε η πρώτη και πιθανότατα μοναδική μεγάλη ελληνική βιομηχανία, που έναν πλέον αιώνα μετά τη γέννησή της εξακολουθεί να ελέγχεται από την οικογένεια των δημιουργών της.
Ήταν Κυριακή, 12 Μαΐου του 1902, όταν ο Νικόλαος Κανελλόπουλος, πρωτότοκος γιος του σταφιδέμπορου και κτηματία από το Αίγιο Κανέλλου Κανελλόπουλου, μαζί με τον Αλ. Ζαχαρίου, τον Ν. Χατζηκυριάκο και τον Λ. Οικονομίδη δημιούργησαν την σημερινή εταιρεία Τιτάν.
Οι τρεις αυτοί άνθρωποι έμειναν στην οικονομική ιστορία του τόπου ως «Κύκλος της Ζυρίχης», γιατί στα τέλη του 19ου αιώνα είχαν σπουδάσει Χημεία στο Πολυτεχνείο της ελβετικής πόλης και δημιούργησαν μια πλειάδα βιομηχανιών.
Όταν επέτρεψαν στην Ελλάδα συνυπέγραψαν, στην Αθήνα, ένα εταιρικό συμφωνητικό -έβαλαν και 200.000 δρχ.- για τη σύσταση βιομηχανικής εταιρείας με αντικείμενο την παραγωγή τσιμέντου. Αυτή ήταν η αρχή. Στην Ελευσίνα πήρε σάρκα και οστά το όραμα για τη δημιουργία της εταιρείας. Το όνομά της «ΤΙΤΑΝ - ΚΥΚΛΩΨ». Ήταν η πρώτη ελληνική τσιμεντοβιομηχανία. Δέκα χρόνια αργότερα, από την ίδρυσή της, και συγκεκριμένα στις 22 Φεβρουαρίου του 1912, εισήλθε στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών.
Πρόεδρος της εταιρείας είναι σήμερα ο κ. Ανδρέας Κανελλόπουλος. Άνθρωπος χαμηλών τόνων, αλλά με έντονη προσωπικότητα έχει κρατήσει μακριά του τα φώτα της δημοσιότητας, αλλά ποτέ δεν έχει εμφανιστεί απόμακρος στους ανθρώπους που τον γνωρίζουν και συνεργάζονται μαζί του. Έχει διατελέσει πρόεδρος του ΣΕΒ την περίοδο 1994 – 2000.
Ο κ. Ανδρέας Κανελλόπουλος «κρατάει» από επιχειρηματικό τζάκι και είναι από τους τελευταίους Έλληνες επιχειρηματίες που διατηρούν αναλλοίωτη στο χρόνο την κουλτούρα και τη συμπεριφορά που συνοδεύει τους «επιχειρηματίες με καταγωγή».
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ξεκινάει η ανοδική πορεία που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Η εταιρεία πραγματοποίησε πωλήσεις ύψους 1,5 δισ. ευρώ τη χρονιά που πέρασε, ενώ τα κέρδη της ανήλθαν σε 426 εκατ. ευρώ. Τόσο οι πωλήσεις όσο και τα κέρδη του 2007 εμφανίζονται οριακά μειωμένα σε σχέση με το 2006, κάτι που είχε να συμβεί από το 1993. Ωστόσο η μερισματική πολιτική της εταιρείας δεν πρόκειται να επηρεαστεί και θα μείνει η ίδια (στα 0,75 ευρώ ανά μετοχή).
Ο κ. Νίκος Κανελλόπουλος περιγράφεται στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Π. Δρανδάκη ως «Φύσις εξαιρετική, πεπροικισμένος με ακαταπόνητον δραστηριότητα, έδωκε ρωμαλέαν ώθησιν εις την ανάπτυξιν της παραγωγικής της χώρας ζωής, θεωρούμενος διά τούτο ο πατήρ της ελληνικής βιομηχανίας».
Το «Τσιμεντοποιείον Τιτάν» κατασκευάστηκε στην Ελευσίνα, επειδή υπήρχαν οι πρώτες ύλες για την παραγωγή τσιμέντου, καθώς και λιμάνι για τον εφοδιασμό άλλων πρώτων υλών και τη διακίνηση ή και την εξαγωγή του προϊόντος.
Σήμερα η Τιτάν έχει 11 μονάδες παραγωγής τσιμέντου, εκ των οποίων τέσσερις στην Ελλάδα, δύο στις ΗΠΑ (Βιρτζίνια και Φλόριντα), τρία στα Βαλκάνια (Βουλγαρία, Σερβία και FYROM) και δύο στη Μέση Ανατολή (Αίγυπτος), συνολικής ετήσιας παραγωγικής δυναμικότητας πάνω από 15 εκατομμύρια τόνους.
