Μ. Σάλλας: Ελληνική Οικονομία 2024-2026: Επιτυχίες, αδυναμίες και ανισότητες
Τρίτη, 28-Οκτ-2025 10:30
Μια ολιστική αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας μετά την κατάθεση του προϋπολογισμού 2024-2026 επιχειρεί ο κ. Μιχάλης Σάλας σε άρθρο του στο Βήμα της Κυριακής.
Παρουσιάζει μια οικονομία σε ανάκαμψη, με εντυπωσιακές επιδόσεις σε βασικούς δείκτες, η οποία, ωστόσο, συνεχίζει να αντιμετωπίζει δομικές αδυναμίες και βαθιές κοινωνικές ανισότητες. Μια ανάλυση που ισορροπεί ανάμεσα στα επιτεύγματα
Ολόκληρο του άρθρο του κ. Σάλλα:
Με την κατάθεση του προϋπολογισμού για την τριετία 2024–2026 η ελληνική οικονομία δείχνει να αφήνει οριστικά πίσω της την περίοδο της δημοσιονομικής και πανδημικής κρίσης. Η ανάκαμψη των τελευταίων ετών αποδεικνύει ότι η χώρα διαθέτει ισχυρά στοιχεία ανθεκτικότητας, αν και εξακολουθεί να αντιμετωπίζει βαθιές διαρθρωτικές αδυναμίες που γίνονται ορατές όταν εξασθενεί η δημοσιονομική στήριξη. Από το 2021 έως το 2023 η οικονομική δραστηριότητα κινήθηκε με υψηλούς ρυθμούς, τροφοδοτούμενη από τον τουρισμό, την κατανάλωση και τις επενδύσεις, που στηρίχθηκαν κυρίως στους ευρωπαϊκούς πόρους.
Από το 2024 η Ελλάδα μπαίνει σε μια νέα φάση κανονικότητας, με ρυθμούς ανάπτυξης που παραμένουν θετικοί, υπερβαίνοντας τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Σύμφωνα με το προσχέδιο του προϋπολογισμού, η αύξηση του ΑΕΠ προβλέπεται στο 2,2% το 2025 και στο 2,4% το 2026, γεγονός που επιβεβαιώνει τη δυναμική ανάκαμψης. Η πορεία αυτή αποτυπώνεται σε μια σειρά μακροοικονομικών δεικτών που καταδεικνύουν τόσο τις επιτυχίες όσο και τις αδυναμίες της οικονομίας.
Επιτυχίες
Η πρώτη και πιο καθοριστική επιτυχία είναι η επιστροφή στη Δημοσιονομική πειθαρχία και στη Μακροοικονομική σταθερότητα. Για πρώτη φορά μετά από δεκαπέντε χρόνια η χώρα καταγράφει διαδοχικά πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ το δημόσιο χρέος ακολουθεί καθοδική πορεία. Από το 194% του ΑΕΠ το 2020 περιορίζεται στο 154% το 2024, εκτιμάται στο 145,3% το 2025 και αναμένεται να υποχωρήσει περαιτέρω στο 137,6% το 2026. Το πρωτογενές πλεόνασμα προβλέπεται στο 3,6% του ΑΕΠ για το 2025 και στο 2,8% για το 2026, επιβεβαιώνοντας τη σταθερή πορεία της οικονομίας. Παράλληλα, η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας έχει αναβαθμιστεί από όλους τους μεγάλους οίκους αξιολόγησης, με την Ελλάδα να ανακτά πλήρως το 2023, την επενδυτική βαθμίδα που είχε πριν 13 χρόνια. Η βελτίωση αυτή έχει αντίκτυπο και στο κόστος δανεισμού. Οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων διαμορφώνονται πλέον κοντά στο 3,2%, ενώ το spread έναντι του γερμανικού τίτλου έχει περιοριστεί σε περίπου 70-80 μονάδες βάσης, χαμηλότερα ακόμη και από ορισμένες μεγάλες χώρες της ευρωζώνης. Αυτό μεταφράζεται σε εξοικονόμηση δαπανών για τόκους και σε ενίσχυση της επενδυτικής εμπιστοσύνης.
