Τι κατέθεσε ο δημοσιογράφος Θ. Κουκάκης για τις υποκλοπές

Δευτέρα, 17-Νοε-2025 17:57

Στην Ολομέλεια του ΣτΕ η προσφυγή του δημοσιογράφου Θ. Κουκάκη για παρακολουθήσεις και άρση τηλεφωνικού απορρήτου

Σε μία κατάθεση με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης παρουσίασε στο δικαστήριο το πώς κατέληξε να γίνει στόχος τόσο κρατικών μηχανισμών όσο και του κακόβουλου λογισμικού Predator κατά τη διάρκεια της δίκης των παράνομων παρακολουθήσεων. Η αναλυτική αφήγησή του κάλυψε το σύνολο της ερευνητικής του πορείας, τα πρόσωπα που εμπλέκονται και τις θεσμικές διαδρομές που –όπως υπογράμμισε– εξακολουθούν να παραμένουν σκοτεινές και αναπάντητες.

Ξεκινώντας από το 2020, ο Κουκάκης ανέφερε ότι εργαζόταν σε ελληνικά και διεθνή μέσα, ερευνώντας από το 2017 υποθέσεις σχετικές με την Τράπεζα Πειραιώς. Σύμφωνα με την κατάθεσή του, υπήρχε πόρισμα της Τράπεζας της Ελλάδος που αποκάλυπτε "κακώς κείμενα", όπως "παράνομες δανειοδοτήσεις, παραβίαση capital controls και ξέπλυμα μαύρου χρήματος". Ανάμεσα στα πρόσωπα που κατονομάζονταν, όπως εξήγησε, βρίσκονταν οι Φέλιξ Μπίτζιος και Γιάννης Λαβράνος. Η υπόθεση είχε προωθηθεί στην Αρχή για το Ξέπλυμα Μαύρου Χρήματος, η οποία εξέδωσε διατάξεις δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων.

Ο δημοσιογράφος σημείωσε ότι ακολούθησαν δημοσιεύματα των Financial Times και του Inside Story τόσο για την υπόθεση όσο και για μια νομοθετική διάταξη που –υποστήριξε– επέτρεπε την αποδέσμευση περιουσιακών στοιχείων από αδικήματα ξεπλύματος. "Θεωρούσαμε ότι ήταν φωτογραφική διάταξη", είπε, προσθέτοντας ότι προκάλεσε έντονη κυβερνητική αντίδραση και παρέμβαση του κ. Γεραπετρίτη. Σύμφωνα με την κατάθεσή του, λίγους μήνες αργότερα ψηφίστηκε και τρίτη νομοθετική αλλαγή για τη φοροδιαφυγή, αποτέλεσμα της οποίας ήταν να αρχειοθετηθούν πολλές υποθέσεις που αφορούσαν τραπεζικά στελέχη. "Η κυβέρνηση διευκόλυνε οικονομικό έγκλημα", ανέφερε χαρακτηριστικά.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, ο Κουκάκης υποστήριξε ότι ξεκίνησε και η παρακολούθησή του από την ΕΥΠ, με αφετηρία την 1η Ιουνίου 2020. Την περίοδο εκείνη, όπως είπε, όλα τα ζητήματα της έρευνάς του ήταν σε πλήρη εξέλιξη, ενώ παράλληλα βρίσκονταν σε διαπραγμάτευση μεγάλα εξοπλιστικά προγράμματα. Κατέθεσε ότι, όταν εντόπισε περίεργες δυσλειτουργίες στο κινητό του και απευθύνθηκε σε πηγή του, έλαβε φωτογραφίες με απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες του — κάτι που τον "σόκαρε", όπως τόνισε, ειδικά επειδή περιείχαν "ακατάληπτο, παιδικές φωνές".

Στις 12 Αυγούστου 2020 υπέβαλε καταγγελία στην Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών και, όπως κατέθεσε, "την ίδια ημέρα διεκόπη η παρακολούθηση". Αναφέρθηκε επίσης σε μηνύματα–δολώματα που δεν καταγράφηκαν από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων, καθώς —όπως εξήγησε— οι πάροχοι διαγράφουν μέρος του υλικού.

Στο επόμενο στάδιο της κατάθεσής του περιέγραψε την εμπλοκή του Predator. Μετά από επικοινωνία με τη Meta και το Citizen Lab, διαπιστώθηκε επιμόλυνση του κινητού του. "Ουσιαστικά χρήστης Predator γίνεται χρήστης του κινητού σου", είπε, προσθέτοντας ότι δεν είχε αντιληφθεί τίποτα εκείνη την περίοδο. Τρία μηνύματα μεταξύ Ιουλίου και Σεπτεμβρίου 2021 κρίθηκαν "βέβαια" ως απόπειρες επιμόλυνσης. Σημείωσε επίσης ότι τότε το Predator δεν μπορούσε να ενεργοποιηθεί εκ νέου μετά από επανεκκίνηση του τηλεφώνου χωρίς την αποστολή νέου μηνύματος.

Αναφερόμενος στη λίστα των στοχοποιημένων προσώπων, ανέφερε ότι "επιβεβαιώθηκε με τεράστια ακρίβεια" και ότι ο ίδιος απέκτησε πρόσβαση σε αυτήν εκ των υστέρων μαζί με άλλους δημοσιογράφους. Κατά την κρίση του, "δεν έγινε σωστή έρευνα από τις δικαστικές αρχές", υπογραμμίζοντας ότι η ανεύρεση των στόχων της ΕΥΠ θα έπρεπε να ξεκινήσει από τους παρόχους. Σημείωσε επίσης ότι το "ενιαίο κέντρο" των παρακολουθήσεων προκύπτει από τις διατάξεις που είχε υπογράψει ο τότε αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, κ. Ζήσης.

Σε ερώτηση του προέδρου για το πώς εξηγείται η "διπλή παρακολούθηση", ο Κουκάκης απάντησε ότι "όσοι παρακολουθήθηκαν από ΕΥΠ και Predator, παρακολουθήθηκαν πρώτα από ΕΥΠ ώστε να συλλεχθούν στοιχεία και μετά από Predator".

Τέλος, περιέγραψε τον τρόπο με τον οποίο το Predator εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, αναφέροντας ότι η Intellexa ολοκλήρωσε την εγκατάστασή της τον Ιούλιο του 2020 και ότι η εκπαίδευση στελεχών είχε ξεκινήσει ήδη από το πρώτο τρίμηνο του έτους. Κατά την κατάθεσή του, βασικό ρόλο είχαν πρόσωπα που συνδέονταν με το γραφείο του Πρωθυπουργού και την ΕΥΠ, κατονομάζοντας τον Γρηγόρη Δημητριάδη και τον τότε διοικητή της ΕΥΠ, Παναγιώτη Κοντολέοντα. Ολοκληρώνοντας, υπογράμμισε ότι "το Άγιο Δισκοπότηρο" αυτής της υπόθεσης ήταν οι συμφωνίες για τα αμυντικά προγράμματα.

Η κατάθεση του δημοσιογράφου συνεχίζεται.

Π. Στάθης