Η "ορμπανοποίηση" των αμερικανικών ΜΜΕ είναι γεγονός

Δευτέρα, 29-Δεκ-2025 07:30

Η "ορμπανοποίηση" των αμερικανικών ΜΜΕ είναι γεγονός

Του Chris Herrmann 

Ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν και η κυβέρνησή του, του κόμματος Φίντεζ, έχουν χρησιμοποιήσει μεθοδικά νομικούς ελιγμούς για να υποτάξουν τα εχθρικά προς αυτούς μέσα και να αφοπλίσουν τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης. Ενώ το Συμβούλιο Μέσων επιβάλλει ασαφή πρότυπα "ισορροπημένης" ή "ηθικής" δημοσιογραφικής κάλυψης, πολιτικοί του Φίντεζ καταγγέλλουν επικριτικούς δημοσιογράφους ως ξένους πράκτορες ή προδότες. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο ραδιοφωνικός σταθμός Klubradio, ο οποίος έχασε την άδεια λειτουργίας του το 2021 με διαδικαστικά προσχήματα μετά από χρόνια κατά τα οποία χαρακτηριζόταν ως "εχθρικός".

Υπό τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης "ορμπανοποιούνται" με παρόμοιο τρόπο — όχι μέσω απαγορεύσεων ή επίσημης λογοκρισίας, αλλά μέσω της προεδρικής εξουσίας που ασκείται μέσω σημάτων, μοχλών πίεσης και ρυθμιστικής ευθυγράμμισης. Ο στόχος είναι να σταλεί ένα σαφές μήνυμα: η δημιουργία προβλημάτων έχει κόστος, η συμμόρφωση είναι ασφαλής.

Ενώ ο Τραμπ έχει από καιρό συκοφαντήσει τα λεγόμενα "ψεύτικα μέσα ενημέρωσης", επιτιθέμενος σταθερά στην αξιοπιστία των δημοσιογράφων, η δεύτερη θητεία του σηματοδοτεί μια στροφή από τη ρητορική επίθεση σε απτή δράση. Από τον Ιανουάριο του 2025, έχει απειλήσει να ανακαλέσει άδειες μετάδοσης, έχει υπονοήσει ότι συγκεκριμένοι δημοσιογράφοι πρέπει να ερευνηθούν και έχει κινήσει πολυάριθμες αγωγές εναντίον του CBS, του Wall Street Journal, του BBC και άλλων. Ως απάντηση, οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί έχουν αρχίσει να ασκούν "προληπτική υπακοή", προσαρμόζοντας τη συμπεριφορά τους επειδή φοβούνται την τιμωρία. 

Τον Σεπτέμβριο, αφού ο παρουσιαστής talk show Τζίμι Κίμελ εκφώνησε έναν μονόλογο που διακωμώδησε την κυβέρνηση, ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών (FCC), Μπρένταν Καρ, απείλησε το δίκτυο ABC που μεταδίδει την εκπομπή και αμφισβήτησε εάν η προβολή τέτοιου περιεχομένου πληρούσε τις "υποχρεώσεις δημόσιου συμφέροντος" των ραδιοτηλεοπτικών φορέων. Πριν τελειώσει η ημέρα, δύο από τους μεγαλύτερους ιδιοκτήτες σταθμών στη χώρα, οι Nexstar και Sinclair, απέσυραν την εκπομπή από τα συνεργαζόμενα κανάλια τους. Το ABC ανέστειλε  την εκπομπή του Κίμελ πριν τελικά αναστρέψει την απόφαση μια εβδομάδα αργότερα. Κανένας κανόνας δεν είχε αλλάξει, ωστόσο η αντιληπτή απειλή για τις άδειες ή τις εγκρίσεις συγχωνεύσεων ώθησε αυτές τις εταιρείες να δράσουν γρήγορα υπέρ της κυβέρνησης.