Εξίσου σημαντική είναι η Επενδυτική ανάκαμψη, που λειτουργεί ως κύριος μοχλός ανάπτυξης για την τριετία. Η ελληνική οικονομία στηρίζεται πλέον σε νέους άξονες όπως η πράσινη ενέργεια, ο ψηφιακός μετασχηματισμός, η αναζωογόνηση του τομέα της κατοικίας και βεβαίως οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης. Το μερίδιο των επενδύσεων προβλέπεται να φθάσει το 17% του ΑΕΠ το 2026, με τις συνολικές επενδύσεις να αυξάνονται κατά 10,2%, ενώ οι καθαρές άμεσες ξένες επενδύσεις πλησίασαν τα 6 δισ. ευρώ το 2024.Το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων αναμένεται να φτάσει τα 16,7 δισ. ευρώ το 2026, ενώ από το Ταμείο Ανάκαμψης θα διοχετευθούν περίπου 7,2 δισ. ευρώ σε έργα και μεταρρυθμίσεις. Ήδη, το 2024, πάνω από 300 επενδυτικά σχέδια έχουν υπαχθεί στο Ταμείο Ανάκαμψης, με συνολική μόχλευση άνω των 15 δισ. ευρώ, δημιουργώντας πολλαπλασιαστικά οφέλη για μεγάλες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις που κατάφεραν να ενταχθούν στο πρόγραμμα.
Η Ενέργεια αποτελεί έναν ακόμη τομέα όπου σημειώνεται εντυπωσιακή πρόοδος.
Η παραγωγή από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας καλύπτει πλέον πάνω από το 57% της εγχώριας κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος, έναντι μόλις 29% το 2019. Η Ελλάδα κατατάσσεται στις πέντε πρώτες χώρες της ΕΕ σε διείσδυση ΑΠΕ, με επενδύσεις που ξεπερνούν τα 3 δισ. ευρώ ετησίως και με στόχο την ενεργειακή αυτάρκεια έως το 2030.
Ο Τουρισμός παραμένει ένας από τους πιο δυναμικούς πυλώνες της ελληνικής ανάπτυξης. Το 2024 καταγράφηκαν 33,8 εκατομμύρια αφίξεις, αριθμός ρεκόρ, και έσοδα που ξεπέρασαν τα 20 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 18% του ΑΕΠ. Η διεύρυνση της προσφοράς σε καταλύματα, μεταφορές και εστίαση, σε συνδυασμό με τη μοναδική γεωγραφία της χώρας, οδήγησαν σε εξαιρετικές επιδόσεις, παρά τις ελλείψεις σε υποδομές.
Η Αγορά εργασίας γνωρίζει θεαματική βελτίωση. Η ανεργία, που έφτανε το 25% πριν λίγα χρόνια, αναμένεται να υποχωρήσει στο 8,6% το 2026. Οι αμοιβές εξαρτημένης εργασίας προβλέπεται να αυξηθούν κατά 3,7% το 2025, με σημαντική ενίσχυση του κατώτατου μισθού, που από 650 ευρώ το 2019 έχει φτάσει στα 910 ευρώ το 2024. Η αύξηση της απασχόλησης και η άνοδος των εισοδημάτων ενισχύουν την ιδιωτική κατανάλωση, η οποία αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,9% το 2025 και 1,7% το 2026.
Σημαντική πρόοδος, μέσω της ψηφιακής μετάβασης, έχει σημειωθεί και στο μέτωπο της φοροδιαφυγής. Η ψηφιοποίηση των συναλλαγών, η διασύνδεση των ταμειακών μηχανών με την ΑΑΔΕ και η λειτουργία των ηλεκτρονικών βιβλίων myDATA ενίσχυσαν τη διαφάνεια. Το 2026 τα φορολογικά έσοδα προβλέπεται να φτάσουν τα 73,5 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 2,65 δισ. σε σχέση με το 2025, ενώ η αύξηση της φορολογικής συμμόρφωσης αναμένεται να προσθέσει επιπλέον έσοδα ύψους ενός δισεκατομμυρίου ευρώ. Παράλληλα, η Ελλάδα κατατάσσεται πλέον στην 9η θέση παγκοσμίως σε ρυθμό ψηφιοποίησης δημόσιας διοίκησης, σύμφωνα με τον δείκτη DESI της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2024), ανεβαίνοντας 17 θέσεις σε πέντε χρόνια.
Αδυναμίες
Παρά την πρόοδο, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να κουβαλά βαριές ανισορροπίες.
