Τι μηνύματα στέλνει η Γερμανία για το προσφυγικό;

Τρίτη, 06-Σεπ-2016 11:39

Τι μηνύματα στέλνει η Γερμανία για το προσφυγικό;

Του Κώστα Ράπτη

Πριν από ένα χρόνο, η Γερμανίδα καγκελάριος Angela Merkel με αποφασιστικότητα δήλωνε "μπορούμε να το κάνουμε”, αναφερόμενη στη δυνατότητα της χώρας της να υποδεχτεί χιλιάδες πρόσφυγες από τη Συρία. Έναν χρόνο μετά, και αφού μεσολάβησε η άφιξη περίπου ενός εκατομμυρίου προσφύγων, το προσφυγικό ζήτημα όχι μόνο σφραγίζει τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις, όπου λ.χ. η ξενοφοβική "Εναλλακτική για τη Γερμανία” εκτοπίζει από την δεύτερη θέση την Χριστιανοδημοκρατία της καγκελαρίου στις εκλογές του Μεκλεβούργου-Δυτικής Πομερανίας, αλλά και τροφοδοτεί σημάδια μιας αλλαγής στάσης, που θα μπορούσαν να έχουν σοβαρές επιπτώσεις και για την Ελλάδα.

Η δήλωση του Γερμανού υπουργού Εσωτερικών Thomas de Maiziere ότι εφόσον έχει βελτιωθεί η κατάσταση στην Ελλάδα μπορεί να ενεργοποιηθεί εκ νέου η πρόβλεψη του κανονισμού του Δουβλίνου για επεναπροώθηση των αιτούμενων ασύλου στη χώρα πρώτης εισόδου στην Ε.Ε. είναι ενδεικτική – ιδίως συνδυαζόμενη με την τοποθέτηση ότι ευθύνεται η χώρα μας για το μεγάλο προσφυγικό κύμα, εφόσον, κατά τη γνώμη του Γερμανού υπουργού, "στα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε. έπρεπε να γίνεται η καταγραφή και να ανακόπτεται το προσφυγικό κύμα”. (Σημειώνεται ότι παρά την πολιτική "ανοιχτών θυρών”, περίπου 220.000 χιλιάδες άτομα κατατάσσονται βάσει των επίσημων στοιχείων στην κατηγορία αυτών που πρέπει να εγκαταλείψουν τη Γερμανία. Πάντως, συγκριτικά ο αριθμός των απελάσεων από τη Γερμανία έχει αυξηθεί από το 2015 και μετά).

Η δήλωση αυτή μένει να αποδειχθεί αν θα προαναγγέλλει αλλαγή γραμμής ή θα πρέπει απλώς να αποδοθεί στις ανάγκες της εκλογικής συγκυρίας στη Γερμανία. Πάντως προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση του αναπληρωτή υπουργού αρμόδιου για θέματα μετανάστευσης Γιάννη Μουζάλα, που την χαρακτήρισε "εκτός πραγματικότητας”. Σε κάθε περίπτωση, παραβλέπει την συζήτηση που βρίσκεται σε σε εξέλιξη για τροποποίηση της συνθήκης του Δουβλίνου με σκοπό την αλλαγή ακριβώς αυτών των προβλέψεων που απειλούν να εγκλωβίζουν μεγάλους αριθμούς προσφύγων στις χώρες εισόδου.

Ωστόσο, η εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Natasha Bertaud σχολίασε το θέμα με τρόπο που μάλλον δεν καθησύχασε την ελληνική πλευρά, εφόσον δήλωσε ότι ναι μεν "ο κανονισμός του Δουβλίνου για τους πρόσφυγες αναθεωρείται”, αλλά "έως ότου αυτό συμβεί, οι ελληνικές αρχές οφείλουν να εφαρμόσουν τον υφιστάμενο”. Καθόλου τυχαία, ο Γιάννης Μουζάλας (αντ)απάντησε, κάνοντας λόγο για "υποχωρήσεις στον λαϊκισμό” από μέρους ορισμένων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, ενώ επανέλαβε ότι είναι "είναι τεχνικά αδύνατον να γίνουν επιστροφές προς την Ελλάδα” και υπενθύμισε τον απελπιστικά χαμηλό ρυθμό των μετεγκαταστάσεων προσφύγων σε άλλες χώρες.

