Ανάλυση: Απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο αλλά με μέτρο καθώς υπάρχει κίνδυνος εκτροχιασμού των τιμών
Τετάρτη, 17-Σεπ-2025 07:30
Του Χάρη Φλουδόπουλου
Η ενεργειακή στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης εισέρχεται σε μια κρίσιμη φάση. Παρά τις εντεινόμενες πιέσεις της Ουάσινγκτον για ταχύτερη διακοπή των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου, οι Βρυξέλλες παραμένουν αμετακίνητες στο στόχο που έχει τεθεί για πλήρη απεξάρτηση έως την 1η Ιανουαρίου 2028. Η επιλογή αυτή δεν είναι τυχαία, αλλά αποτυπώνει την αγωνία να βρεθεί η χρυσή ισορροπία ανάμεσα στη γεωπολιτική στόχευση και τη διασφάλιση της ενεργειακής σταθερότητας.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ, με αιχμή τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και τον υπουργό Ενέργειας Κρις Ράιτ, έχει απευθύνει ξεκάθαρο μήνυμα προς τους Ευρωπαίους συμμάχους: το ρωσικό αέριο πρέπει να βγει από το ενεργειακό μείγμα νωρίτερα. Σε επιστολή του προς τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, ο Τραμπ ζήτησε την πλήρη παύση των εισαγωγών "το συντομότερο δυνατόν". Στην ίδια γραμμή, ο Ράιτ, μιλώντας στο συνέδριο Gastech στο Μιλάνο, παρουσίασε τα φιλόδοξα σχέδια της Ουάσινγκτον να επεκτείνει τις εξαγωγές LNG προς την Ευρώπη, αξιοποιώντας το κενό που αφήνει η Μόσχα.
Η στρατηγική είναι προφανής: η απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο όχι μόνο υπηρετεί γεωπολιτικούς στόχους, αλλά ενισχύει και τον ρόλο του αμερικανικού LNG ως βασικού προμηθευτή της ευρωπαϊκής αγοράς.
Απέναντι στις πιέσεις, η Κομισιόν εμφανίζεται αμετακίνητη. Η εκπρόσωπος Ενέργειας, Άννα-Καΐσα Ίτκονεν, τόνισε ότι η πρόταση που κατατέθηκε τον Ιούνιο για πλήρη διακοπή μέχρι το τέλος του 2027 παραμένει ο οδικός χάρτης. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Επίτροπος Ενέργειας Νταν Γιόργκενσεν υπογράμμισε ότι η σταδιακή απεξάρτηση έχει σχεδιαστεί με στόχο τη σταθερότητα, ώστε να αποφευχθούν αιφνίδιες ανατιμήσεις και διαταραχές εφοδιασμού.
Η ΕΕ γνωρίζει καλά ότι οποιαδήποτε βεβιασμένη κίνηση μπορεί να υπονομεύσει την ανταγωνιστικότητα των οικονομιών της, ιδιαίτερα σε χώρες που εξακολουθούν να βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στο ρωσικό pipeline gas.
Το καμπανάκι του Oxford Institute
Η ανάλυση του Oxford Institute for Energy Studies έρχεται να ενισχύσει τις ευρωπαϊκές επιφυλάξεις. Σύμφωνα με τη μελέτη, η εφαρμογή της προγραμματισμένης απεξάρτησης από 1/1/2028 θα έχει περιορισμένες επιπτώσεις στις τιμές, καθώς μέχρι τότε αναμένεται υπερπροσφορά LNG διεθνώς, ενώ θα έχει ξεκινήσει η παραγωγή από νέα κοιτάσματα στη Μαύρη Θάλασσα (Ρουμανία, Τουρκία).
Στην περίπτωση αυτή, η αύξηση του TTF θα περιοριστεί μόλις στα 0,20 δολ./MMBtu (0,58 €/MWh), δηλαδή πρακτικά αμελητέα. Ακόμη και η απώλεια του ρωσικού αερίου μέσω TurkStream, που διοχετεύεται προς τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, θα οδηγούσε σε επιβάρυνση μόλις 0,27 δολ./MMBtu, με λίγο υψηλότερες τιμές σε Ουγγαρία, Σλοβακία και Αυστρία.
Ωστόσο, το σκηνικό αλλάζει ριζικά εάν η απεξάρτηση επισπευσθεί για το 2026, όπως επιθυμούν οι ΗΠΑ. Η μελέτη προειδοποιεί για σχεδόν διπλασιασμό των τιμών: στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη το κόστος θα μπορούσε να ξεπεράσει τα 20 δολ./MMBtu (58 €/MWh), έναντι τρέχουσας τιμής 32,15 €/MWh. Ακόμη και μεγάλες οικονομίες όπως η Γερμανία και η Ιταλία θα βίωναν σημαντικές αυξήσεις, με τιμές πάνω από 18 δολ./MMBtu.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η επίπτωση δεν θα είναι ίδια σε όλη την Ευρώπη. Οι χώρες με ανεπτυγμένη υποδομή LNG –όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα– ή με πρόσβαση σε νέες πηγές, θα δουν μικρότερες αυξήσεις (περίπου στα 11 δολ./MMBtu). Αντίθετα, κράτη χωρίς εναλλακτικές, όπως η Ουγγαρία ή η Σλοβακία, κινδυνεύουν με ασφυκτική πίεση.
Η διαφοροποίηση αυτή προοιωνίζεται και πολιτικές εντάσεις στο εσωτερικό της Ένωσης, καθώς δεν αποκλείεται να αναζωπυρωθεί η συζήτηση περί "εξαιρέσεων" ή νέων μηχανισμών στήριξης για τις πιο ευάλωτες οικονομίες.
Σε κάθε περίπτωση η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα δύσκολο δίλημμα: να ακολουθήσει τη γραμμή των ΗΠΑ για ταχεία αποδέσμευση, με ρίσκο εκτόξευσης των τιμών, ή να επιμείνει στον δικό της σχεδιασμό, θωρακίζοντας τις αγορές της αλλά με καθυστερημένη γεωπολιτική απόσπαση από τη Μόσχα.
Προς το παρόν, η απάντηση της Ε.Ε. είναι ότι το 2028 παραμένει η κόκκινη γραμμή. Όμως, η αμερικανική πίεση συνεχίζεται και είναι σαφές ότι τους επόμενους μήνες το ζήτημα θα βρεθεί στο επίκεντρο των διατλαντικών σχέσεων.