Η περιφερειακή ανάπτυξη παραμένει ανεπαρκής, με την Αττική και τις τουριστικές περιοχές να συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου και της απασχόλησης, ενώ η Ήπειρος, η Δυτική Μακεδονία και η Θράκη βυθίζονται στη στασιμότητα και στη δημογραφική φθορά. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Αττικής είναι σχεδόν διπλάσιο από εκείνο της Ανατολικής Μακεδονίας–Θράκης, ενώ μόνο η πρωτεύουσα παράγει σχεδόν το 47% του συνολικού ΑΕΠ της χώρας. Η απουσία ολοκληρωμένης στρατηγικής οδηγεί έτσι σε ένα βαθύ ρήγμα ανάμεσα σε δύο Ελλάδες, μία δυναμική και εξωστρεφή και μία γηράσκουσα και εξαρτημένη από επιδοτήσεις.
Ο Αγροτικός τομέας παραμένει ένας από τους μεγάλους ασθενείς της ελληνικής οικονομίας. Η χώρα δεν έχει διαμορφώσει μακρόπνοη πολιτική που να συνδέει την πρωτογενή παραγωγή με τη μεταποίηση και τις εξαγωγές. Το σύνολο της παραγωγής του Αγροτικού τομέα έχει από το 2000 έως το 2024 μειωθεί, σε σταθερές τιμές, πάνω από 30% (ΕΛ.ΣΤΑΤ.).
Οι αγροτικές εξαγωγές αποτελούν μόλις το 7–8% του συνόλου, ενώ πάνω από τα δύο τρίτα των προϊόντων διακινούνται χωρίς επώνυμο σήμα ή πιστοποίηση. Ο μέσος όρος ηλικίας των αγροτών ξεπερνά τα 57 έτη, ενώ λιγότερο από το 10% διαθέτει τυπική γεωργική εκπαίδευση. Η έλλειψη συντονισμού στερεί από την Ελλάδα τη δυνατότητα να μετατρέψει το αγροτικό της πλεονέκτημα σε σταθερή εξαγωγική δύναμη.
Η Δημόσια διοίκηση εξακολουθεί να λειτουργεί με βραδύτητα και πελατειακή λογική.
Η γραφειοκρατία και η πολυνομία καθυστερούν επενδύσεις, ενώ η ψηφιοποίηση προχωρά συχνά χωρίς ουσιαστική αλλαγή κουλτούρας. Στην κατάταξη "Ease of Doing Business” της Παγκόσμιας Τράπεζας, η Ελλάδα βρίσκεται στην 79η θέση ανάμεσα σε 190 χώρες, με κύριες δυσκολίες στην αδειοδότηση και στη δικαστική διεκπεραίωση. Η γραφειοκρατία και η διαπλοκή είναι αυτό που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος της λειτουργίας του Δημόσιου Τομέα.
Η κρίση επίσης με το άλυτο πρόβλημα των δανειοληπτών, παραμένει ανοιχτή πληγή. Οι τράπεζες σταθεροποιήθηκαν μετά το 2020, αλλά χιλιάδες νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις παραμένουν αποκλεισμένα από τον δανεισμό. Παρά τη θεαματική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών, μεγάλο μέρος του προβλήματος έχει μεταφερθεί στους servicers. Στο τέλος του 2024, το συνολικό ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τραπεζών και servicers μαζί, ανέρχεται σε περίπου 81 δισ. ευρώ, δηλαδή σχεδόν το 35% του συνόλου των δανείων στο τέλος του 2024. Πρόκειται για τον υψηλότερο δείκτη στην Ευρώπη, που αποτυπώνει το βάθος της υπερχρέωσης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, χωρίς να έχουν την δυνατότητα εξυπηρέτησης, λόγω της δεκαετούς κρίσης.
Σημαντικό πρόβλημα για την οικονομία είναι επίσης το Ενεργειακό κόστος και η Βιομηχανική ανταγωνιστικότητα. Παρά την πρόοδο στις ΑΠΕ, το ενεργειακό κόστος παραμένει υψηλό για τις επιχειρήσεις. Σύμφωνα με την Eurostat (2024), η μέση τιμή ηλεκτρικής ενέργειας για βιομηχανικούς καταναλωτές στην Ελλάδα είναι 20–25% υψηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ, γεγονός που περιορίζει την ανταγωνιστικότητα και αποθαρρύνει τη βιομηχανική επανεκκίνηση.
Το επίπεδο ανταγωνιστικότητας της χώρας παραμένει δραματικό. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός, ότι σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της World Bank / WDI, η μεταποίηση από 10,3% του ΑΕΠ το 2000, έχει υποχωρήσει στο 8,7% το 2024. Στο σύνολο της Βιομηχανίας, το ποσοστό έχει επίσης υποχωρήσει από 17,4 το 2000 σε 15,4% του ΑΕΠ (World Bank/WDI) ή στο 16,8% κατά την ΕΛ.ΣΤΑΤ!
