Κίνδυνος παγκοσμιοποίησης της σύγκρουσης: Οι εξήντα ημέρες που θα κρίνουν την ουκρανική κρίση

Σάββατο, 23-Νοε-2024 20:00

29191400

Δέκα χρόνια μετά την έναρξη των (εμφύλιων) εχθροπραξιών στο Ντονμπάς και χίλιες ημέρες μετά την εισβολή της Ρωσίας, η κατάσταση σε ό,τι αφορά την Ουκρανία είναι κρισιμότερη από ποτέ. Αλλά δεν κρίνεται εν προκειμένω μόνο η τύχη μιας συγκεκριμένης χώρας: η ανοιχτή παγκοσμιοποίηση της σύγκρουσης, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό όταν εμπλέκονται πυρηνικές δυνάμεις, είναι περισσότερο πιθανή από ποτέ. 

Το ομολογεί αυτό λ.χ. ο Πολωνός πρωθυπουργός Ντόναλντ Τουσκ, όταν δηλώνει: "Ο πόλεμος στην Ανατολή εισέρχεται σε μια καθοριστική φάση, νιώθουμε ότι το άγνωστο πλησιάζει. Οι τελευταίες ώρες έχουν δείξει ότι η απειλή είναι σοβαρή και πραγματική σε ό,τι αφορά μια παγκόσμια σύγκρουση".

Την ίδια ώρα, στο Κίεβο το ουκρανικό κοινοβούλιο ακύρωνε την προγραμματισμένη συνεδρίασή του λόγω ενδείξεων για αυξημένο κίνδυνο ρωσικών επιθέσεων κατά της συνοικίας με τα κυβερνητικά κτίρια τις επόμενες ημέρες.

Τι προκαλεί αυτού του τύπου τις δηλώσεις και κινήσεις είναι προφανές.

Πρόκειται για τη χρήση από τη Ρωσία ενός υπερηχητικού πυραύλου νέου τύπου, με την ονομασία Ορέσνικ (Φουντουκιά) εναντίον στόχου στο Ντνίπρο της Ουκρανίας, σε άμεση απάντηση προς την απόφαση των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Γαλλίας να επιτρέψουν τη χρήση οπλισμού τους για πλήγματα βαθύτερα στη ρωσική επικράτεια. 

Δεν είναι μπλόφα

Εάν δεν ήταν εύγλωττο το ίδιο το γεγονός, ανέλαβε να το εξηγήσει με έκτακτο τηλεοπτικό μήνυμά του ο ίδιος ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν το βράδυ της Πέμπτης. 

Όπως ανέφερε, μια ομοβροντία έξι αμερικανικών πυραύλων ATACMS εκτοξεύθηκε εναντίον της περιφέρειας Μπριάνσκ την Τρίτη, ενώ ένας αριθμός πυραύλων Storm Shadow βρετανικής κατασκευής εκτοξεύθηκε εναντίον της περιφέρειας Κουρσκ την Τετάρτη. "Από εκείνη τη στιγμή", πρόσθεσε με νόημα, "η σύγκρουση στην Ουκρανία, που είχε προηγουμένως προκληθεί από τη Δύση, απέκτησε στοιχεία παγκόσμιας φύσης, όπως ακριβώς είχαμε προειδοποιήσει περισσότερες από μία φορές". 

Η χρήση πυραύλων με προέλευση τη Δύση δεν πρόκειται να αλλάξει την κατάσταση στο έδαφος, όπου οι ρωσικές δυνάμεις προελαύνουν σε όλο το μήκος της πρώτης γραμμής και σκοπεύουν να επιτύχουν όλους τους στόχους τους, υποστήριξε ο Ρώσος πρόεδρος, επιχειρώντας να καθησυχάσει το εγχώριο ακροατήριό του. 

Αλλά το κρισιμότερο μήνυμα προφανώς αφορούσε τις δυτικές πολιτικές ηγεσίες: "Πιστεύουμε ότι έχουμε το δικαίωμα να χρησιμοποιήσουμε τα όπλα μας εναντίον των στρατιωτικών εγκαταστάσεων εκείνων των χωρών που επιτρέπουν τη χρήση των όπλων τους εναντίον των εγκαταστάσεών μας. Θα καθορίσουμε τους στόχους κατά τη διάρκεια περαιτέρω δοκιμών των νεότερων πυραυλικών μας συστημάτων με βάση τις απειλές για την ασφάλεια της Ρωσικής Ομοσπονδίας".

Σύμφωνα με τον Πούτιν, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν καταστρέψει το διεθνές σύστημα ασφαλείας, αυξάνοντας τον κίνδυνο μιας παγκόσμιας σύγκρουσης, μολονότι, όπως ισχυρίσθηκε, η Μόσχα πάντα ευνοούσε την ειρηνική επίλυση των επίμαχων ζητημάτων. "Αλλά είμαστε επίσης έτοιμοι για οποιαδήποτε εξέλιξη", πρόσθεσε με νόημα.

Με βεληνεκές 5.000 χιλιομέτρων (ήτοι κατώτερο των διηπειρωτικών πυραύλων, αλλά ικανό για να πληγούν τμήματα της Ευρώπης και των δυτικών ΗΠΑ), με ταχύτητα 3 χλμ. το δευτερόλεπτο και με δυνατότητα μεταφοράς 6 έως 8 πυρηνικών ή συμβατικών κεφαλών, η "Φουντουκιά" υπήρξε ο τρόπος του Πούτιν να δείξει ότι δεν μπλοφάρει, προκειμένου να αποτρέψει ανεξέλεγκτες καταστάσεις – ίσως ακόμη και να εκμαιεύσει μια διαπραγμάτευση. 