Αν η προληπτική υπακοή διαμορφώνει τη συμπεριφορά στις αίθουσες σύνταξης, η ιδιοκτησία καθορίζει ποιες συμπεριφορές μπορούν να επιβιώσουν. Τον Ιούλιο, η κυβέρνηση έδωσε το πράσινο φως για την πώληση της Paramount Global έναντι 8 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην Skydance Media, που ανήκει στον γνωστό σύμμαχο του Τραμπ, Ντέιβιντ Έλισον. Μόλις εβδομάδες πριν, η Paramount πλήρωσε στον Τραμπ 16 εκατομμύρια δολάρια για να διευθετήσει μια υπόθεση δυσφήμισης, τροφοδοτώντας τις εικασίες ότι η Paramount είχε στην πράξη πληρώσει για την έγκριση της συγχώνευσης. Με την απόκτηση της Paramount, ο Έλισον απέκτησε τον έλεγχο του CBS. Υποσχόμενος να αποκαταστήσει την "ισορροπία", ο Έλισον διόρισε γρήγορα την πολέμια του "woke” κινήματος Μπάρι Βάις ως αρχισυντάκτρια και τον πρώην διευθύνοντα σύμβουλο του συντηρητικού think tank Hudson Institute, Κεν Βάινσταϊν, ως διαμεσολαβητή. Δεν υπήρχε οδηγία από την κυβέρνηση, αλλά ο Τραμπ έσπευσε να μοιραστεί τον έπαινό του.

Κάθε βήμα σε αυτή τη σειρά ήταν νόμιμο: μια εταιρεία μέσων μαζικής ενημέρωσης συμβιβάζεται με τον πρόεδρο· η πώλησή της εγκρίνεται από ευθυγραμμισμένους ρυθμιστές· ο νέος ιδιοκτήτης της έχει σαφείς πολιτικές συμπάθειες· η ανώτατη διοίκηση αντικαθίσταται με επικριτές του "φιλελεύθερου τύπου". Συνολικά, επαναπροσδιορίζουν το τι είναι "υπεύθυνη" δημοσιογραφία και δημιουργούν μια γκρίζα ζώνη έγκρισης υπό αυτή τη δεύτερη θητεία Τραμπ.

Στην Ουγγαρία, ο Όρμπαν βασίστηκε στον παιδικό του φίλο Λόριντς Μέσαρος για να αγοράσει επικριτικά μέσα και να τα μετατρέψει σε φιλοκυβερνητικά. Η εξαγορά του CBS News από τον Έλισον μέσω της Paramount αντηχεί τα αρχικά στάδια αυτού του μοτίβου: ένας πολιτικά ευθυγραμμισμένος αγοραστής, ένας ρυθμιστής που ανοίγει τον δρόμο, και μια αίθουσα σύνταξης που καταλαβαίνει ποια κίνητρα διέπουν τώρα το μέλλον της.

Διαφορετικό κανάλι, ίδιος σταθμός

Οι Αμερικανοί εμπιστεύονται σταθερά τις τοπικές ειδήσεις περισσότερο από κάθε άλλη πηγή πληροφόρησης. Υπό τον Τραμπ, η αλλαγή ιδιοκτησίας και η συγκέντρωση των τοπικών σταθμών αναδιαρθρώνουν σιωπηλά αυτό το οικοσύστημα.

Οι κανόνες της FCC θέτουν ανώτατο όριο στην ιδιοκτησία σταθμών στο 39%, αλλά ο Καρ έχει σαφώς δηλώσει ότι θεωρεί αυτά τα όρια "αρχαϊκά". Αν αλλάξουν οι κανόνες, θα ανοίξει ο δρόμος για την προσφορά ύψους 6,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων της Nexstar για την απόκτηση της Tegna, ενός μεγάλου διαχειριστή τοπικών ειδησεογραφικών σταθμών στις ΗΠΑ. Αυτή η κίνηση θα έδινε στην Nexstar τον έλεγχο 265 τοπικών σταθμών, επεκτείνοντας περαιτέρω την κυριαρχία της μεγαλύτερης εταιρείας τοπικής ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης στην Αμερική. Επιπλέον, η Nexstar — και ο ανταγωνιστής της, η Sinclair — ήδη απαιτούν από τους τοπικούς συνεργάτες τους να μεταδίδουν επιφυλλίδες που υποστηρίζουν συντηρητικές θέσεις, οι οποίες εκφωνούνται από έμπιστους τοπικούς παρουσιαστές που εμφανίζονται ως μη κομματικοί στους θεατές.

