Πως καταλήξαμε στην παγκόσμια πρωτοτυπία της διπλής αξιολόγησης

Τετάρτη, 25-Σεπ-2013 09:55

Του Βασίλη Γεώργα

Ρεσιτάλ παγκόσμιας πρωτοτυπίας δίνουν πλέον οι ξένοι οίκοι με φόντο το ελληνικό χρηματιστήριο, που από χθες είναι επίσημα η πρώτη και μοναδική κεφαλαιαγορά στην Ευρώπη και η δεύτερη στον κόσμο μαζί με τη Νότια Κορέα, η οποία θεωρείται ταυτόχρονα και «αναπτυγμένη» και «αναδυόμενη».

Στην πραγματικότητα η «έκπληξη» που ήρθε από την χθεσινή θετική αξιολόγηση του οίκου FTSE ο οποίος σε αντίθεση με τον MSCI, δεν υποβάθμισε το Χ.Α. αλλά διατήρησε την ελληνική αγορά στη λίστα παρακολούθησης των αναπτυγμένων αγορών, ήρθε να επιβεβαιώσει και στα χαρτιά αυτή την παράδοξη πραγματικότητα που βιώνει η εγχώρια κεφαλαιαγορά.

Από τη μια δεν μπορεί να θεωρηθεί 100% αναδυόμενη αγορά καθώς η Ελλάδα παραμένει μια οικονομία δεμένη στο άρμα της ευρωζώνης χωρίς κανέναν συναλλαγματικό κίνδυνο, από την άλλη αντιμετωπίζει προβλήματα χρέους, ανεργίας και εισοδήματος αλλά και προκλήσεις στο μέτωπο της λειτουργίας των οικονομικών δομών της που προσομοιάζουν με αυτά των αναπτυσσόμενων οικονομιών.

Ποιος έχει δίκαιο από τους δύο; Προφανώς και οι δύο. Ο οίκος FTSE στην πραγματικότητα δεν βρήκε τυπικούς λόγους να υποβαθμίσει το Χ.Α. καθώς όσα -ελάχιστα- κριτήρια δεν πληρούσε το Χ.Α στην προηγούμενη αναθεώρηση, όπως λ.x. η απουσία συλλογικών λογαριασμών omnibus accounts ή το διαφορετικό καθεστώς δανεισμού τίτλων, εξακολουθούν να ισχύουν και σήμερα. Στο τυπικό επίπεδο, δηλαδή, δεν είχε αλλάξει κάτι προς το χειρότερο ώστε να δικαιολογήσει μια υποβάθμιση. Προφανώς, όπως εκτιμούν παράγοντες της αγοράς, ο βρετανικός οίκος στήριξε κατά το μάλλον την απόφασή του στις έστω και λίγο πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις και ενδείξεις που υπάρχουν για την ελληνική οικονομία, και επέλεξε να δώσει περισσότερο χρόνο στην Ελλάδα δίχως να επιβαρύνει το κλίμα με μια αρνητική αξιολόγηση, εφόσον πιστεύει πως τα πράγματα θα πάνε καλύτερα.

Από την πλευρά της η MSCI, όταν αποφάσισε την υποβάθμιση του Χ.Α. σε αναδυόμενη αγορά ανοίγοντας τον δρόμο και στα funds παθητικής διαχείρισης αυτής της κατηγορίας να επενδύσουν στην Ελλάδα, έλαβε κυρίως υπόψη της τα τυπικά κριτήρια τα οποία δεν πληρούσε η Ελλάδα, όπως ο δανεισμός τίτλων και τα διαθέσιμα μέσα δανεισμού, η δυνατότητα ανοιχτών πωλήσεων, οι περιορισμοί στις εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές και η χαμηλή κεφαλαιοποίηση των μετοχών. Επιπλέον έπαιξαν ρόλο: η οικονομική ανάπτυξη της χώρας (το ακαθάριστο εθνικό εισόδημα πρέπει να είναι για τρία συνεχόμενα χρόνια 25% υψηλότερο από το σχετικό κατώφλι υψηλού εισοδήματος της Παγκόσμιας Τράπεζας) καθώς και η περιορισμένη κεφαλαιοποίηση των εισηγμένων (2,065 δισ. δολάρια για τις αναπτυγμένες).

Γεγονός είναι πάντως πως όλες οι απόψεις συγκλίνουν στην εκτίμηση πως το διπλό καθεστώς που διέπει πλέον το ελληνικό Χρηματιστήριο θα αποβεί προς όφελος των ελληνικών μετοχών, καθώς δημιουργεί προϋποθέσεις εισροής κεφαλαίων τόσο από χαρτοφυλάκια παθητικής διαχείρισης που επενδύουν σε ώριμες αγορές όσο και από επενδυτές που τοποθετούνται σε αναδυόμενα χρηματιστήρια.

Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, επειδή η υποβάθμιση από τη Morgan Stanley αυξάνει τη βαρύτητα των ελληνικών μετοχών στους διεθνείς δείκτες, αναμένονται σε πρώτη φάση καθαρές εισροές 500 εκατ. ευρώ από funds παθητικής διαχείρισης, ενώ το συνολικό ποσό εκτιμάται ότι μπορεί να φτάσει μεσοπρόθεσμα τα 2-3 δισ. ευρώ.

Συνολικά τους τελευταίους 15 μήνες (Ιούνιος 2012-Αύγουστος 2013) οι καθαρές εισροές κεφαλαίων από ξένους θεσμικούς επενδυτές στο ελληνικό Χρηματιστήριο αγγίζουν το 1 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τα στατιστικά δελτία της ΕΧΑΕ, αντιστρέφοντας την εικόνα ξεπουλήματος που παρουσίαζε το Χ.Α. από το 2007 μέχρι το 2012. Στη διάρκεια αυτής της εξαετίας, είχαν ρευστοποιηθεί ελληνικές μετοχές άνω των 8,3 δισ. ευρώ από ξένα χαρτοφυλάκια με αποτέλεσμα την κατάρρευση των αποτιμήσεων και την υποχώρηση του γενικού δείκτη από τις 5.346 μονάδες τον Νοέμβριο του 2007 στις 471 μονάδες τον Ιούνιο του 2012 (-91%).