Βιομηχανία κοτόπουλου - Από το Σχέδιο Μάρσαλ στο σήμερα: Πώς η Ελλάδα απέκτησε παραγωγική επάρκεια

Κυριακή, 22-Δεκ-2024 08:16

Βιομηχανία κοτόπουλου - Από το Σχέδιο Μάρσαλ στο σήμερα: Πώς η Ελλάδα απέκτησε παραγωγική επάρκεια

του Γιώργου Λαμπίρη

Το 1956 ήρθαν τέσσερις Αμερικανοί στην Ελλάδα από το Κεντάκι στην Ήπειρο, μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ. Εκπαίδευσαν 7 αγρότες της περιοχής, πώς να εκτρέφουν κοτόπουλα. Το 1962 επισήμως δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε ο Συνεταιρισμός της Πίνδου, χωρίς μέχρι σήμερα να έχει λάβει ένα ευρώ επιδότηση. Καθοριστική ημερομηνία ήταν το 1970, όταν ο υπάλληλος του Συνεταιρισμού, Θεόδωρος Νιτσιάκος, γεωπόνος, πραγματοποίησε το μεταπτυχιακό του στην Ολλανδία. Επιστρέφοντας, δημιούργησε τη δική του εταιρεία. Έτσι ο συνεταιριστικός και ιδιωτικός παράγοντας αναπτύχθηκαν παράλληλα. 

Σήμερα η ελληνική παραγωγή κοτόπουλου καλύπτει περίπου το 95% της εγχώριας ζήτησης, σε αντίθεση με άλλους κλάδους παραγωγής κρέατος όπως το χοιρινό και το μοσχάρι, οι οποίοι είναι έντονα ελλειμματικοί, όπως επισημαίνει σχετικά ο Δημήτρης Σκάλκος, Αναπληρωτής Καθηγητής, Διοίκησης Καινοτομίας στις Επιχειρήσεις Τροφίμων στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. 

Όπως αναφέρει ο γενικός διευθυντής του Αγροτικού Πτηνοτροφικού Συνεταιρισμού Πίνδος, Λάζαρος Τσακανίκας, "καθοριστικός ήταν ο ρόλος της καθετοποίησης της παραγωγής. Στον κλάδο δραστηριοποιούνται πέντε μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες βασίζονται στην πρωτογενή παραγωγή και ταυτόχρονα αναπτύσσουν τη μεταποίηση, σε άμεση συνεργασία με τους πτηνοτρόφους. Η συγκρότηση του κλάδου είναι τέτοια, ώστε να μην υπάρχουν μεμονωμένοι παραγωγοί όπως συμβαίνει σε άλλα είδη κρέατος π.χ. το πρόβειο, αλλά λειτουργούμε συνολικά. Ταυτόχρονα, ως κλάδος επιδιώξαμε την ανάπτυξη της πτηνοτροφίας και πορευθήκαμε μαζί με τους παραγωγούς. Μάλιστα, εμείς ως διοίκηση του Συνεταιρισμού είμαστε παραγωγοί για περίπου τέσσερις δεκαετίες και γνωρίζουμε όλο το φάσμα της αγοράς από τον πρωτογενή τομέα έως το ράφι". 

Αυτή τη στιγμή, ο Πτηνοτροφικός Συνεταιρισμός Πίνδος διατηρεί το 35% της ελληνικής αγοράς κοτόπουλου, ενώ το 31% της ελληνικής αγοράς το διατηρεί ο Νιτσιάκος. 

Tην τελευταία πενταετία αυξήθηκαν κατά 10% οι πωλήσεις κοτόπουλου στην Ελλάδα και σε ετήσια βάση ο κλάδος αναπτύσσεται σε τζίρο με περίπου 2%-3%. Σε ό,τι αφορά την κατανάλωση σε κιλά, πριν από 10 χρόνια οι Έλληνες κατανάλωναν 16 κιλά κατά κεφαλήν και σήμερα ως χώρα έχουμε ξεπεράσει τα 25 κιλά σε ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση. 

Το 2023 καταγράφηκε αύξηση στην παραγωγή και κατανάλωση κοτόπουλου στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση σε σχέση με άλλα είδη κρέατος όπως το βοδινό, το πρόβειο και το χοιρινό κρέας, τα οποία είχαν πτωτική πορεία. Η συνολική παραγωγή πέρυσι στη χώρα μας σύμφωνα με στοιχεία της ICAP CRIF ανήλθε στους 275.000 τόνους. Ο κύκλος εργασιών του κλάδου στη χώρα ξεπερνάει τα 1,2 δισεκατομμύρια ευρώ.

