Capital Economics: Η επίδραση του Ταμείου Ανάκαμψης στην ελληνική οικονομία - Πόσο ενίσχυσε την ανάπτυξη

Παρασκευή, 10-Οκτ-2025 18:19

Capital Economics: Η επίδραση του Ταμείου Ανάκαμψης στην ελληνική οικονομία - Πόσο ενίσχυσε την ανάπτυξη

Σύμφωνα με την Capital Economics, το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης (Next Generation EU – NGEU) έχει ενισχύσει το ΑΕΠ χωρών όπως η Ελλάδα και η Ιταλία κατά περίπου 1,5% συνολικά στη διάρκεια ζωής του, που εκτείνεται σε έξι χρόνια. Ωστόσο, η επίδρασή του εξηγεί μόνο μέρος της πρόσφατης οικονομικής επίδοσης των χωρών αυτών. Το πρόγραμμα εκτιμάται ότι θα αρχίσει να "σβήνει" σταδιακά μετά το 2026, επιδρώντας ελαφρώς αρνητικά στους ρυθμούς ανάπτυξης από το 2027 και έπειτα.

Το Ταμείο Ανάκαμψης ξεκίνησε το 2020 και προβλέπεται να ολοκληρωθεί το 2026. Η σημαντικότερη συνιστώσα του είναι ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), που περιλαμβάνει έως και 725 δισ. ευρώ (περίπου 4% του ΑΕΠ της Ε.Ε. το 2024) σε επιχορηγήσεις και δάνεια προς τα κράτη-μέλη, συνδεδεμένα με συγκεκριμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Οι πιο πληγείσες και οικονομικά ασθενέστερες χώρες έλαβαν το μεγαλύτερο ποσοστό επιχορηγήσεων, ενώ τα δάνεια κατανέμονται ανάλογα με το εθνικό εισόδημα κάθε χώρας – αν και αρκετές κυβερνήσεις επέλεξαν να μην τα αξιοποιήσουν.

Η αξιολόγηση του πραγματικού αντικτύπου τέτοιων προγραμμάτων είναι πάντα δύσκολη, δεδομένου ότι δεν υπάρχει σαφές "αντίθετο σενάριο" για σύγκριση. Παρόλα αυτά, είναι εμφανές ότι ο RRF ενίσχυσε τις επενδύσεις, ιδίως στις οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου. Η χρηματοδότηση εστιάστηκε κυρίως σε πράσινες και ψηφιακές επενδύσεις. Από το τέλος του 2019 έως το δεύτερο τρίμηνο του 2025, οι επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 70% στην Ελλάδα και 37% στην Ιταλία, τη στιγμή που στο σύνολο της Ευρωζώνης η αύξηση ήταν μόλις 6%.

Ωστόσο, σύμφωνα με την Capital Economics, η επίδραση στο ΑΕΠ είναι περιορισμένη. Έρευνα της ΕΚΤ εκτίμησε ότι ο RRF αύξησε το ΑΕΠ της Ευρωζώνης κατά μόλις 0,2% την περίοδο 2020–2024. Στην Ισπανία και την Ιταλία η επίδραση υπολογίστηκε μεταξύ 0,5% και 0,8%, ενώ σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Κροατία πιθανότατα ήταν υψηλότερη, καθώς έλαβαν μεγαλύτερο μερίδιο των κονδυλίων.

Μέχρι τον Μάιο του 2025 είχε απορροφηθεί μόλις το 49% των διαθέσιμων κονδυλίων. Θεωρητικά, αυτό αφήνει περιθώρια επιτάχυνσης, όμως, όπως σημειώνει η Capital Economics, ορισμένα κράτη κινδυνεύουν να μην λάβουν το σύνολο της χρηματοδότησης, καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει καταστήσει σαφές ότι απαιτείται επίσπευση των μεταρρυθμίσεων για την εκταμίευση των επόμενων δόσεων. Ακόμη κι αν αυξηθεί η ροή κεφαλαίων, οι διοικητικές αδυναμίες ενδέχεται να εμποδίσουν την πραγματική απορρόφηση.

Επιπλέον, η απόδοση των επενδύσεων μέσω του Ταμείου φαίνεται να μειώνεται, καθώς οι περισσότερες χώρες έχουν πλέον λιγότερα αποθέματα παραγωγικής δυναμικότητας από ό,τι στην αρχή του προγράμματος. Αυτό σημαίνει ότι νέες εκταμιεύσεις μπορεί να εκτοπίσουν ιδιωτικές επενδύσεις, περιορίζοντας έτσι τα οφέλη. Αν το πρόγραμμα συνεχίσει με παρόμοια αποτελεσματικότητα, η συνολική αύξηση του ΑΕΠ για τις χώρες του Νότου υπολογίζεται περίπου στο 1%–1,5%, ενώ για το σύνολο της Ευρωζώνης γύρω στο 0,3%.

Η λήξη του προγράμματος το 2026 δεν αναμένεται να δημιουργήσει "γκρεμό" στη χρηματοδότηση. Πολλά κονδύλια που θα έχουν εγκριθεί ως τότε πιθανότατα θα συνεχίσουν να δαπανώνται τα επόμενα χρόνια. Έτσι, αν και η σταδιακή παύση του Ταμείου θα αποτελέσει "αρνητικό άνεμο" για τις οικονομίες του Νότου, δεν προβλέπεται απότομη επιβράδυνση των επενδύσεων ή της οικονομικής δραστηριότητας.

Από την άλλη, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που συνοδεύουν το πρόγραμμα φαίνεται να είχαν μικρότερο του αναμενόμενου αντίκτυπο. Παρότι υπάρχουν θετικά παραδείγματα –όπως η μείωση του φόρτου στα δικαστήρια της Ιταλίας– ορισμένες αλλαγές είχαν ήδη ξεκινήσει πριν από την έναρξη του Ταμείου, ενώ, όπως αναφέρει η Capital Economics, υπάρχουν ισχυρά κίνητρα για τα κράτη-μέλη να παρουσιάζουν την πρόοδό τους με "υπεραισιόδοξο" τρόπο.

Παρά το επικείμενο τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης, η Capital Economics αναμένει ότι οι περισσότερες χώρες της Νότιας Ευρώπης θα συνεχίσουν να υπεραποδίδουν τα επόμενα χρόνια. Η Ισπανία και η Πορτογαλία ευνοούνται από τη συνεχιζόμενη εισροή μεταναστών, ενώ η Ελλάδα εξακολουθεί να ανακτά χαμένο έδαφος σε όρους παραγωγικότητας μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική και τη δημοσιονομική κρίση. Αντίθετα, η Ιταλία παραμένει η αδύναμη εξαίρεση, με αναιμική ανάπτυξη τα τελευταία δύο χρόνια και χαμηλές προοπτικές για το μέλλον, παρά τη στήριξη που παρείχε το Ταμείο Ανάκαμψης.