Αχιλλέας Παπακώστας: Τα έργα στην αυλή, στο φως
Πέμπτη, 27-Νοε-2025 08:00
Συνέντευξη στον Αντώνη Κυριαζάνο
Είχα πρωτοδεί τα έργα του Αχιλλέα Παπακώστα στην αίθουσα τέχνης του Ιδρύματος "Η Άλλη Αρκαδία", όπου στεγάζεται και παρουσιάζεται η συλλογή του Σωτήρη Φέλιου. Η έκθεση ήταν κάτι σαν σύνοψη της μέχρι τότε πορείας του. Στα πρώτα του βήματα καλή παραστατική ζωγραφική, και μετά, από έργο σε έργο, αφαιρετική ζωγραφική σε δυνατές συνθέσεις που είχε κερδίσει τον θαυμασμό των φιλότεχνων. Έψαχνα να τον συναντήσω για μια συζήτηση μαζί του και η αφορμή μού δόθηκε τώρα, στην έκθεση που κάνει στην γκαλερί Ζουμπουλάκη (μέχρι τις 6/12). Συναντηθήκαμε στο ημίφως του ατελιέ του, κατάμεστου με τελάρα, και ανάμεσα στα έργα του, στα σκίτσα του και στη γάτα του, όλα μαλακά φωτισμένα από το αδύναμο φως της αυλής. Κάναμε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση, και ιδού μερικά, τα πιο ενδιαφέροντα σε σχέση με την έκθεση, σπαράγματα.
Πώς έφτασες, λοιπόν, σ’ αυτή την αφαιρετική ζωγραφική, εσύ, μαθητής του Τέτση...
Όλα ξεκίνησαν από το Παρίσι, όπου είχα πάει με υποτροφία του Ιδρύματος Ωνάση και επειδή δεν είχα στη διάθεσή μου μοντέλα να ζωγραφίσω. Στην αρχή έκανα αυτοπροσωπογραφίες, αλλά γρήγορα πέρασα σε αφαιρετικά θέματα, και αυτά έδειξα στη διπλωματική μου εκεί. Ανακάλυψα ότι διέθετα αυτή τη δυναμική, να φτιάχνω εικόνες στο μυαλό μου χωρίς να χρειάζεται να δω κάτι υπαρκτό, ορατό, πραγματικό.
Και πώς θα χαρακτήριζες αυτό που μας δείχνεις στους πίνακές σου; Προσωπικά, θα έλεγα ότι είναι τοπία.
Όχι, δεν θα τα χαρακτήριζα ως τοπία, θα έλεγα ότι είναι φανταστικοί χώροι, κατασκευασμένοι, που έρχονται σε αντιπαράθεση με τον φυσικό μας χώρο, αυτόν που ζούμε όταν κατοικούμε σε μια πόλη και μας πνίγει. Και μας κάνει να λέμε "θέλω να βγω έξω να πάρω λίγο αέρα". Οι πίνακές μου είναι αυτό το "έξω".
Η δική σου σχέση με τη φύση ποια είναι;
Μια σχέση ελευθερίας, θα έλεγα. Η γυναίκα μου είναι από την Άρτα και στα ταξίδια μας εκεί μου δίνεται η ευκαιρία να βγω στη φύση. Αλλά και πάλι, είμαι συνέχεια μέσα σε εκκλησίες. Προφανώς και παρακολουθώ τις εκθέσεις και τα μουσεία, αλλά αστείρευτη πηγή έμπνευσης για μένα είναι οι παλιές εκκλησίες. Και η Άρτα, ως παλιό Δεσποτάτο, έχει πολλές. Κάθε φορά που εντοπίζω μία, βάζω μια πινέζα στον χάρτη και την ψάχνω.