Διαθέτει επίσης επτά κέντρα διανομής τσιμέντου εκ των οποίων τα δύο βρίσκονται στις ΗΠΑ, δύο στην Αίγυπτο, και από ένα σε Ιταλία, Αγγλία και Γαλλία. Ακόμη διατηρεί 67 μονάδες έτοιμου σκυροδέματος, δέκα λατομεία και τρία ορυχεία, μία μονάδα παραγωγής κονιαμάτων (INTERMIX) και μία μονάδα παραγωγής επιτραπέζιας πορσελάνης (ΙΩΝΙΑ Α.Ε.).
Από την ίδρυσή της, η εταιρεία δοκίμασε τις δυνάμεις της σε αγορές του εξωτερικού, κατ΄ αρχήν στην Τουρκία και την Αίγυπτο, κατορθώνοντας παράλληλα να αναπτυχθεί τεχνολογικά ακολουθώντας μια αποτελεσματική επενδυτική πολιτική που της επέτρεψε να παραμείνει ανεξάρτητη από τις τράπεζες -κάτι που κάνει ακόμη και σήμερα σε μεγάλο βαθμό- και το κράτος σε όλη την περίοδο της ιστορίας της, σε αντίθεση με όλους τους άλλους ανταγωνιστές της.
Η πορεία της είναι άμεσα συνυφασμένη με τη γενικότερη πορεία της χώρας. Οι κρίσεις δεν απεφεύχθησαν, αλλά ξεπεράστηκαν πάντα.
Η κατανάλωση τσιμέντου το 1919 είχε περιοριστεί στο 1/10 της παραγωγής. Το 1925, όμως αφού προηγήθηκε η σύναψη ενυπόθηκου δανείου «δι΄ ομολογιών» 2,5 εκατ. δρχ. και η ηλεκτρική ενέργεια έδωσε τη θέση της στα λουριά και στις τροχαλίες που κινούσαν ως τότε τα μηχανήματα του εργοστασίου της Ελευσίνας, η παραγωγή έφθασε τις 23.300 τόνους.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ΄30 ο Τιτάνας άρχισε εξαγωγές στη Βραζιλία και αλλού. Με τσιμέντο Τιτάν, βάσει ειδικής ελβετικής πατέντας, στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα φτιάχτηκαν τότε τα Οχυρά Ρούπελ, συνολικού μήκους 4.251 μέτρων, με τοίχους πάχους 2,5 μέτρων, κατασκευασμένους από οπλισμένο σκυρόδεμα.
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος όμως δεν άργησε. Οι δραστηριότητες και οι επενδύσεις ανεστάλησαν, το εργοστάσιο επιτάχθηκε από τους ναζί και το τέλος του πολέμου βρήκε την εταιρεία σχεδόν κατεστραμμένη. Ήταν τόσες οι ζημιές, που η οικογένεια Κανελλόπουλου συζητούσε σοβαρά τη διάλυσή της. Η παραγωγή τσιμέντου το 1945 ήταν μόλις 14.000 τόνοι. Προκρίθηκε τελικά η αναδιοργάνωση, η «ανοικοδόμηση». Η κάλυψη των ολοένα και μεγαλύτερων αναγκών της ελληνικής αγοράς συνοδεύθηκε με εξαγωγές, κυρίως σε χώρες της Μέσης Ανατολής. Ο εκσυγχρονισμός κορυφώνεται στα μέσα της δεκαετίας του ΄50, όταν στη μονάδα της Ελευσίνας τοποθετήθηκαν -για πρώτη φορά στην Ελλάδα- ηλεκτροστατικά φίλτρα για την προστασία του περιβάλλοντος, στα πλαίσια μιας πολιτικής διαχείρισης του περιβάλλοντος που αρκετά χρόνια μετά θα κατέληγε σε υψηλές εθνικές και διεθνείς βραβεύσεις.
Το 1962 ιδρύθηκε εργοστάσιο στη Θεσσαλονίκη, το 1964 επεκτάθηκε η μονάδα της Ελευσίνας και το 1968, αφού μεσολάβησε συμφωνία συνεργασίας με αμερικανική τσιμεντοβιομηχανία, που κράτησε λίγα χρόνια, ιδρύθηκε μία ακόμη μονάδα -αυτή τη φορά στη γενέθλια γη, στο Νομό Αχαΐας. Το 1976 εγκαινιάζει στο Καμάρι του Νομού Βοιωτίας μία ακόμη - την πλέον σύγχρονη - βιομηχανία τσιμέντου.
