Το Συμβούλιο της Επικρατείας εκκαθαρίζει πλέον υποθέσεις με ρυθμό 130,85%
Δευτέρα, 20-Οκτ-2025 07:31
Του Παναγιώτη Στάθη
Ενδείξεις ελπίδας για σαφή επιτάχυνση στους ρυθμούς απονομής της Διοικητικής Δικαιοσύνης, εκεί δηλαδή που κρίνονται πέραν των άλλων και βασικές επενδύσεις, ζωογόνες για την ελληνική οικονομία, καταγράφονται στην ετήσια έκθεση του Συμβουλίου της Επικρατείας για το έτος 2024. Με βάση αυτή την έκθεση, ο χρόνος περαίωσης υποθέσεων από 1.170,14 ημέρες το έτος 2020 κατέβηκε στις 966,14 ημέρες, ενώ το ποσοστό εκκαθάρισης υποθέσεων από 118,34% για το έτος 2020 εκτινάχθηκε στο 130,85%.
"Από την επισκόπηση των στοιχείων φαίνεται βελτίωση στην απόδοση του Δικαστηρίου, γεγονός που οφείλεται στη διαρκή προσπάθεια δικαστών και υπαλλήλων προς επίτευξη της άριστης ισορροπίας μεταξύ ποιότητας και ποσότητας" αναφέρει στην εισαγωγή του ο Πρόεδρος του ΣτΕ, Μιχαήλ Πικραμένος.
Φόρτος εργασίας
Στη διάρκεια του 2024, το Ανώτατο Δικαστήριο δέχθηκε 3.050 υποθέσεις ενδίκων μέσων και βοηθημάτων. Ειδικότερα, κατατέθηκαν στο ΣτΕ 1.244 αιτήσεις ακυρώσεως, 1.313 αιτήσεις αναιρέσεως (631 διοικητικών αρχών και 682 ιδιωτών), 293 εφέσεις (106 διοικητικών αρχών και 187 ιδιωτών) και άλλες 200 που αφορούσαν λοιπά ένδικα βοηθήματα.
Παράλληλα, το ΣτΕ επεξεργάστηκε 136 Προεδρικά Διατάγματα, εκ των οποίων η μερίδα του λέοντος αφορούσε το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (50 Π.Δ.), ενώ ακολουθούν το υπουργείο Εσωτερικών (21), το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (10), το υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού (10) και το υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (8).
Έμφαση δίνεται στην Έκθεση στην αποτελεσματική δικαστική προστασία. "Το δικαίωμα στην δικαστική προστασία είναι απόλυτο και συνίσταται στην απρόσκοπτη πρόσβαση του προσώπου στις δικαστικές αρχές, σε συνθήκες αμεροληψίας και ισότητας των όπλων, με σεβασμό στα δικαιώματα του προσώπου που διεκδικεί ή καλείται να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να άρει ένα άδικο αποτέλεσμα που επήλθε σε έννομη σχέση είτε ιδιωτικού, είτε διοικητικού, είτε ποινικού δικαίου" σημειώνεται.
Φορολογία
Και όπως τονίζεται: "Το Συμβούλιο της Επικρατείας, είτε ερμηνεύοντας τις ρυθμίσεις που τέθηκαν ενώπιόν του, στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου για τη διασφάλιση της νομιμότητας της διοικητικής δράσης, είτε λειτουργώντας δικαιοπλαστικά, θωράκισε το δικαίωμα αυτό".
Στην Έκθεση εκτενής αναφορά γίνεται και στη νομολογία του 2024, όπου περιλαμβάνονται αποφάσεις σχετικές με τομείς όπως φορολογία και Σύνταγμα, έλεγχος ορθολογικής οργάνωσης και στελέχωσης της δημόσιας διοίκησης, κοινωνική ασφάλιση, προστασία οικιστικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος - Ιδιαίτερα πολεοδομικά καθεστώτα, ισότητα και αξιοκρατία καθώς και δικαίωμα στην εκπαίδευση.
Έμφαση στην ενημέρωση
Ιδιαίτερο κεφάλαιο της Έκθεσης τιτλοφορείται "Μπορεί (ακόμα) ο Δικαστής να μιλά μόνο με τις αποφάσεις του;". Σε αυτό επισημαίνεται πως "η στοχευμένη παραπληροφόρηση, οι διαρροές και η απουσία θεσμικής ενημέρωσης οδηγούν σε μακροπρόθεσμη απαξίωση του θεσμού της Δικαιοσύνης και εν τέλει σε υπονόμευση του κράτους δικαίου" και για το λόγο αυτό τονίζεται: "Καθίσταται σαφές από τα παραπάνω ότι ο καιρός που οι δικαστές μιλούσαν μόνο μέσω των αποφάσεών τους έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Η επαφή με την κοινωνία και η παροχή έγκυρης ενημέρωσης για το δικαστικό έργο, με τους αυτονόητους περιορισμούς που η ιδιαιτερότητα του λειτουργήματος επιβάλλει, πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα".
Στο πλαίσιο αυτό, γίνεται αναφορά στην καθιέρωση εκπροσώπου Τύπου στα Ανώτατα Δικαστήρια. "Ο θεσμός του εκπροσώπου Τύπου όχι μόνο δεν έρχεται σε σύγκρουση με την ανεξαρτησία των δικαστών, αλλά, αντίθετα, την προστατεύει. Θωρακίζει το δικαστικό σώμα απέναντι σε επικοινωνιακές κρίσεις και ενισχύει την εμπιστοσύνη των πολιτών στη Δικαιοσύνη" αναφέρεται και προστίθεται πως "ο εκπρόσωπος Τύπου, με τα σωστά εργαλεία και την αναγκαία υποστήριξη, μπορεί να εξασφαλίσει ότι η Δικαιοσύνη θα ακούγεται με σεβασμό, σαφήνεια και αξιοπιστία".
Αιχμές για καθήκοντα εκτός αρμοδιότητας
Κριτική ασκείται στην Ετήσια Έκθεση για τα πρόσθετα καθήκοντα των δικαστών του ΣτΕ, που πολλές φορές δεν άπτονται των αρμοδιοτήτων τους. "Οι δικαστές του Συμβουλίου της Επικρατείας, πέρα από την άσκηση των βασικών δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων τους, επιβαρύνονται με έναν πολύ μεγάλο αριθμό προσθέτων καθηκόντων, για την διεκπεραίωση των οποίων απαιτείται ιδιαίτερα μεγάλη προσπάθεια και πολύς χρόνος. Σε αυτά απασχολείται το σύνολο των δικαστών του ΣτΕ, οι οποίοι, σε ποσοστό άνω του 90%, δεν λαμβάνουν καμία πρόσθετη αμοιβή και δεν έχουν καμία απαλλαγή από τα κύρια καθήκοντά τους" .
Υπογραμμίζεται όμως πως "αντιθέτως, μεγάλο μέρος από τα πρόσθετα καθήκοντα εκφεύγουν εντελώς των αρμοδιοτήτων αλλά και των ειδικότερων γνώσεων των δικαστών του ΣτΕ και ασκούνται προκειμένου να καλυφθούν η ιδιαίτερα μεγάλη έλλειψη που υπάρχει στη δικαιοσύνη σε υποστηρικτικό προσωπικό (η αναλογία δικαστών/δικαστικών υπαλλήλων είναι αυτή τη στιγμή λίγο πάνω από 1/1, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος αγγίζει το 1/3) καθώς και άλλες ανεπάρκειες της κρατικής μηχανής".