Έχει ενδιαφέρον ότι η συζήτηση αυτή λαμβάνει χώρα σε μια περίοδο που στην πραγματικότητα έχουν περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό οι αφίξεις προσφύγων στην Γερμανία. Ενώ τον Ιανουάριο καταγράφηκαν 92.000 νέες αφίξεις, τον Ιούλιο αυτές είχαν περιοριστεί στις 12.000 και σήμερα πλέον υπάρχουν πάρα πολλές κενές θέσεις στα κέντρα υποδοχής που είχαν σχεδιαστεί. Ωστόσο, φαίνεται ότι δεν έχει αποδώσει μέχρι τώρα η προσπάθεια ενσωμάτωσης στην αγορά εργασίας, που αποτελούσε βασική πλευρά της πολιτικής της Merkel και όσων είδαν στην άφιξη των προσφύγων τη δυνατότητα ανανέωσης του εργατικού δυναμικού της Γερμανίας. Από τους 322.000 πρόσφυγες που ήταν καταγραμμένοι τον Ιούλιο ως αναζητούντες εργασία, οι 141.000 παρέμεναν άνεργοι.

Αυτή η κατάσταση διαμορφώνει μια μεγάλη πίεση για κοινωνικές παροχές. Ο αριθμός των προσφύγων που λαμβάνουν κάποιου είδους κοινωνική παροχή υπερδιπλασιάστηκε και από 363.000 το 2014 φτάνει σήμερα τις 975.000. Για τη μεγάλη πλειοψηφία οι παροχές αυτές αφορούσαν κυρίως είδη πρώτης ανάγκης όπως τρόφιμα, ρούχα, ιατροφαρμακευτική κάλυψη και διάφορα οικιακά είδη, αναλώσιμα και μη, αλλά και κάποια μετρητά. Ως αποτέλεσμα, οι κρατικές δαπάνες για την κάλυψη των παροχών στους μετανάστες αυξήθηκαν κατά 120% το 2015, φτάνοντας σχεδόν τα 5,3 δισεκατομμύρια ευρώ.

Αυτό φαίνεται να εξοργίζει τμήμα των φτωχότερων στρωμάτων της γερμανικής κοινωνίας παρότι, όπως διαβεβαίωσε και η καγκελάριος, δεν έχουν περικοπεί κοινωνικές παροχές και επιδόματα σε Γερμανούς πολίτες εξαιτίας της προσφυγικής κρίσης, ενώ η χώρα διατηρεί ένα εκ των χαμηλότερων ποσοστών ανεργίας στην Ευρώπη. Σε αυτούς του φόβους έρχονται να προστεθούν όσοι αφορούν τον υποτιθέμενο κίνδυνο "αλλοίωσης' του χαρακτήρα της γερμανικής κοινωνίας, παρά τις διαβεβαιώσεις της Merkel πως "η Γερμανία θα παραμείνει Γερμανία”.

Χαρακτηριστικά, η θεαματική άνοδος της "Εναλλακτικής για τη Γερμανία” στο Μεκλεμβούργο-Δυτική Πομερανία συνέπεσε με τη βαθιά κρίση του συγκεκριμένου κρατιδίου (όπου ο αριθμός των προσφύγων είναι εξαιρετικά χαμηλός). Ο πληθυσμός του Μεκλεμβούργου-Δυτική Πομερανίας μειώθηκε μετά τη επανένωση και αναμένεται να μειωθεί και άλλο μέχρι το 2020 και να πέσει στο 1,7 εκατομμύρια, καθώς οι νέοι αναζητούν εργασία σε άλλες περιοχές της Γερμανίας την ώρα που κρατίδια όπως η Ρηνανία-Βεστφαλία ή η Βαυαρία παρουσιάζουν και ανάπτυξη και αύξηση του πληθυσμού.

Άλλωστε, όπως έχει συχνά υπογραμμιστεί, ο τρόπος με τον οποίο το προσφυγικό ζήτημα λειτουργεί ως μοχλός για την αναμόρφωση του πολιτικού σκηνικού αρκετών ευρωπαϊκών χωρών μικρή σχέση έχει με τις άμεσες συνέπειες των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών. Αυτό που μετράει περισσότερο είναι ότι ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών αντιμετωπίζουν την αυξανόμενη μετανάστευση ως "μετωνυμία” για τη γενικότερη ανασφάλεια που προκαλεί η παγκοσμιοποίηση γενικά και η αντιφατική πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ειδικότερα.

Οι αμήχανες απαντήσεις των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στα ερωτήματα που αφορούν τη δημοκρατία και την ευημερία στην Ευρώπη και οι τεχνοκρατικές εμμονές των Βρυξελλών αφήνουν σε αυτό το φόντο το περιθώριο σε ξενοφοβικές και λαϊκιστικές φωνές να καταλάβουν κρίσιμο πολιτικό χώρο, υποχρεώνοντας συχνά και τις συντηρητικές, φιλελεύθερες και σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις να τις ακολουθήσουν.