Σε περιόδους κοινωνικών και πολιτικών εντάσεων, που ακολουθούν, παραμένει από τις λίγες μεγάλες βιομηχανίες που δεν κατηγορείται για χλιδή ή επιχειρηματικές υπερβολές. Εξοπλισμένη από την ίδρυσή της με κουλτούρα χαμηλού κόστους παραγωγής και λειτουργίας, χαμηλού προφίλ και σεβασμού των κοινωνικών δικαιωμάτων, υιοθετεί λελογισμένες αλλά καθοριστικές επενδυτικές κινήσεις, εγκαθιστά νεότερη τεχνολογία, συμπιέζει το κόστος λειτουργίας. Αυτή η «συνετή στρατηγική» δεν την εμποδίζει όμως να επεκτείνεται εξαγωγικά στις μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές, γεγονός που θα την φέρει αντιμέτωπη με το πανίσχυρο καρτέλ των μεγάλων παραγωγών που ελέγχουν τη ροή του τσιμέντου στην παγκόσμια αγορά.
Ανθίσταται με επιτυχία και δικαιώνεται τελικά από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο αναγνωρίζει ότι η εταιρεία Τιτάν, επιδεικνύοντας «τιτάνια» ελληνική υπερηφάνεια, δεν συνθηκολόγησε καν με το καρτέλ.
Όταν πριν από 106 χρόνια γεννήθηκε η τσιμεντοβιομηχανία Τιτάν ίσως κανείς δεν πίστευε ότι θα γιγαντωθεί και θα φτάσει σήμερα να είναι μία από τις μεγαλύτερες τσιμεντοβιομηχανίες της Ευρώπης και ίσως του κόσμου ολόκληρου.
Ο Τιτάνας στα χρόνια λειτουργίας του, έχει συνδέσει το όνομά του με την ελληνική οικονομία. Η τσιμεντοβιομηχανία Τιτάν είναι σήμερα αμιγώς ελληνική μεν, αλλά αυτό δεν την έχει αποτρέψει από το να γίνει μία σύγχρονη πολυεθνική επιχείρηση, βγαίνοντας από τα στενά τείχη της ελληνικής επικράτειας.
Είναι ίσως από τις ελάχιστες, αν όχι η μοναδική ελληνική επιχείρηση που έχει αναπτύξει έντονη δραστηριότητα στις ΗΠΑ, τη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο. Και μπορεί αυτή τη στιγμή να «πληρώνει» -χρηματιστηριακά κυρίως- τη διαφαινόμενη ύφεση στην αμερικάνικη οικονομία, αλλά αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση, πως η εκεί της παρουσία αποκτά μικρότερη βαρύτητα.
Στις 12 Μαΐου του 1902, ιδρύθηκε η πρώτη και πιθανότατα μοναδική μεγάλη ελληνική βιομηχανία, που έναν πλέον αιώνα μετά τη γέννησή της εξακολουθεί να ελέγχεται από την οικογένεια των δημιουργών της.
Ήταν Κυριακή, 12 Μαΐου του 1902, όταν ο Νικόλαος Κανελλόπουλος, πρωτότοκος γιος του σταφιδέμπορου και κτηματία από το Αίγιο Κανέλλου Κανελλόπουλου, μαζί με τον Αλ. Ζαχαρίου, τον Ν. Χατζηκυριάκο και τον Λ. Οικονομίδη δημιούργησαν την σημερινή εταιρεία Τιτάν.
Οι τρεις αυτοί άνθρωποι έμειναν στην οικονομική ιστορία του τόπου ως «Κύκλος της Ζυρίχης», γιατί στα τέλη του 19ου αιώνα είχαν σπουδάσει Χημεία στο Πολυτεχνείο της ελβετικής πόλης και δημιούργησαν μια πλειάδα βιομηχανιών.
Όταν επέτρεψαν στην Ελλάδα συνυπέγραψαν, στην Αθήνα, ένα εταιρικό συμφωνητικό -έβαλαν και 200.000 δρχ.- για τη σύσταση βιομηχανικής εταιρείας με αντικείμενο την παραγωγή τσιμέντου. Αυτή ήταν η αρχή. Στην Ελευσίνα πήρε σάρκα και οστά το όραμα για τη δημιουργία της εταιρείας. Το όνομά της «ΤΙΤΑΝ - ΚΥΚΛΩΨ». Ήταν η πρώτη ελληνική τσιμεντοβιομηχανία. Δέκα χρόνια αργότερα, από την ίδρυσή της, και συγκεκριμένα στις 22 Φεβρουαρίου του 1912, εισήλθε στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών.
