Πλασματική μείωση κατά 25% στο αποτύπωμα CO2 της Ελλάδας - Σοβαρή ήττα για την εγχώρια βιομηχανία

Δευτέρα, 29-Δεκ-2025 08:00

Η Deutsche Bank προειδοποιεί για φούσκα στις αγορές εκπομπών άνθρακα

Του Χάρη Φλουδόπουλου

Σημαντική –και εκ πρώτης όψεως θετική– μείωση κατά 25% κατέγραψε το ανθρακικό αποτύπωμα της ηλεκτροπαραγωγής στην Ελλάδα, εξέλιξη που αποτυπώνεται στις επικαιροποιημένες κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αντιστάθμιση του έμμεσου κόστους CO₂ στο πλαίσιο του ETS για την περίοδο 2026-2030. Ωστόσο, πίσω από τη βελτίωση των δεικτών, η εγχώρια βιομηχανία βλέπει πλέον καθαρά τον "λογαριασμό": μικρότερα ποσά αντιστάθμισης, απώλειες δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ και περαιτέρω επιδείνωση της ανταγωνιστικότητάς της σε μια περίοδο που το ενεργειακό κόστος παραμένει υψηλό.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Επιτροπής, ο συντελεστής εκπομπών της Ελλάδας μειώθηκε από 0,73 τόνους CO₂ ανά MWh στην προηγούμενη περίοδο σε 0,58 τόνους CO₂/MWh για το 2026-2030, δηλαδή κατά 25%. Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες μειώσεις στην Ευρώπη, καθώς μόλις τρεις χώρες εμφάνισαν αντίστοιχης κλίμακας πτώση, την ώρα που στις περισσότερες αγορές οι δείκτες είτε αυξήθηκαν οριακά είτε υποχώρησαν ελάχιστα.

Η εξέλιξη αυτή δεν είναι τυχαία. Αποδίδεται κυρίως στην ταχεία απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων και στη μετατόπιση του ενεργειακού μίγματος προς το φυσικό αέριο και τις ΑΠΕ, που πράγματι περιόρισαν τις εκπομπές της ηλεκτροπαραγωγής. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο ενσωματώνεται αυτή η μείωση στον υπολογισμό της αντιστάθμισης του έμμεσου κόστους CO₂ μετατρέπεται σε μπούμερανγκ για τη βιομηχανία.

Μικρότερη αντιστάθμιση, μεγαλύτερο κόστος

Η αντιστάθμιση του έμμεσου κόστους CO₂ –δηλαδή του κόστους που μετακυλίεται στις τιμές ρεύματος λόγω ETS– υπολογίζεται με βάση τον εθνικό συντελεστή εκπομπών. Όσο χαμηλότερο είναι το αποτύπωμα μιας χώρας, τόσο μικρότερο θεωρείται το "δικαιολογημένο" κόστος CO₂ που ενσωματώνεται στο ρεύμα και, άρα, τόσο χαμηλότερη είναι η ενίσχυση προς τις ενεργοβόρες βιομηχανίες.

Με απλά λόγια, η Ελλάδα "τιμωρείται" για την ταχύτερη απανθρακοποίηση του συστήματός της. Εκτιμήσεις της αγοράς κάνουν λόγο για συνολική απώλεια που μπορεί να φτάσει ή ακόμη και να ξεπεράσει τα 50 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση, ποσό ιδιαίτερα κρίσιμο για κλάδους όπως τα μέταλλα, τα χημικά, το τσιμέντο και τα διυλιστήρια, σε μια περίοδο όπου η διεθνής ανταγωνιστικότητα πιέζεται από πολλαπλά μέτωπα.

Η "παράδοξη" σύγκριση με Βουλγαρία και Ρουμανία

Ιδιαίτερο προβληματισμό προκαλεί το γεγονός ότι, παρά τη στενή ηλεκτρική διασύνδεση της Ελλάδας με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, οι δύο αυτές χώρες διατηρούν εξαιρετικά υψηλούς συντελεστές εκπομπών, στο 0,91 και 0,96 tCO₂/MWh αντίστοιχα. Η Γερμανία, για παράδειγμα, παραμένει στο 0,73, ενώ άλλες μεγάλες οικονομίες της ΕΕ κινούνται χαμηλότερα.

Όπως επισημαίνουν πηγές της βιομηχανίας, είχαν κατατεθεί στο αρμόδιο υπουργείο δύο αναλυτικές μελέτες που τεκμηρίωναν ότι, λόγω της σύγκλισης των αγορών και των διασυνδέσεων, θα μπορούσε να διεκδικηθεί διαφορετικός –περιφερειακός ή αγοραστικός– υπολογισμός του συντελεστή CO₂, ο οποίος δεν θα επιβάρυνε δυσανάλογα την ελληνική παραγωγή. Το αν και σε ποιο βαθμό υπήρξε ουσιαστική παρέμβαση από την πλευρά της κυβέρνησης παραμένει ασαφές· το αποτέλεσμα, πάντως, είναι πλέον μετρήσιμο και αρνητικό για τη βιομηχανία.

Μερικές "ανάσες" από τις νέες κατευθυντήριες

Στον αντίποδα, οι επικαιροποιημένες κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής περιλαμβάνουν και ορισμένα θετικά στοιχεία. Πρώτον, η μείωση του συντελεστή CO₂ για την Ελλάδα θα εφαρμοστεί σταδιακά, σε γραμμική βάση έως το 2030, περιορίζοντας εν μέρει το σοκ για τις επιχειρήσεις. Δεύτερον, η ένταση ενίσχυσης για τους ήδη επιλέξιμους κλάδους αυξάνεται από 75% σε 80% του έμμεσου κόστους, κίνηση που αναγνωρίζει τον αυξημένο κίνδυνο διαρροής άνθρακα λόγω των υψηλών τιμών ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη.

Παράλληλα, επεκτείνεται ο κατάλογος των επιλέξιμων τομέων, ενώ δίνεται στα κράτη-μέλη η δυνατότητα να προσθέτουν επιπλέον κλάδους, εφόσον τεκμηριώνεται πραγματικός κίνδυνος διαρροής άνθρακα. Ωστόσο, τα "αντίβαρα" αυτά δύσκολα αρκούν για να αντισταθμίσουν τη δομική απώλεια που προκαλεί ο χαμηλότερος εθνικός συντελεστής εκπομπών.

Σε αναμονή πολιτικών αποφάσεων

Το ζήτημα αποκτά ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα αν συνδυαστεί με το γεγονός ότι η ελληνική βιομηχανία εξακολουθεί να περιμένει συγκεκριμένα και μόνιμα μέτρα για το ενεργειακό κόστος, τα οποία έχουν εξαγγελθεί αλλά δεν έχουν ακόμη υλοποιηθεί. Σε ένα περιβάλλον όπου οι ανταγωνιστές εντός και εκτός ΕΕ αξιοποιούν φθηνότερη ενέργεια και πιο γενναιόδωρα σχήματα στήριξης, η απώλεια δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ από την αντιστάθμιση CO₂ δεν είναι απλώς λογιστική. Είναι στρατηγική.

Η μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος αποτελεί αναμφίβολα επιτυχία για την ενεργειακή μετάβαση. Το ερώτημα, όμως, που τίθεται πλέον με ένταση είναι αν η Ελλάδα κατάφερε –ή αν επιχείρησε επαρκώς– να θωρακίσει τη βιομηχανία της από τις παράπλευρες απώλειες αυτής της μετάβασης. Οι αριθμοί των νέων κατευθυντήριων γραμμών δείχνουν ότι, προς το παρόν, το τίμημα είναι βαρύ.