"Δεν αμφιβάλλουμε ότι η σημερινή κυβέρνηση στην Ουάσινγκτον είχε την ευκαιρία να εξοικειωθεί με αυτή τη δήλωση και να την καταλάβει", δήλωσε χθες ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ, επικαλούμενος και ως δείγμα καλής θέλησης το ότι η ρωσική πλευρά προειδοποίησε την αμερικανική 30 λεπτά πριν από το πλήγμα στο Ντνίπρο.

Η ασάφεια ξεκινά από την Ουάσινγκτον

Οι εξελίξεις οδήγησαν το ΝΑΤΟ και την Ουκρανία να προγραμματίσουν έκτακτη συνεδρίαση την Τρίτη στις Βρυξέλλες σε επίπεδο πρεσβευτών, την ώρα που η εκπρόσωπος της συμμαχίας δήλωνε ότι η χρήση νέων όπλων "δεν θα αλλάξει ούτε την πορεία της σύγκρουσης ούτε την αποφασιστικότητα των συμμάχων" στην υποστήριξη της ουκρανικής πλευράς.

Ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς δήλωσε πως η εκτόξευση του εν λόγω πυραύλου συνιστά "τρομερή κλιμάκωση" στη σύγκρουση, αλλά ταυτόχρονα υπεραμύνθηκε της επιλογής του για "σύνεση" στη στρατιωτική υποστήριξη προς το Κίεβο. Υπενθυμίζεται ότι ήταν ο ίδιος ο (εν αποδρομή) καγκελάριος, ο οποίος το Σαββατοκύριακο είχε για πρώτη φορά έπειτα από δύο χρόνια τηλεφωνική επικοινωνία με τον ένοικο του Κρεμλίνου, αποτυπώνοντας τη νευρικότητα που έχει κυριεύσει το Βερολίνο. 

Διότι, όσα και αν λέει η εκπρόσωπος του ΝΑΤΟ, αυτό που κυρίως διακυβεύεται στην παρούσα φάση (εν μέσω επιχειρησιακής προόδου της ρωσικής πλευράς και πολιτικο-οικονομικών δυσχερειών, αλλά και στρατηγικής ασάφειας του δυτικού στρατοπέδου) είναι ακριβώς η αποφασιστικότητα και ο βαθμός δέσμευσης των συμμάχων στην υποστήριξη της Ουκρανίας. Συμπεριλαμβανομένης, μάλιστα, της ηγέτιδας δύναμης του ΝΑΤΟ. 

Του Κώστα Ράπτη

Η εξέλιξη που χρωματίζει όλες τις άλλες είναι ασφαλώς η εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ και η επικείμενη ανάληψη των καθηκόντων του στις 20 Ιανουαρίου. Οι περιφρονητικές προεκλογικές δηλώσεις του για τον Ουκρανό πρόεδρο Ζελένσκι, οι ομολογημένα φιλικές σχέσεις του με την Πούτιν, η επιμονή του ότι οι Ευρωπαίοι πρέπει να αναλάβουν το κύριο βάρος διαχείρισης του ουκρανικού ζητήματος και οι κομπασμοί του ότι μπορεί να τερματίσει τον πόλεμο "εντός 24 ωρών" προοιωνίζονται μιαν ορισμένη αλλαγή πλεύσης, έστω και αν για τη συγκεκριμένη σύγκρουση δεν υπάρχει συνταγή εύκολης απεμπλοκής. 

Δεσμεύοντας τον επερχόμενο

Σε αυτό το φόντο οι επόμενες 60 ημέρες θα κρίνουν πολλά. Και η απόφαση του απερχόμενου ενοίκου του Λευκού Οίκου να επιτρέψει στην Ουκρανία τη χρήση ATACMS εντός Ρωσίας δεν είναι διόλου τυχαία. Σημειώνεται ότι ο Τραμπ άφησε ασχολίαστη αυτή την κίνηση και ό,τι ακολούθησε. 

Είναι συνεπώς ένα ερώτημα κατά πόσον συγκατατέθηκε στην απόφαση Μπάιντεν (κρίνοντας ίσως ότι αποτελεί κατά την τραμπική "τέχνη του ντιλ" μια καλή πρώτη κίνηση κλιμάκωσης, την οποία δεν χρεώνεται καν ο ίδιος) ή παρακάμφθηκε.

Στη δεύτερη περίπτωση, θα πρόκειται για πρωτοφανή προσπάθεια μιας απερχόμενης (και αποδοκιμασθείσας) κυβέρνησης να δεσμεύσει τη διάδοχό της σε μια επιλογή γεμάτη ρίσκα, τα οποία δεν θα χρειασθεί να χειριστεί η ίδια. Με άλλα λόγια, δεδομένης και της προθυμίας Βρετανίας και Γαλλίας να ακολουθήσουν την απόφαση Μπάιντεν, μοιάζει να παρακολουθούμε το ξεδίπλωμα όχι εθνικών στρατηγικών, αλλά της σύγκρουσης αντιμαχόμενων διατλαντικών δικτύων.