Συνθήκη του Μάαστριχτ: Η ανατροπή

Καθοριστική για την πορεία του κλάδου ήταν η Συνθήκη του Μάαστριχτ, η οποία ανέτρεψε ριζικά τα δεδομένα για την ελληνική πτηνοτροφία. Όπως επισημαίνει ο πρόεδρος της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Πτηνοτροφίας Ελλάδος, Θάνος Αγγελάκης, "η Συνθήκη του Μάαστριχτ είχε ανατρεπτικές και ταυτόχρονα καταστροφικές συνέπειες για τον κλάδο, καθότι διέκοψαν τη λειτουργία τους εταιρείες όπως οι Βοκτάς, Μιμίκος (εξαγοράστηκε στη συνέχεια από την οικογένεια Φιλίππου), Synco Α.Ε. και αρκετές ακόμη. Οι ξένες επιχειρήσεις με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, εισέρχονταν και πωλούσαν τα προϊόντα τους στην Ελλάδα, σε τιμές πολύ πιο χαμηλές από εκείνες των ελληνικών. Η χώρα μας εκείνη την περίοδο δεν ήταν ανταγωνιστική στον τομέα του κρέατος. Τα χοιρινά είχαν πολύ μεγάλη συμμετοχή στην επάρκεια της χώρας, ωστόσο οι επιχειρήσεις του κλάδου δεν μπόρεσαν να παραμείνουν ανταγωνιστικές, καθότι η διάρκεια ζωής τους είναι δύο και τρεις εβδομάδες, γεγονός που έδινε τη δυνατότητα σε χονδρεμπόρους και σούπερ-μάρκετ του εξωτερικού να εισάγουν ποσότητες χοιρινού στην Ελλάδα σε χαμηλές τιμές. Κάτι αντίστοιχο προσπάθησαν να κάνουν και στην περίπτωση του κοτόπουλου, εισάγοντας ποσότητες σε χαμηλότερες τιμές. Ωστόσο δεν τα κατάφεραν, διότι η διάρκεια ζωής του είναι μόλις μία εβδομάδα. Έτσι, το μερίδιο κάλυψης της ελληνικής παραγωγής χοιρινού στην Ελλάδα μειώθηκε στο 35%, ενώ σε ό,τι αφορά το κοτόπουλο οι επιχειρήσεις του κλάδου οργανώθηκαν, προχώρησαν σε επενδύσεις και άρχισαν σταδιακά να αναπτύσσονται, καλύπτοντας σήμερα το σύνολο της ζήτησης στην εγχώρια αγορά". 

Καθοριστικό για την πτηνοτροφία της χώρας, σύμφωνα με τον κ. Αγγελάκη, ήταν το γεγονός ότι οι επιχειρηματίες του κλάδου ήταν ταυτόχρονα πτηνοτρόφοι και βιομήχανοι, γνωρίζοντας όλες τις παραμέτρους της εφοδιαστικής αλυσίδας, γεγονός που τους έδωσε τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν όλες τις προκλήσεις της αγοράς.

Ταυτόχρονα οι ελληνικές επιχειρήσεις εξάγουν ποσότητες σε μεγάλες παραγωγικές χώρες όπως η Ιταλία, όπου διαθέτουν κοτόπουλα η Πίνδος, η Νιτσιάκος και η Αμβροσιάδης. Επίσης, είναι σε θέση να ανταγωνιστούν τις τιμές εισαγόμενου κοτόπουλου από τη Γαλλία, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία.

Οι βασικοί παίκτες

Εξετάζοντας τις επιμέρους οικονομικές επιδόσεις των επιχειρήσεων του κλάδου, η Νιτσιάκος το 2023 είχε κύκλο εργασιών που ανήλθε στα 501,58 εκατ. ευρώ, έναντι 488,32 εκατ. ευρώ το 2022. Τα αποτελέσματα προ φόρων διαμορφώθηκαν σε κέρδη ύψους 23,68 εκατ. ευρώ από 16,06 εκατ. ευρώ στην αμέσως προηγούμενη χρήση, σημειώνοντας αύξηση κατά 7,49%.

Ο κύκλος εργασιών για την Πίνδο το 2023 ήταν 356,5 εκατ. ευρώ με αύξηση 5,5%, EBITDA στα 16,73 εκατ. ευρώ, τα καθαρά κέρδη προ φόρων ήταν στα επίπεδα των 7,17 εκατ. ευρώ και ο δανεισμός στα 54 εκατ. ευρώ. 

Η Αμβροσιάδης πέρυσι είχε κύκλο εργασιών 179,27 εκατομμυρίων ευρώ, από 165,92 εκατομμύρια ευρώ το 2022, με κέρδη προ φόρων 8,84 εκατομμύρια από 1,58 εκατομμύρια ευρώ αντίστοιχα. 

Η Αγγελάκης κατέγραψε ανάπτυξη 14,3% το 2023 σε σχέση με το 2022, με τον κύκλο εργασιών να ανέρχεται στα 42,99 εκατομμύρια ευρώ και το 2024 η πορεία του θα είναι περαιτέρω ανοδική στα επίπεδα του 8%. Σύμφωνα με τον κύριο Αγγελάκη, τα έτη 2025, 2026 και 2027 προβλέπεται μέση ετήσια ανάπτυξη μεταξύ 20%-25%, προερχόμενη από τις επενδύσεις που πραγματοποιεί η επιχείρηση. Ειδικότερα, οι επενδύσεις που υλοποιούνται είναι ύψους 25 εκατ. ευρώ. Ξεκίνησαν το 2023 και ολοκληρώνονται το 2025 και θα κατασκευαστούν νέο πτηνοσφαγείο, εργοστάσιο ζωοτροφών, κτηνοτροφικοί θάλαμοι, προψημένα, μονάδα εκτροφής πατρογονικών πτηνών.