Αυτές οι επιφυλλίδες αποκτούν ιδιαίτερο βάρος όταν παράλληλα έχουν ληφθεί ενέργειες κατά της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης. Η νομοθεσία One Big Beautiful Bill κατήργησε την ομοσπονδιακή χρηματοδότηση για το NPR, το PBS και την Corporation for Public Broadcasting, τους μόνους εθνικούς, μη εμπορικούς ειδησεογραφικούς οργανισμούς στις ΗΠΑ. Η αποδυνάμωσή τους δεν είναι μόνο συμβολική: αφαιρεί τον δομικό ανταγωνισμό για τους μεγάλους εταιρικούς ραδιοτηλεοπτικούς φορείς, ακριβώς τη στιγμή που αυτοί εξαρτώνται περισσότερο από τη ρυθμιστική εύνοια.

Η Ουγγαρία προσφέρει την πιο σαφή προεπισκόπηση, έστω κι αν δεν αποτελεί ακριβές αντίγραφο. Ο Όρμπαν δεν ξεκίνησε κλείνοντας αίθουσες σύνταξης· αποδυνάμωσε τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς μέσω του Ταμείου Υπηρεσιών και Υποστήριξης Μέσων και επέτρεψε σε πιστούς επιχειρηματίες να κυριαρχήσουν στα ιδιωτικά μέσα με τη δημιουργία του Κεντροευρωπαϊκού Ιδρύματος Τύπου και Μέσων (KESMA), ενός κεντρικοποιημένου ομίλου μέσων ευθυγραμμισμένου με το Φίντεζ. Όπως ακριβώς η Nexstar και η Sinclair, οι σταθμοί της KESMA συχνά προβάλλουν συντονισμένες επιθέσεις εναντίον επικριτών και στοχοποιούν τους λίγους εναπομείναντες ανεξάρτητους δημοσιογράφους, όπως εκείνους του Atlatszo.

Στο ουγγρικό μονοπάτι

Οι ΗΠΑ δεν είναι Ουγγαρία. Ο αμερικανικός τύπος παραμένει πιο πλουραλιστικός, τα δικαστήριά του πιο ανεξάρτητα και η κοινωνία των πολιτών του πιο ανθεκτική από την ουγγρική. Η επιστροφή της εκπομπής του Τζίμι Κίμελ μετά από δημόσια κατακραυγή, και η συνέχιση της ερευνητικής δημοσιογραφίας από το πρώην διαπιστευμένο σώμα δημοσιογράφων του Πενταγώνου, μετά την απώλεια της πρόσβασής του, δείχνουν ότι υπάρχουν όρια στην πίεση του Τραμπ.

Αλλά το μάθημα από την Ουγγαρία είναι ότι η άλωση των μέσων δεν συμβαίνει εν μία νυκτί. Συμβαίνει σταδιακά, μέσω κινήτρων και όχι εντολών, καθώς η ρυθμιστική διακριτική ευχέρεια, η συγκέντρωση της ιδιοκτησίας και τα πολιτικά σήματα αρχίζουν να ευθυγραμμίζονται. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι δημοσιογράφοι προσαρμόζονται όχι επειδή τους το διατάζουν, αλλά επειδή η οδός της ελάχιστης αντίστασης περνά όλο και περισσότερο μέσα από τη συμμόρφωση. Η Αμερική δεν έχει χάσει τον ελεύθερο τύπο της. Όμως οι συνθήκες που καθιστούν δυνατή την ανεξάρτητη δημοσιογραφία διαβρώνονται.

Διαβάστε το άρθρο στην αρχική του δημοσίευση εδώ.

Επιμέλεια - Απόδοση: Νικόλας Σαπουντζόγλου