Γιάννης Αδαμάκος: "Κρατώντας την ουσία"
Σάββατο, 05-Ιουλ-2025 09:00
Συνέντευξη στον Αντώνη Κυριαζάνο
Το έργο του είναι αμέσως αναγνωρίσιμο. Κι αυτό είναι το μεγάλο αιτούμενο για κάθε καλλιτέχνη, να έχει συγκροτήσει το στέρεο αποτύπωμα του ύφους του. Πολύ περισσότερο που οι πίνακες του Γιάννη Αδαμάκου ασκούνται στην αφηρημένη ζωγραφική, σε τοπία εσωτερικά, ομιχλώδη και συνάμα διαυγή. Ανάλογα έργα παρουσιάζει και στην τρέχουσα έκθεσή του, στον Πόρο, στην γκαλερί Citronne, και με τίτλο "Ενδιάμεσος χώρος" μάς συστήνει μια σειρά έργων μεσαίων διαστάσεων, αλλά και άλλα, μικρότερα, που έχουν προκύψει από μια ιδιαίτερη διαδικασία που απαιτεί φρέσκια ματιά και αποφασιστικότητα. Συνομιλώντας μαζί του, μαθαίνεις πάντα πολλά, αλλά αυτή τη φορά είπαμε να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, από τα πρώτα ίχνη της ζωγραφικής σου.
Μεγάλωσα στον Πύργο και ζωγράφιζα από παιδί. Όπως τους ήρωες του ’21, και μετά η δασκάλα μου κρέμαγε τα έργα μου στον τοίχο. Θυμάμαι και μια φορά που ο δάσκαλός μας, σε μια εκδρομή, μας έδειξε το σπίτι ενός ζωγράφου που ζούσε στο Παρίσι. Εννοούσε τον Δανιήλ. Εμένα αυτό με εντυπωσίασε, σκέφτηκα ότι μπορεί λοιπόν κάποιος να μεγαλώνει στον Πύργο και να φτάσει μέχρι το Παρίσι. Αυτό μου έδωσε δύναμη. Αργότερα συνάντησα τον Δανιήλ στο Παρίσι, του είπα την ιστορία, μου έκανε το τραπέζι, ήταν ένας γλυκύτατος άνθρωπος. Αλλά και μια κοπέλα που παίζαμε μαζί, χρόνια αργότερα, μου θύμισε ότι πάντα έλεγα: "Δεν ξέρω τι θα κάνετε εσείς, εγώ όμως θα γίνω ζωγράφος".
Και έγινες. Φαντάζομαι μπήκες στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών.
Όχι, ξεκίνησα από μια σχολή γραφιστικής, που ήταν και το πρώτο μου επάγγελμα. Δούλευα στους "Τέσσερις Τροχούς" του Βασίλη Καββαθά. Αν δεις τα τεύχη του ’73 με ’74, θα διαβάσεις: ατελιέ Γιάννης Αδαμάκος. Μου άρεσε αυτή η ενασχόληση, μου άρεσε που έγραφα διαφημιστικά κείμενα και το έκανα μια χαρά, αλλά παράλληλα έκανα και φροντιστήριο και μπήκα στη Σχολή. Ως φοιτητής, θα μπορούσα να συνεχίσω με τη γραφιστική και να βγάζω και κάποια χρήματα, αλλά επειδή τη σεβόμουν και δεν ήθελα να την έχω ως πάρεργο, τη σταμάτησα.
Ποιοι ήταν οι δάσκαλοί σου στην ΑΣΚΤ ή τουλάχιστον ποιους θεωρείς εσύ ως δασκάλους σου;
Κατ’ αρχάς ήταν ο Νικολάου, στο πρώτο έτος, ήμασταν τυχεροί που είχαμε αυτόν τον γλυκύτατο άνθρωπο, αν και η παρουσία του δεν ήταν συχνή. Μετά ήταν ο Λευτέρης Κανακάκης, αυτός ήταν ουσιαστικά από πάνω μας και μας βοήθησε πολύ, ήταν και ωραίος ζωγράφος. Τη δεύτερη χρονιά είχαμε τον Μαυροΐδη, παρόλο που εγώ ευχόμουν να ήμουν στο εργαστήριο του Μόραλη. Μετά έγινε το εργαστήριο του Μυταρά και τον είχα έναν χρόνο και μετά ήρθε ο Τέτσης. Εκ των υστέρων σκέφτομαι ότι ήταν καλό που άλλαζα δασκάλους, δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα ήταν να έχεις για πέντε χρόνια τον ίδιο, θα ήταν μια αιώνια επανάληψη.
Και είχες τους καλύτερους.
Ναι, και καθένας ήταν και κάτι άλλο. Ο Μυταράς ψυχανεμιζόταν τι ήθελες να κάνεις, ο Τέτσης ήταν πάρα πολύ τίμιος και πάρα πολύ εργατικός και μας το δίδαξε αυτό, επειδή ο δάσκαλος δεν είναι μόνο για να σου διδάξει σύνθεση και χρώμα, είναι για να σου διδάξει και πώς θα αντιμετωπίσεις τη ζωγραφική. Τότε έκανα και την πρώτη μου έκθεση. Λόγω μιας απεργίας που κάναμε για να καταργηθούν οι εξετάσεις από εργαστήριο σε εργαστήριο, όπως ίσχυε αρχικά, έκανα την πρώτη μου έκθεση στις Νέες Μορφές. Από εκεί πέρασε ο χαράκτης Τάσος και μου έδωσε μια υποτροφία για το Παρίσι. Αυτή ήταν και η πρώτη μου έκθεση, ως φοιτητής, το 1978. Και ως εξαίρεση, αφού τότε στη Σχολή λέγανε ότι θα πρέπει πρώτα να δουλέψεις για πέντε-δέκα χρόνια, να κατασταλάξεις, και μετά να κάνεις εκθέσεις. Τώρα λένε το αντίθετο... Ότι, αν μέχρι τα 25 σου χρόνια δεν έχεις γίνει "όνομα", έχεις καταστραφεί. Τα τρελαίνουν τα παιδιά και τρέχουν από δω κι από κει...