Το ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών εξακολουθεί να είναι σε τραγικό επίπεδο. Ακόμα και με τους πολυπληθείς γείτονές μας – Αίγυπτο, Ιταλία, Τουρκία – αλλά και με την Βουλγαρία έχουμε αρνητικά εμπορικά ισοζύγια. Με τις χώρες της Ε.Ε., το εμπορικό έλλειμμα ανέρχεται το 2024 σε 16 δις ευρώ. Για την αντιμετώπιση αυτής της ανισότητας, θα πρέπει να δημιουργηθεί Ταμείο Εμπορικής Αντιστάθμισης, το οποίο θα ενισχύει με σχεδόν άτοκα δάνεια τις χώρες που εμφανίζουν χρόνια αρνητικά ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών, εντός της Ε.Ε. Σκοπός του θα είναι η ενίσχυση της παραγωγικής βάσης, η στήριξη εξαγωγικών βιομηχανιών και η δημιουργία clusters καινοτομίας και μεταποίησης. Αυτό θα βοηθούσε το σύνολο των ευρωπαϊκών εξαγωγών σε τρίτες χώρες καθώς και την υποκατάσταση των εισαγωγών από τρίτες χώρες στην Ευρώπη. Τα δάνεια αυτά προς το Ταμείο Εμπορικής Αντιστάθμισης, θα καλύπτονται από χώρες της Ε.Ε. με πλεονασματικά εμπορικά ισοζύγια. Αυτό το Ταμείο έπρεπε να είχε προβλεφθεί από την ένταξη των χωρών στην Ο.Ν.Ε. Δυστυχώς, τότε όλοι "έβλεπαν το τυρί και κανείς την παγίδα". Η πρόταση αυτή δεν έρχεται σε σύγκρουση ούτε απαιτεί τροποποίηση των ευρωπαϊκών Συνθηκών.
Μεγάλο θέμα, που ασφαλώς δεν είναι μόνο ελληνικό, είναι το πρόβλημα της Στέγης. Κυρίως ελληνικό όμως είναι η υστέρηση στις Υποδομές σε συνδυασμό κυρίως με την Ποιότητα ζωής καθώς και ο χρόνος απονομής Δικαιοσύνης. Σύμφωνα με τον δείκτη EU Justice Scoreboard (2024), ο χρόνος επίλυσης αστικών και εμπορικών υποθέσεων υπερβαίνει κατά μέσο όρο τις 1.400 ημέρες.
Ανισότητες
Η Ελλάδα κάνει βήματα προόδου στην οικονομία της, που οδηγούν αργά αλλά σταθερά προς την ευρωπαϊκή σύγκλιση. Σε μια χώρα όπου η ανάπτυξη παραμένει θετική, είναι εύλογο ότι το σύνολο των πολιτών ωφελείται, χωρίς αμφιβολία. Ωστόσο, δεν ωφελούνται όλοι με τον ίδιο τρόπο ούτε στον ίδιο βαθμό. Η λεγόμενη "κατανομή εισοδήματος" δείχνει πόσο ίσα ή πόσο άνισα μοιράζονται στα κοινωνικά στρώματα τα οφέλη της ανάπτυξης.
Σύμφωνα με τον δείκτη Gini (2023) που μετρά την εισοδηματική ανισότητα, η Ελλάδα με κλίμακα από το 1-100, βρίσκεται περίπου στο 32 έναντι 30 του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 26–27 των σκανδιναβικών χωρών. Η χώρα επομένως εμφανίζει υψηλότερη ανισότητα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, και οι ενδείξεις δείχνουν ότι ο δείκτης αυτός το 2024–2025 θα επιδεινωθεί ελαφρώς, καθώς η αύξηση των τιμών και των επιτοκίων πλήττει δυσανάλογα τα χαμηλότερα εισοδήματα.
Ο δείκτης S80/S20, που αποτυπώνει πόσες φορές περισσότερο διαθέσιμο εισόδημα έχει το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού σε σχέση με το φτωχότερο 20%, στην Ελλάδα βρίσκεται στο 5,3, έναντι 4,9 της Ε.Ε. Με άλλα λόγια, το πλουσιότερο 1/5 των Ελλήνων διαθέτει 5,3 φορές μεγαλύτερο εισόδημα από το φτωχότερο 1/5, γεγονός που αναδεικνύει την επιμονή των εισοδηματικών ανισοτήτων. Αντίστοιχα, το ποσοστό των πολιτών που ζουν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού (δείκτης AROPE) ανέρχεται στο 26,9% στην Ελλάδα το 2024, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 21%. Η διαφορά αυτή αντικατοπτρίζει τα όρια των κοινωνικών πολιτικών, καθώς ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού παραμένει ευάλωτο στις ανατιμήσεις, στα υψηλά ενοίκια και στην αδυναμία αποταμίευσης.