Πρόεδρος της εταιρείας είναι σήμερα ο κ. Ανδρέας Κανελλόπουλος. Άνθρωπος χαμηλών τόνων, αλλά με έντονη προσωπικότητα έχει κρατήσει μακριά του τα φώτα της δημοσιότητας, αλλά ποτέ δεν έχει εμφανιστεί απόμακρος στους ανθρώπους που τον γνωρίζουν και συνεργάζονται μαζί του. Έχει διατελέσει πρόεδρος του ΣΕΒ την περίοδο 1994 – 2000.
Ο κ. Ανδρέας Κανελλόπουλος «κρατάει» από επιχειρηματικό τζάκι και είναι από τους τελευταίους Έλληνες επιχειρηματίες που διατηρούν αναλλοίωτη στο χρόνο την κουλτούρα και τη συμπεριφορά που συνοδεύει τους «επιχειρηματίες με καταγωγή».
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ξεκινάει η ανοδική πορεία που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Η εταιρεία πραγματοποίησε πωλήσεις ύψους 1,5 δισ. ευρώ τη χρονιά που πέρασε, ενώ τα κέρδη της ανήλθαν σε 426 εκατ. ευρώ. Τόσο οι πωλήσεις όσο και τα κέρδη του 2007 εμφανίζονται οριακά μειωμένα σε σχέση με το 2006, κάτι που είχε να συμβεί από το 1993. Ωστόσο η μερισματική πολιτική της εταιρείας δεν πρόκειται να επηρεαστεί και θα μείνει η ίδια (στα 0,75 ευρώ ανά μετοχή).
Ο κ. Νίκος Κανελλόπουλος περιγράφεται στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Π. Δρανδάκη ως «Φύσις εξαιρετική, πεπροικισμένος με ακαταπόνητον δραστηριότητα, έδωκε ρωμαλέαν ώθησιν εις την ανάπτυξιν της παραγωγικής της χώρας ζωής, θεωρούμενος διά τούτο ο πατήρ της ελληνικής βιομηχανίας».
Το «Τσιμεντοποιείον Τιτάν» κατασκευάστηκε στην Ελευσίνα, επειδή υπήρχαν οι πρώτες ύλες για την παραγωγή τσιμέντου, καθώς και λιμάνι για τον εφοδιασμό άλλων πρώτων υλών και τη διακίνηση ή και την εξαγωγή του προϊόντος.
Σήμερα η Τιτάν έχει 11 μονάδες παραγωγής τσιμέντου, εκ των οποίων τέσσερις στην Ελλάδα, δύο στις ΗΠΑ (Βιρτζίνια και Φλόριντα), τρία στα Βαλκάνια (Βουλγαρία, Σερβία και FYROM) και δύο στη Μέση Ανατολή (Αίγυπτος), συνολικής ετήσιας παραγωγικής δυναμικότητας πάνω από 15 εκατομμύρια τόνους.
Διαθέτει επίσης επτά κέντρα διανομής τσιμέντου εκ των οποίων τα δύο βρίσκονται στις ΗΠΑ, δύο στην Αίγυπτο, και από ένα σε Ιταλία, Αγγλία και Γαλλία. Ακόμη διατηρεί 67 μονάδες έτοιμου σκυροδέματος, δέκα λατομεία και τρία ορυχεία, μία μονάδα παραγωγής κονιαμάτων (INTERMIX) και μία μονάδα παραγωγής επιτραπέζιας πορσελάνης (ΙΩΝΙΑ Α.Ε.).
Από την ίδρυσή της, η εταιρεία δοκίμασε τις δυνάμεις της σε αγορές του εξωτερικού, κατ΄ αρχήν στην Τουρκία και την Αίγυπτο, κατορθώνοντας παράλληλα να αναπτυχθεί τεχνολογικά ακολουθώντας μια αποτελεσματική επενδυτική πολιτική που της επέτρεψε να παραμείνει ανεξάρτητη από τις τράπεζες -κάτι που κάνει ακόμη και σήμερα σε μεγάλο βαθμό- και το κράτος σε όλη την περίοδο της ιστορίας της, σε αντίθεση με όλους τους άλλους ανταγωνιστές της.
