Μήνυμα των ξένων επενδυτών δια στόματος Prem Watsa
Τετάρτη, 19-Απρ-2017 08:06
Της Νένας Μαλλιάρα
Με το ενδιαφέρον στραμμένο στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης ύστερα από μία ακόμη μακρά καθυστέρηση, και κυρίως με την προσδοκία της υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων, παρακολουθούν οι ξένοι επενδυτές τις εξελίξεις στην Ελλάδα.
Μηνύματα για τις προσδοκίες και τις προθέσεις των ξένων επενδυτών αναμένεται να έλθουν την εβδομάδα αυτή από τον μεγαλομέτοχο της Eurobank, Prem Watsa, στην ετήσια γενική συνέλευση της Fairfax στο Τορόντο του Καναδά στις 21 Απριλίου. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο επικεφαλής της Fairfax αναμένεται να βρεθεί και στην Αθήνα, προσκεκλημένος του ΣΕΒ, στα τέλη Μαίου.
Η τελευταία επίσκεψη του Prem Watsa στην Αθήνα, οπότε είχε συναντηθεί με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και κορυφαίους υπουργούς της κυβέρνησης, ήταν τον Ιανουάριο του 2016, αμέσως μετά την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών. Τότε, ο μεγαλοεπενδυτής της Eurobank είχε αναφέρει ότι η Fairfax διακρίνει σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες στην Ελλάδα, με δεδομένο ότι οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις θα εφαρμόζονται με συνέπεια και μέσα σε ένα περιβάλλον κοινωνικής και οικονομικής σταθερότητας. "Είμαστε μακροπρόθεσμοι επενδυτές αξίας, με ισχυρή πίστη στις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας και στις ικανότητες του ανθρώπινου δυναμικού της", είχε τονίσει χαρακτηριστικά ο επικεφαλής της Fairfax.
Σημειώνεται ότι πέραν της Eurobank, η Fairfax έχει πραγματοποιήσει μεγάλες επενδύσεις στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, έχοντας εξαγοράσει την Grivalia Properties (πρώην Eurobank Properties), την Praktiker Hellas, το 80% της Eurolife Ασφαλιστικής, ενώ κατέχει σημαντικά ποσοστά στον όμιλο Μυτηλιναίου, στη Jumbo και στη Σαράντης. Υπενθυμίζεται ότι όταν τo 2015, η Fairfax συμπλήρωσε 30 χρόνια λειτουργίας της, τα οποία γιόρτασε στην Ελλάδα, ο κ. Watsa είχε κάνει λόγο για ορατούς κινδύνους στις αγορές, ενώ για την Ελλάδα είχε υποστηρίξει πως "θα έρθει η ώρα για κέρδη".
Τα κέρδη αυτά στα οποία προσβλέπουν όλοι οι ξένοι επενδυτές, έχουν ως προϋπόθεση την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων και των ιδιωτικοποιήσεων. Μέσω αυτών θα προσελκυσθούν οι απαραίτητες ξένες επενδύσεις που είναι ο μόνος δρόμος για να βγει η χώρα από την ύφεση και να εισέλθει σε σταθερή αναπτυξιακή τροχιά.
Σημειώνεται ότι οι εισροές ξένων άμεσων επενδύσεων (ΞΑΕ) στην Ελλάδα υπολείπονται σημαντικά ως ποσοστό του ΑΕΠ συγκριτικά με άλλες ανταγωνίστριες χώρες, την ΕΕ-28 και τη ζώνη του ευρώ, ενώ είναι διαχρονικά πολύ χαμηλές. Την περίοδο από την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ έως την έναρξη της παγκόσμιας κρίσης το 2008, οι εισροές ΞΑΕ ανήλθαν σε περίπου 15 δισ. ευρώ σωρευτικά, ή 0,9% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο ετησίως. Κατόπιν, σχεδόν υποτριπλασιάστηκαν σε περίπου 4,5 δισ. ευρώ σωρευτικά την περίοδο της κρίσης, ή 0,5% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο ετησίως, ενώ έκτοτε βελτιώθηκαν μόνο ελαφρά.
Όπως καταγράφεται στην Ετήσια Έκθεση της ΤτΕ για το 2016, την τετραετία (2013-2016) τόσο οι μετοχικές ξένες άμεσες επενδύσεις (ΞΑΕ), όσο και αυτές με τη μορφή εξαγορών και συγχωνεύσεων παρέμειναν υποτονικές, εξέλιξη που μερικώς συνδέεται με την αυξημένη πολιτικοοικονομική αβεβαιότητα και τις καθυστερήσεις στο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων. Το ποσοστό απόδοσης των ΞΑΕ στην Ελλάδα παραμένει αρνητικό, μολονότι η καταγραφή μικρότερων ζημιών στους ισολογισμούς των εταιριών που είναι αποδέκτες ΞΑΕ αποτελεί θετική εξέλιξη.
Η Ελλάδα υστερεί σε πρωτογενείς (greenfield) ΞΑΕ έναντι άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ισοζυγίου πληρωμών, οι ΞΑΕ για ίδρυση νέου υποκαταστήματος ήταν μόλις 194 εκατ. ευρώ την περίοδο 2001-2008 (1% των συνολικών εισροών ΞΑΕ) και 178 εκατ. ευρώ την περίοδο 2009-2012 (4%), ενώ παρατηρήθηκε αποεπένδυση ύψους 585 εκατ. ευρώ (-8%) την περίοδο 2013-2015.
Προκειμένου να υπάρξει αντιστροφή της τάσης αυτής και να ενισχυθεί η πολύτιμη για την έξοδο από την κρίση εισροή άμεσων ξένων επενδύσεων, τραπεζικοί και επιχειρηματικοί παράγοντες έχουν επανειλημμένως τονίσει την ανάγκη χάραξης εθνικής στρατηγικής για τη δημιουργία ενός σταθερού και φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, το οποίο θα παρέχει τα κατάλληλα επενδυτικά κίνητρα και θα μειώνει τον επενδυτικό κίνδυνο.