Και με αυτούς τους παραστατικούς ζωγράφους, πώς έφτασες στην αφηρημένη ζωγραφική, με την οποία είσαι πλέον ταυτισμένος;
Δεν ξέρω. Και έκανα ψυχανάλυση για να το μάθω (γέλια). Λοιπόν, το έναυσμα ήταν ένα ημερολόγιο του Τιτάνα νομίζω, με έργα του Σπυρόπουλου, θα πρέπει να ήμουν δεκαπέντε χρονών. Τότε ήξερα μόνο τον Ελ Γκρέκο και είχα δει ελαιογραφίες του Βολανάκη και του Γκύζη, απ’ όπου έκανα και τις πρώτες μου αντιγραφές. Αλλά μέχρι εκεί. Τα έργα του Σπυρόπουλου με τάραξαν, πρέπει να πω. Κατ’ αρχάς ήταν μια ζωγραφική που δεν μπορούσα να αντιγράψω. Και μετά με συγκίνησε βαθιά, επειδή ένιωσα ότι, για να ζωγραφίσεις έτσι, πρέπει να βουτήξεις βαθιά μέσα σου, ουσιαστικά αυτή τη ζωγραφική πρέπει να την εξορύξεις. Και ακόμα πρέπει να σου πω ότι μ’ αρέσει η φωτογραφία, αλλά η ζωγραφική δεν πρέπει να είναι σαν τη φωτογραφία.
Θεωρείς ότι ο Βερμέερ, που εμένα μ’ αρέσει πολύ, είναι σαν φωτογραφία;
Όχι, ο Βερμέερ είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό που βλέπεις με την πρώτη ματιά. Αναφέρομαι κυρίως σε μια ζωγραφική, που είναι και πανταχού παρούσα στις μέρες μας, που δεν έχει βάθος, που δεν έχει προκύψει από την προσωπική βάσανο και μένει στο επιφαινόμενο. Είναι αυτό που η δική μου γενιά χαρακτήριζε ως "διακοσμητική ζωγραφική".
Επιστρέφω στην ερώτηση για το πώς έφτασες στην αφηρημένη ζωγραφική.
Όταν άρχισα να ζωγραφίζω, από τα πρώτα μου έργα κιόλας, προσπαθούσα να κρατήσω τα πιο ουσιώδη από αυτά που έβλεπα. Αυτό με οδήγησε και στην αφαίρεση.
Οι πίνακές σου δεν δίνουν πληροφορίες στον θεατή, αλλά φαντάζουν οικείοι στο μάτι και στη σκέψη, χωρίς να δείχνουν "κάτι". Πώς ξεκινάς, και με τι κατά νου; Και ξέρεις πού θα σε βγάλει;
Όχι, αλλά είσαι μέσα σ’ ένα κλίμα, σε μια διάθεση. Το κάθε έργο ανήκει σε μια ενότητα και κάθε ενότητα έργων και έχει σχέση με την προηγουμένη, θα έλεγα ότι δημιουργεί και την επόμενη. Αυτά είναι τα όριά μου, αυτά ορίζουν την αρχή και το τέλος. Ενδεχομένως αυτό να ισχύει και για το επιμέρους, κάθε έργο δηλαδή να ξεκινάει από εκεί που τελείωσε το προηγούμενο.
Και πότε τελειώνει;
Μερικά έργα σ’ το λένε μόνα τους, δεν δέχονται ούτε μια πινελιά. Αλλά σου δίνουνε χώρο να πας πιο πέρα, σ’ το επιτρέπουν. Θα έλεγα όμως ότι, καθώς φτιάχνεις το έργο, είσαι υποχρεωμένος να το αφουγκράζεσαι, να το παρακολουθείς, να συνομιλείς μαζί του, να είσαι μέσα του. Έτσι θα βρεις και το σημείο όπου οι αντίρροπες δυνάμεις που το συνθέτουν ισορροπούν και συνυπάρχουν. Τα καλά έργα βγαίνουν μόνα τους. Απλώς πρέπει να είσαι "εκεί" για να το δεις. Το "εγώ" σου τα καταστρέφει όλα, επειδή δεν μπορεί να δει αυτό που συμβαίνει τώρα, ψάχνει μονίμως το "μετά".
Αν ένας επισκέπτης της έκθεσής σου σε ρωτήσει τι δείχνει ένας πίνακάς σου, τι θα του έλεγες;
Ότι το βλέμμα ξεκινάει από την αίσθηση του τοπίου και, αφαιρώντας, αφαιρώντας, αφαιρώντας, φτάνεις στην ισορροπία μιας γεωμετρίας με συναίσθημα.
Και το θέμα του;
Οριζόντιες και κάθετες. Ο ορίζοντας σου δημιουργεί μια ηρεμία, η καθετότητα ανησυχία και ταραχή. Η σύνθεσή τους είναι που δημιουργεί τη σύγκρουση και είναι αυτό που κάνει τον πίνακα ενδιαφέροντα.
Πότε απέκτησες αυτοπεποίθηση σ’ αυτή τη ζωγραφική που μας προτείνεις;
Ακόμη την ψάχνω...