Οι τελευταίοι της Κατoχής
Κυριακή, 26-Οκτ-2025 12:49
Σχόλιο της Δήμητρας Κυρανούδη
Η γιαγιά Φιλιώ γεννήθηκε στην Καλαμαριά, από γονιούς πρόσφυγες της Σμύρνης. Ηταν οκτώ χρόνων όταν κηρύχθηκε ο Πόλεμος στις 28 Οκτωβρίου του 1940. "Ηρθε ο καβαλάρης στο σχολείο. Η δασκάλα είπε να φύγουμε", επαναλάμβανε. Αυτό ήταν όλο. Οκτώ χρονών και από τότε δεν ξαναπήγε σχολείο. Μεχρι να πεθάνει θυμόταν την πείνα, την μπομπότα, τα ψάρια που έπιανε ο πατέρας της και τα άρπαζε αχόρταγα η Βέρμαχτ, ενώ ακόμη σπαρταρούσαν στον Θερμαϊκό.
Ο άνδρας της, ο παππούς Γιώργος, παιδί προσφύγων από τον Τσεσμέ έφτασε στη Θεσσαλονίκη, αφότου οι Ναζί σε αντίποινα έκαψαν το σπιτικό που με κόπο είχαν χτίσει στη δεύτερη πατρίδα τους, τη Σκιάθο.
Οι άλλοι παππούδες στο χωριό, το Παλαιοχώρι Παγγαίου, έζησαν τη βουλγαρική Κατοχή. Η γιαγιά Δήμητρα λίγο πριν πέθανει είχε πει ότι το μεγαλύτερο κακό στη ζωή της ήταν η πείνα: "Δέκα κιλά γάλα άρμεγε ο μπαμπάς μου, τα οκτώ τα έπαιρναν οι Βούλγαροι και άφηναν δύο κιλά για έξι άτομα". Από τύχη γλίτωσε, όταν μικρό παιδί, "σαν αδέσποτο", όπως έλεγε, μπλέχτηκε στα πόδια Βούλγαρων που είχαν στήσει στο απόσπασμα χωριανούς.
Ο παππούς Πολυχρόνης, σήμερα 95 χρονών, θυμάται με δάκρυα τη χειρότερη ανάμνηση της ζωής του: όταν ως παιδάκι είδε τους Βούλγαρους να δέρνουν αλύπητα στα καπνά τον μπαμπά του, που είχε πολεμήσει στο Αλβανικό Μέτωπο αλλά και στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ξύλο και πείνα ήταν και γι αυτόν η Κατοχή.
Το σιωπηλό, παιδικό τραύμα της
Κατοχής Παράλληλες ζωές τεσσάρων ανθρώπων της ίδιας γενιάς. Είναι οι παππούδες και οι γιαγιάδες όλης της Ελλάδας. Τα παιδιά της Κατοχής. Πεινασμένα, φοβισμένα, στερήθηκαν τα γράμματα, τις βάσεις για ένα καλύτερο μέλλον. Μια γενιά που ακόμη, σε βαθιά γεράματα, κρατά τη μπουκιά ψωμί με θρησκευτική ευλάβεια στο στόμα, σαν το πιο ακριβό εδεσμα. "Να τρώτε το φαγητό σας, μη δείτε πόλεμο και πείνα " η τελευταία λέξη κάθε γιαγιάς. "Να τρώτε".
Τα παιδιά της Κατοχής, έζησαν μετά και τον Εμφύλιο, παρέλαβαν στην εφηβεία μια χώρα ερείπιο. Ο παππούς Πολυχρόνης και η γιαγιά Δήμητρα ξενιτεύθηκαν, εργάτες στη βαριά βιομηχανία του Ρουρ, συμβάλλοντας αργότερα στο "γερμανικό όνειρο". Μετά πίσω στο χωριό για μια νέα αρχή. Ζωές κατακερματισμένες, όπως η Ευρώπη του εικοστού αιώνα. Ογδόντα χρόνια μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, τα παιδιά της Κατοχής φεύγουν. Ο παππούς δεν πάει πια στο καφενείο. "Με ποιους να παίξω χαρτιά; Δεν έχει μείνει κανείς".
Τα παιδιά της Κατοχής έμαθαν να είναι σιωπηλά, να υπομένουν. Δεν έλαβαν αποζημιώσεις και τιμές, πενιχρές αγροτικές συντάξεις μόνο.Και φεύγουν το ίδιο σιωπηλά, αγόγγυστα, δωρικά στα ξεχασμένα χωριά της ελληνικής επαρχίας.
Η μάχη τους για επιβίωση, το σιωπηλό παιδικό τραύμα, ο διαρκής αγώνας για μια καλύτερη ζωή είναι μια υπενθύμιση. Ότι η ελευθερία είναι κεκτημένη μέχρι να απειληθεί ξανά και ότι η ελπίδα για μια καλύτερη ζωή είναι δικαίωμα κάθε παιδιού: στην Ελλάδα, τη Γερμανία, την Ουκρανία, τη Γάζα, το Σουδάν.
Πηγή: Deutsche Welle