Η πορεία της είναι άμεσα συνυφασμένη με τη γενικότερη πορεία της χώρας. Οι κρίσεις δεν απεφεύχθησαν, αλλά ξεπεράστηκαν πάντα.
Η κατανάλωση τσιμέντου το 1919 είχε περιοριστεί στο 1/10 της παραγωγής. Το 1925, όμως αφού προηγήθηκε η σύναψη ενυπόθηκου δανείου «δι΄ ομολογιών» 2,5 εκατ. δρχ. και η ηλεκτρική ενέργεια έδωσε τη θέση της στα λουριά και στις τροχαλίες που κινούσαν ως τότε τα μηχανήματα του εργοστασίου της Ελευσίνας, η παραγωγή έφθασε τις 23.300 τόνους.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ΄30 ο Τιτάνας άρχισε εξαγωγές στη Βραζιλία και αλλού. Με τσιμέντο Τιτάν, βάσει ειδικής ελβετικής πατέντας, στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα φτιάχτηκαν τότε τα Οχυρά Ρούπελ, συνολικού μήκους 4.251 μέτρων, με τοίχους πάχους 2,5 μέτρων, κατασκευασμένους από οπλισμένο σκυρόδεμα.
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος όμως δεν άργησε. Οι δραστηριότητες και οι επενδύσεις ανεστάλησαν, το εργοστάσιο επιτάχθηκε από τους ναζί και το τέλος του πολέμου βρήκε την εταιρεία σχεδόν κατεστραμμένη. Ήταν τόσες οι ζημιές, που η οικογένεια Κανελλόπουλου συζητούσε σοβαρά τη διάλυσή της. Η παραγωγή τσιμέντου το 1945 ήταν μόλις 14.000 τόνοι. Προκρίθηκε τελικά η αναδιοργάνωση, η «ανοικοδόμηση». Η κάλυψη των ολοένα και μεγαλύτερων αναγκών της ελληνικής αγοράς συνοδεύθηκε με εξαγωγές, κυρίως σε χώρες της Μέσης Ανατολής. Ο εκσυγχρονισμός κορυφώνεται στα μέσα της δεκαετίας του ΄50, όταν στη μονάδα της Ελευσίνας τοποθετήθηκαν -για πρώτη φορά στην Ελλάδα- ηλεκτροστατικά φίλτρα για την προστασία του περιβάλλοντος, στα πλαίσια μιας πολιτικής διαχείρισης του περιβάλλοντος που αρκετά χρόνια μετά θα κατέληγε σε υψηλές εθνικές και διεθνείς βραβεύσεις.
Το 1962 ιδρύθηκε εργοστάσιο στη Θεσσαλονίκη, το 1964 επεκτάθηκε η μονάδα της Ελευσίνας και το 1968, αφού μεσολάβησε συμφωνία συνεργασίας με αμερικανική τσιμεντοβιομηχανία, που κράτησε λίγα χρόνια, ιδρύθηκε μία ακόμη μονάδα -αυτή τη φορά στη γενέθλια γη, στο Νομό Αχαΐας. Το 1976 εγκαινιάζει στο Καμάρι του Νομού Βοιωτίας μία ακόμη - την πλέον σύγχρονη - βιομηχανία τσιμέντου.
Σε περιόδους κοινωνικών και πολιτικών εντάσεων, που ακολουθούν, παραμένει από τις λίγες μεγάλες βιομηχανίες που δεν κατηγορείται για χλιδή ή επιχειρηματικές υπερβολές. Εξοπλισμένη από την ίδρυσή της με κουλτούρα χαμηλού κόστους παραγωγής και λειτουργίας, χαμηλού προφίλ και σεβασμού των κοινωνικών δικαιωμάτων, υιοθετεί λελογισμένες αλλά καθοριστικές επενδυτικές κινήσεις, εγκαθιστά νεότερη τεχνολογία, συμπιέζει το κόστος λειτουργίας. Αυτή η «συνετή στρατηγική» δεν την εμποδίζει όμως να επεκτείνεται εξαγωγικά στις μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές, γεγονός που θα την φέρει αντιμέτωπη με το πανίσχυρο καρτέλ των μεγάλων παραγωγών που ελέγχουν τη ροή του τσιμέντου στην παγκόσμια αγορά.
Ανθίσταται με επιτυχία και δικαιώνεται τελικά από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο αναγνωρίζει ότι η εταιρεία Τιτάν, επιδεικνύοντας «τιτάνια» ελληνική υπερηφάνεια, δεν συνθηκολόγησε καν με το καρτέλ.