Η αγοραστική δύναμη των πολιτών παραμένει από τις χαμηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ελλάδα κατατάσσεται στην 26η θέση, δηλαδή προτελευταία, ως προς το κατά κεφαλήν εισόδημα σε μονάδες αγοραστικής δύναμης. Το χάσμα αυτό αντανακλάται και στις καθημερινές ανισότητες μεταξύ των περιφερειών, των γενεών και των επαγγελμάτων. Παρά το γεγονός ότι το ΑΕΠ του 2024 πλησίασε το ΑΕΠ του 2008, ο μέσος μισθός υπολείπεται κατά 28,3%. Το 2008 ο μέσος ετήσιος μισθός, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, ήταν 23.850€. Ο μέσος μισθός του 2024 αντίστοιχα ήταν 25.198€. Ο δείκτης τιμών έχει αυξηθεί κατά 35,6% από το 2008, επομένως ο σημερινός ετήσιος μισθός θα έπρεπε να είναι 32.340€. Σε σύγκριση δε με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, παραμένει κατά 25% χαμηλότερος. Πρόκειται για το "παράδοξο της φτώχειας εν μέσω ανάπτυξης". Η οικονομία ανακάμπτει, αλλά η καθημερινή ευημερία των πολιτών δεν ακολουθεί τον ίδιο ρυθμό. Η ανισότητα δεν είναι μόνο στατιστικό φαινόμενο, είναι δομικό χαρακτηριστικό του ελληνικού μοντέλου ανάπτυξης. Δεν δικαιολογείται το 70% των νέων, να δηλώνει ότι δεν μπορεί να αποταμιεύσει ούτε 100 ευρώ τον μήνα.
Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι, ενώ η Ελληνική οικονομία αναπτύσσεται, η ελληνική κοινωνία υστερεί σε ευημερία σε όλους τους συγκριτικούς δείκτες. Τα μεσαία και ιδιαίτερα τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα εξακολουθούν να πιέζονται. Ένας τρόπος μερικής αντιμετώπισης του προβλήματος θα ήταν η εισαγωγή "κόφτη πρωτογενών πλεονασμάτων”, ώστε, ανάλογα με την πορεία των επιτοκίων και των δημοσιονομικών μεγεθών, ένα μέρος των υπερπλεονασμάτων (π.χ. άνω του 1,5–2,0% του ΑΕΠ) να κατευθύνεται στην ενίσχυση των κοινωνικών στρωμάτων που το έχουν περισσότερο ανάγκη. Μια πρώτη εφαρμογή προς αυτή την κατεύθυνση, σχεδιάζεται από την Κυβέρνηση για το 2026. Θα μπορούσε επίσης να αυξήσει τον φόρο μερισμάτων από 5% σε 15%.
Ουσιαστικότερο θα ήταν, νομοθετική ρύθμιση για καθιέρωση ενιαίου φόρου 0,6% - 0,7% επί της καθαρής περιουσίας, με εξαίρεση την πρώτη κατοικία, την αφαίρεση των δανείων και μη φορολογούμενο όριο 1 εκατ. ευρώ. Θα λαμβάνονται υπόψη περιουσιακά στοιχεία όπως ακίνητα, μετοχές, καταθέσεις, ομόλογα, κ.λπ. Σύμφωνα με εκτίμηση στοιχείων από ΤτΕ, Clarksons Research, UBS Global Wealth Report 2024, ΕΛΣΤΑΤ, Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο, ο πλούτος των ενήλικων Ελλήνων (8.800.000) ανέρχεται σε 1,25 τρις ευρώ. Το 1% του πληθυσμού αυτού, κατέχει περιουσία 375 δις ευρώ ενώ 815 δις ευρώ είναι η περιουσία του 10%. Το ετήσιο έσοδο από την επιβολή ενός τέτοιου φόρου, εκτιμάται ότι θα είναι μεταξύ 2,5 και 3 δις ευρώ. Θα ήταν μια σημαντική βοήθεια για ενίσχυση της προσπάθειας αντιμετώπισης διαφόρων μορφών ανισοτήτων.