Τι εξηγεί την νίκη του Μαμντάνι
Τετάρτη, 05-Νοε-2025 12:02
Του Κώστα Ράπτη
Η Νέα Υόρκη δεν είναι η πιο αντιπροσωπευτική πόλη των Ηνωμένων Πολιτειών, είναι όμως πάντα η πραγματική πρωτεύουσα του παγκόσμιου καπιταλισμού. Εκλέγοντας τον Ζόραν Μαμντάνι ως δήμαρχό της απέδειξε ότι είναι και ένα ενδιαφέρον πολιτικό εργαστήριο.
Η ανάδειξη στην κορυφαία θέση της μεγαλούπολης ενός 34χρονου που αυτοπροσδιορίζεται ως σοσιαλιστής, κατάγεται από την Ινδία και μεγάλωσε στην Ουγκάντα, απέκτησε την αμερικανική υπηκοότητα πριν μόλις επτά χρόνια, αναφέρεται υπερηφάνως στη μουσουλμανική του πίστη και διεκδίκησε αρχικώς το χρίσμα των Δημοκρατικών και κατόπιν τη δημαρχία από τη θέση του απόλυτου outsider, έχοντας απέναντί του το νεογιορκέζικο κατεστημένο, την πολιτική δυναστεία των Κουόμο και εντέλει τον ίδιο τον πρόεδρο Τραμπ, αποτελεί οπωσδήποτε μεγάλη πολιτική έκπληξη.
Μία έκπληξη η οποία κατέστη δυνατή χάρη στη διάψευση της "παραδεδομένης σοφίας” για το πώς κερδίζονται στις μέρες μας οι εκλογές, ήτοι με έμφαση στην επικοινωνία, με όπλο τις προεκλογικές χορηγίες, με μετατόπιση στο "κέντρο”, με λείανση των αιχμών που θα μπορούσαν να δυσαρεστήσουν τη μία ή την άλλη κατηγορία ψηφοφόρων (ή χορηγών) και ολοένα και πιο συχνά πλέον με προβολή των φόβων για τα χειρότερα και όχι της ελπίδας.
Με τον Μαμντάνι συνέβησαν τα ακριβώς αντίθετα.
Η στήριξή του από ένα δίκτυο 100.000 εθελοντών έδειξε την μεγάλη ζήτηση που υπάρχει σε αξιοσημείωτο τμήμα του εκλογικού σώματος για ενεργό πολιτική εμπλοκή και αποδείχθηκε αποτελεσματικότερη των λιγότερο παραδοσιακών μεθόδων διεξαγωγής προεκλογικής καμπάνιας. Το οργανωτικό αυτό ατού συμπλήρωσε ή μάλλον υπερέβη το υπαρκτό προσωπικό του χάρισμα.
Η αποκήρυξή του από τους φορείς ποικίλων προνομίων και τους κάθε είδους εκφραστές της "σωφροσύνης” λειτούργησε στα μάτια των οικονομικά συμπιεσμένων και πολιτικά απογοητευμένων ψηφοφόρων ως πιστοποίηση αυθεντικότητας και αξιοπιστίας του 34χρονου υποψηφίου. Η δαιμονοποίησή του ως "κομμουνιστή” και "τζιχαντιστή” αποδείχθηκε προϊόν πανικού και συνταγή αποτυχίας.
Και το κυριότερο: Ο Μαμντάνι ξεγλίστρησε από την παγίδα των ταυτοτικών αντιπαραθέσεων, επιμένοντας στο πραγματικό πρόβλημα της κρίσης του κόστους διαβίωσης στη Νέα Υόρκη και συμπυκνώνοντάς το σε μία τριπλή εξαγγελία: πάγωμα ενοικίων για δύο εκατομμύρια δικαιούχους, δωρεάν λεωφορεία και πυκνό δίκτυο παιδικών σταθμών, με χρηματοδότηση από αύξηση του φόρου περιουσίας. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί και η υπόσχεση για στροφή της πολιτικής ασφάλειας από την στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας στην προνοιακή αντιμετώπιση της κρίσης αστεγίας και ψυχικής υγείας.
Όλα αυτά χωρίς να υποστέλλει την μεταναστευτική καταγωγή του, την μουσουλμανική του πίστη, τη φιλοπαλαιστινιακή του στάση ή τις θέσεις του υπέρ των τρανς και των γυναικών, τις οποίες μετέτρεψε σε μοχλό "συμπερίληψης” ενός ποικιλόμορφου ακροατηρίου, την ώρα που οι αντίπαλοί του πόνταραν στην πόλωση.
Οι ήπιες σοσιαλδημοκρατικές παρεμβάσεις που προτείνει ο Μαμντάνι αποτελούν "ακρότητα” με τα σημερινά αμερικανικά μέτρα. Και είναι πολύ αμφίβολο εάν θα υλοποιηθούν, όταν οι μεγαλοϊδιοκτήτες της πόλης, η τοπική Αστυνομία, η πολιτεία της Νέας Υόρκης και η ομοσπονδιακή εξουσία του Ντόναλντ Τραμπ (που απειλεί με διακοπή της χρηματοδότησης και αποστολή στρατευμάτων) κρατούν τα περισσότερα χαρτιά στα χέρια τους.
Ωστόσο, η μετατόπιση στα "άκρα” αποδίδει σε καιρούς κρίσης, όπως έχει ήδη αποδείξει με άλλο τρόπο η ανάδυση του Τραμπ, ενώ ο "λαϊκισμός” είναι και αυτός μια άκρως αμερικανική παράδοση. Το υπενθύμισε αυτό ο Μαμντάνι ξεκινώντας την επινίκια ομιλία του με αναφορά στον Γιουτζίν Ντεμπς, θρυλικό υποψήφιο πρόεδρο των αρχών του 20ού αιώνα.
Στην ίδια ομιλία, ο αυριανός δήμαρχος της Νέας Υόρκης κατέστησε σαφές ότι προβάλλει την νίκη του ως πρότυπο για την ανάκαμψη συνολικά του Δημοκρατικού Κόμματος. Αυτού που αν δεν είχε οδηγηθεί στην καταρράκωση την περίοδο Μπάιντεν-Χάρις, πολύ δύσκολα θα έδινε το χρίσμα του σε έναν 34χρονο σοσιαλιστή.