Και τι ακριβώς βρίσκεις εκεί, τι σε εμπνέει;
Κυρίως οι τοιχογραφίες τους και αυτό το αίσθημα ότι η ζωγραφική αναδύεται μέσα από τον τοίχο, είναι σαν το χρώμα να έχει εμποτιστεί εντός του και να μας αποκαλύπτεται σιγά-σιγά, να εκπέμπεται σιωπηλά προς τα έξω, ερχόμενο σ’ εμάς. Το ίδιο βρίσκω και στην αιγυπτιακή τέχνη, όπου και εδώ τα εσώγλυφα μοιάζει να εκπέμπονται. Όπως και στην ασιατική τέχνη, στα μεταξωτά υφάσματα, στα δικά μας υφαντά, στη λαϊκή τέχνη. Όλα αυτά τα αγαπώ και τα σπουδάζω, επειδή υπάρχει η αίσθηση της εσωτερικής ζωγραφικής, που έρχεται, όπως σου είπα, από μέσα προς τα έξω, καθώς η επιφάνεια μαζί με το φερόμενο υλικό ταυτίζονται, γίνονται πλέον ένα και είναι αυτό.
Προσπαθείς να ζωγραφίσεις έτσι;
Αυτό για μένα είναι μια πρόκληση και ένα μάθημα που προσπαθώ να μεταφέρω στη ζωγραφική μου. Όχι για να μιμηθώ. Αλλά για να αποπνέει και η ζωγραφική μου αυτή την αίσθηση, αυτή τη φορά από μέσα προς τα έξω. Είναι μια διάθεση να μεταπηδήσω από τη ζωγραφική του τελάρου σ’ αυτή τη ζωγραφική, η οποία μου αποκαλύπτεται με άλλον τρόπο. Και κυρίως με άλλο κίνητρο. Αυτό είναι για μένα και το πιο σημαντικό. Το άλλο κίνητρο. Τώρα, με αυτά που κάνω, αναρωτιέμαι για ποιον λόγο ζωγραφίζω.
Αλλά αυτή η ερώτηση δεν θα πρέπει να τίθεται. Παραλύεις.
Για τον ζωγράφο, όμως, είναι πολύ σημαντική αυτή η ερώτηση. Καθορίζει το έργο.
Εμάς, ωστόσο, τους θεατές, δεν μας απασχολεί αυτή η ερώτηση. Εισπράττουμε μόνο το έργο.
Μπορεί. Αλλά ο επαρκής φιλότεχνος καταλαβαίνει τη διαφορά κινήτρου. Η αλήθεια είναι ότι καθένας μας ζωγραφίζει για διαφορετικούς λόγους και ένας από αυτούς μπορεί να είναι καθαρά επαγγελματικός, ως επαγγελματίας τεχνίτης ας πούμε. Κι αυτό, αν ξέρεις να βλέπεις, φαίνεται.
Αυτό είναι αλήθεια. Από πίνακα σε πίνακα νιώθεις το κενό, καταλαβαίνεις πότε ένα έργο γίνεται από εσωτερική ανάγκη και πότε γίνεται μηχανικά, ως βουβή κατασκευή.
Γι’ αυτό και λένε ότι, από τα έργα μιας έκθεσης, το πραγματικό έργο είναι αυτό που παίρνουμε μαζί μας όταν έχουμε φύγει πια. Και αυτό που μένει στον θεατή είναι ο ίδιος ο ζωγράφος, αυτό που έχει μέσα του. Και κυρίως κατά πόσο έχει καλή πρόθεση, που είναι μια χειρονομία προσφοράς.
Και αυτή ακριβώς η προσφορά είναι που μας συνδέει κυρίως με τους άλλους. Εσύ πώς το αντιλαμβάνεσαι αυτό στο έργο σου;
Από αυτό που νιώθω για μένα, μέσα από ένα έργο μου. Θέλω να μου "κάνει" κάτι. Να με μεταφέρει κάπου αλλού και να μη με αφήνει εδώ που είμαι, στην ανθρωπίλα μου. Αναζητώ κάτι άλλο, κάτι που το έχουμε όλοι μέσα μας και το ψάχνουμε συνεχώς. Αυτή τη δυνατότητα της ζωγραφικής θέλω να αναδείξω.
