Τι επέτρεψε την έγκριση του σχεδίου Τραμπ για τη Γάζα

Πέμπτη, 09-Οκτ-2025 11:30

Τι επέτρεψε την έγκριση του σχεδίου Τραμπ για τη Γάζα

Του Κώστα Ράπτη

Μία βασική αρχή των ΗΠΑ και του Ισραήλ για το Μεσανατολικό τα τελευταία τουλάχιστον είκοσι χρόνια ήταν ότι το ζήτημα δεν επιτρέπεται να διεθνοποιηθεί, παρά πρέπει να περιορίζονται οι εκάστοτε διευθετήσεις στο πλαίσιο που δημιουργούν οι συναινέσεις μεταξύ των δύο αυτών μερών. Και ο λόγος βέβαια είναι για "διευθετήσεις”, διότι η δεύτερη βασική αρχή είναι η αποφυγή μιας οριστικής επίλυσης, με διαρκή μετάθεσή της σε κάποιο ασαφές μέλλον.

Το σχέδιο Τραμπ για τη Γάζα δεν παρεκκλίνει ουσιωδώς από αυτή τη φιλοσοφία: δεν προβλέπει αξιοσημείωτο ρόλο για τον ΟΗΕ, δεν στηρίζεται στο κεκτημένο των ψηφισμάτων του και δεν περιλαμβάνει εγγυήσεις που θα αποτρέπουν την κατάρρευσή του στην πρώτη ευκαιρία - όπως συνέβη με τις προηγηθείσες συμφωνίες κατάπαυσης του πυρός του Νοεμβρίου 2023 και του Ιανουαρίου 2025, οι οποίες επέτρεψαν στο Ισραήλ να πετύχει την απελευθέρωση του μεγαλύτερου αριθμού των ομήρων της 7ης Οκτωβρίου 2023.

Όμως το σχέδιο Τραμπ εμφανίζει μιαν ενδιαφέρουσα διαφορά: την εμφανέστερη εμπλοκή στην διαπραγμάτευση, αλλά και τους μηχανισμούς υλοποίησης της συμφωνίας, μουσουλμανικών χωρών της περιοχής (παραδοσιακά φιλικών προς τις ΗΠΑ και ανεκτών από το Ισραήλ), με την προσθήκη μάλιστα της Τουρκίας.

Ήταν ένας τρόπος αυτός, ώστε να εξασφαλισθεί η ρυμούλκηση της Χαμάς, η οποία, παρά τα όσα υψιπετή λέγονται για την εκρίζωσή της, ήταν ακριβώς ο κύριος συνομιλητής (έστω και σε σχήμα έμμεσων διαπραγματεύσεων) στο Σαρμ ελ Σέιχ – ο παράγοντας που θα επιτρέψει την απελευθέρωση των ομήρων, χωρίς να έχει δεσμευθεί για τον δικό της αφοπλισμό.

Η αναμενόμενη δημοσιοποίηση των λεπτομερειών της πρώτης φάσης της συμφωνίας θα καταδείξει πού ακριβώς ισορρόπησε αυτή τη στιγμή το εκκρεμές.

Σε κάθε περίπτωση, το Ισραήλ απέδειξε ότι μετά από δύο χρόνια αιματοχυσίας ήρθε αντιμέτωπο με ένα όριο: εσωτερικών αντοχών, διεθνούς (απο)νομιμοποίησης, ίσως και επιχειρησιακό. Η απελευθέρωση των ομήρων θα λειτουργήσει ανακουφιστικά για την κυβέρνηση Νετανιάχου σε ό,τι αφορά το εγχώριο μέτωπό της, ενώ οι υπερφίαλες φιλοδοξίες για κατοχή και εθνοκάθαρση της Γάζας, τυπική προσάρτηση της Δυτικής Όχθης κ.ο.κ. μπαίνουν προσωρινά στο ράφι.

Προφανώς ο Ντόναλντ Τραμπ έχει κάθε λόγο να επαίρεται ότι κατάφερε μετά από εννέα μήνες προεδρίας περισσότερα από την κυβέρνηση Μπάιντεν. Κύριο κίνητρό του θα πρέπει να θεωρήσουμε την ανάγκη προστασίας του Ισραήλ, ακόμη και ενάντια στους αδιάλλακτους ηγέτες του, από τα απονομιμοποιητικά αποτελέσματα της συνέχισης της σφαγής στη Γάζα, τα οποία ο ένοικος του Λευκού Οίκου είναι σε θέση να διαπιστώνει όχι μόνο στη διεθνή σκηνή, αλλά και μεταξύ των ψηφοφόρων του.

Δεν μένει παρά να ελπίζει κανείς ότι όλα αυτά δεν είναι απλώς παραμερισμός μιας εστίας έντασης, ώστε να υπάρξει περισσότερο "μυώδης” ενασχόληση με άλλες – στην Ουκρανία, το Ιράν ή τη Βενεζουέλα.

Από εκεί και πέρα, η επιστράτευση τοπικών "υπεργολάβων”, ώστε να μειωθεί το βάρος της αμερικανικής εμπλοκής, χωρίς να διακυβευθεί συνολικά η πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στην περιοχή, ξαναφέρνει στο προσκήνιο το πνεύμα των "Συμφωνιών του Αβραάμ” και τις (διόλου αδιάφορες στον Τραμπ) επικερδείς συμπράξεις που θα μπορούσαν να επιτευχθούν. Ο ίδιος ο Νετανιάχου με την αναφορά του στις "σχέσεις με τους γείτονες” δείχνει ότι το αντιλαμβάνεται αυτό.

Όμως οι "Συμφωνίες του Αβραάμ” προέκυψαν σε μία συγκυρία κατά την οποία οι αραβικές μοναρχίες και οι λοιποί παίκτες ήταν περισσότερο απορροφημένοι από την "ιρανική απειλή” και πεισμένοι ότι το παλαιστινιακό ζήτημα μπορούσε να παρακαμφθεί, χωρίς ιδιαίτερους κραδασμούς εντός των δικών τους κοινωνιών. Έκτοτε, η θεαματική επάνοδος του παλαιστινιακού στο προσκήνιο, η ραγδαία σχετικοποίηση της ισχύος του Ισραήλ και του κύρους των ΗΠΑ, η συμφιλίωση με το Ιράν έπειτα από κινεζική διαμεσολάβηση και η ευρύτερη στροφή προς τη συνεργασία με τις δυνάμεις των Brics, ασφαλώς επιβάλλει συνθετότερους υπολογισμούς.