Φιλοτεχνώντας ένα έργο, νιώθεις ότι το έχει κατακτήσει αυτό, ότι υπάρχει μέσα στον πίνακά σου;
Ναι. Και αν δεν το διακρίνω μέσα στο έργο, δεν δείχνω τον πίνακα. Αν δεν είναι καλό για μένα, δεν θα είναι καλό και για τους άλλους. Αν όμως "το έχω", δεν μπορώ και να το αφήσω. Είναι σαν να έχω περάσει πλέον τον Ρουβίκωνα. Είναι μια διαδικασία χωρίς επιστροφή, είμαι δέσμιος πια του έργου και χαίρομαι πολύ γι’ αυτό. Μερικές φορές με ενοχλεί αυτή η δέσμευση, αλλά το έργο με διεκδικεί, με θέλει δικό του.
Ο Πικάσο είχε πει ότι ποτέ δεν ζωγράφισε τον πίνακα που ήθελε. Ξεκινούσε πάντα με μια ιδέα που μετά τον πήγαινε κάπου αλλού. Εσύ πώς φτάνεις στο τελικό έργο, όντας αφαιρετικό και σχεδόν ακαθόριστο;
Όταν ξεκινάω ένα έργο, δεν έχω κάτι στο μυαλό μου. Φτιάχνω δύο-τρία πράγματα και σιγά-σιγά εμφανίζεται το θέμα και μαζί με το θέμα αρχίζει και αναδύεται και ο λόγος της ύπαρξής του. Μετά το προχωράω όλο και πιο πολύ προς αυτή την κατεύθυνση, μέχρι που θα νιώσω ότι έχει ολοκληρωθεί. Με οδηγεί το ίδιο το έργο, γι’ αυτό κι εγώ πρέπει να είμαι συνεχώς "εκεί" ‒ κι αυτό απαιτεί πειθαρχία.
Τα χρώματά σου συνυπάρχουν θαρρετά χωρίς περιορισμούς, σχεδόν χωρίς κανόνες. Και είναι έντονα.
Ίσως επειδή ζωγραφίζω στο ημίφως. Γι’ αυτό και έχω υψηλούς χρωματικούς τόνους στους πίνακές μου. Και για να δω τα έργα μου, τα βγάζω στην αυλή, στο φως, τότε βλέπω κι εγώ για πρώτη φορά τα χρώματά τους. Στο φυσικό φως.
Ο τίτλος της έκθεσής σου, "Ιδανική συνθήκη", τι ακριβώς εννοεί;
Αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία προετοιμάζω τα χρώματά μου, μεταφορικά και πρακτικά, αλλά και στο πώς τελειώνει το έργο, αν περιέχει κάποια κλειδιά για να οργανωθεί η σύνθεση. Αν όλα αυτά πετύχουν, το έργο έχει τελειώσει. Δεν είναι λοιπόν ζήτημα θέματος, αλλά ζήτημα οργάνωσης, κάποιοι όροι που πρέπει να λειτουργήσουν για να μη μείνει το έργο μετέωρο και ατελές.
Σε κάποια έργα σου υπάρχουν μεγάλες επιφάνειες άδειες, υπάρχει ένα κενό. Δεν σε φοβίζει;
Το παλεύω ώστε σ’ αυτό το κενό να μην είναι άδειος ο χώρος. Μια λευκή σελίδα είναι άδεια ή γεμάτη; Αυτό είναι η ζωγραφική. Αλλά αυτό είναι και η ζωή.
Αχιλλέας Παπακώστας
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Θεσσαλονίκης (1988-1989) και στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1989-1995), με καθηγητές τον Παναγιώτη Τέτση και τη Ρένα Παπασπύρου. Συνέχισε τις σπουδές του στην École nationale supérieure des Beaux-Arts στο Παρίσι με καθηγητή τον Vladimir Velickovic (1996-1998), με υποτροφία του Ιδρύματος Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης. Το έργο του έχει διακριθεί και βραβευτεί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.