Η Συρία επιστρέφει στην "αραβική οικογένεια"

Παρασκευή, 03-Μαρ-2023 08:20

24911379

Του Κώστα Ράπτη

Δεν είναι μόνο η Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν που μετά το πλήγμα του Εγκέλαδου στις 6 Φεβρουαρίου επωφελείται της λεγόμενης "διπλωματίας των σεισμών”, ούτε είναι αυτή που καταγράφει τα θεαματικότερα αποτελέσματα. Αν μη τι άλλο, διότι η Τουρκία, παρά τις ουκ ολίγες τριβές με γείτονες ή και συμμάχους της, δεν αποτελεί μια πολιτικά απομονωμένη χώρα.

Η επίσης σεισμόπληκτη Συρία του Μπασάρ αλ Άσαντ, από την άλλη, αποτελεί μία χώρα που εδώ και δώδεκα ολόκληρα χρόνια βρίσκεται στη δίνη ενός διεθνοποιημένου εμφυλίου πολέμου. Και μολονότι η επιβίωση της κυβέρνησης της Δαμασκού δεν τίθεται πλέον εν αμφιβόλω, η μη αναγνώρισή της από μεγάλο μέρος της διεθνούς κοινότητας παραμένει.

Όμως το τελευταίο διάστημα κάτι αλλάζει, καθώς οι χειρονομίες αλληλεγγύης μετά την φυσική καταστροφή επιταχύνουν την υλοποίηση μιας τάσης που είχε ήδη διαφανεί στους κόλπους του αραβικού κόσμου.

Η Δαμασκός υποδέχθηκε ήδη στα μέσα Φεβρουαρίου τον υπουργό Εξωτερικών της Ιορδανίας και την εβδομάδα αυτή προστέθηκε, προερχόμενος από την Τουρκία, ο επικεφαλής της διπλωματίας της Αιγύπτου, στην πρώτη επίσκεψη του είδους από το 2011. Και μόνο η συμβολική σημασία της τελευταίας αυτής επίσκεψης, στην οποία περίσσεψαν οι αναφορές στους "ιστορικούς δεσμούς” των δύο πλευρών, δεν μπορεί να υποτιμηθεί, καθώς η Αίγυπτος αποτελεί την μεγαλύτερη σε πληθυσμό αραβική χώρα και την έδρα του Αραβικού Συνδέσμου.

Προηγουμένως, ο Μπασάρ αλ Άσαντ είχε τηλεφωνική επικοινωνία για πρώτη φορά με τον βασιλιά Χαμάντ του Μπαχρέιν και τον Αιγύπτιο πρόεδρο Άμπντελφάταχ αλ Σίσι, ενώ στις 20 Φεβρουαρίου, μόλις δύο εβδομάδες μετά τον σεισμό, είχε την ευκαιρία, σε μια σπάνια έξοδο εκτός συνόρων, να πραγματοποιήσει μονοήμερη επίσκεψη στο Ομάν και να συναντήσει τον σουλτάνο Χαϊθάμ μπιν Τάρεκ. (Το Ομάν, δεν είχε ακολουθήσει τις λοιπές αραβικές χώρες στην διακοπή των διπλωματικών σχέσεων με τη Δαμασκό. Επίσης, ως χώρα στην οποία δεν επικρατεί ούτε το σουνιτικό ούτε το σιιτικό δόγμα του Ισλάμ, αλλά ο Ιμπαντισμός, καλλιεργεί τον ρόλο του "γεφυροποιού” στις περιφερειακές διενέξεις και, πολύ χαρακτηριστικά, φιλοξένησε τις μυστικές ιρανο-αμερικανικές επαφές που οδήγησαν το 2015 στη διεθνή συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης).

Υπενθυμίζεται ότι στα δώδεκα χρόνια του πολέμου ο Άσαντ έχει επισκεφθεί μόνο τη Ρωσία και το Ιράν, δηλ. τις χώρες που αποτελούν τα βασικά στηρίγματά του, ενώ η πρώτη επίσκεψη σε αραβικό κράτος ήταν το 2022 στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Επιπλέον, στις 26 Φεβρουαρίου ο Μπασάρ αλ Άσαντ δέχθηκε αντιπροσωπεία της Αραβικής Διακοινοβουλευτικής Ένωσης, αποτελούμενη από τους προέδρους των κοινοβουλίων του Ιράκ, της Ιορδανίας, της Παλαιστινιακής Αρχής, της Λιβύης, της Αιγύπτου και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, καθώς και βουλευτές από τον Λίβανο και το Ομάν.

Η επίσκεψη αυτή "σημαίνει πολλά για τον συριακό λαό, διότι αποτελεί ένδειξη της υποστήριξης των Αράβων αδελφών στις δύσκολες συνθήκες που προκάλεσε ο τρομοκρατικός πόλεμος καθώς και οι επιπτώσεις του σεισμού” δήλωσε ο Σύρος πρόεδρος.

"Δεν μπορούμε χωρίς τη Συρία και η Συρία δεν μπορεί χωρίς το αραβικό περιβάλλον της, στο οποίο ελπίζουμε να επιστρέψει”, δήλωσε ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας, πρόεδρος του ιρακινού κοινοβουλίου Μοχάμεντ αλ-Χαλμπούσι.

Η επιστροφή της Συρίας στον Αραβικό Σύνδεσμο (από την οποία αποβλήθηκε μετά το ξέσπασμα της συριακής κρίσης) "θα έλθει σύντομα”, εκτίμησε στις 14 Φεβρουαρίου ο Μαχμούντ Χαλίφα, στρατιωτικός σύμβουλος του Γενικού Γραμματέα του οργανισμού.

Στο υλικό επίπεδο, που έχει ασφαλώς μεγάλη σημασία στην παρούσα δύσκολη συγκυρία, πολλαπλασιάζονται οι δωρεές προς τη Συρία από μεγιστάνες των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και της Σαουδικής Αραβίας. Η ειρωνεία του πράγματος έγκειται βέβαια στο ότι προηγουμένως κεφάλαια από αυτές τις χώρες χρηματοδότησαν την ένοπλη ανταρσία κατά του Άσαντ, που όμως η τύχη της σφραγίστηκε από τη ρωσική εμπλοκή, με ορόσημο την ανακατάληψη του Χαλεπίου το 2016.

Τα Εμιράτα αποτελούν τα τελευταία λίγα χρόνια τον κατεξοχήν καθοδηγητή της επανεισδοχής της Συρίας στην "αραβική οικογένεια”, σε εφαρμογή της πολιτικής τους για εξομάλυνση όλων των αντιθέσεων στο περιφερειακό επίπεδο. Διόλου τυχαία, ο Εμιρατιανός υπουργός Εξωτερικών επισκέφθηκε την Δαμασκό από τον Ιανουάριο, ενώ η χειρονομία του Άσαντ να επιτρέψει την αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας από την επικράτεια που ελέγχει προς ανταρτοκρατούμενες σεισμόπληκτες περιοχές θεωρείται ανταπόκριση σε μεσολαβητική πρωτοβουλία των Εμιράτων.

Η εμιρατιανή πρεσβεία στη Δαμασκό ξανάνοιξε ήδη το 2018, ενώ σε αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεών της με τη Συριακή Αραβική Δημοκρατία προχώρησε το 2021 και το βασίλειο του Μπαχρέιν.

Όμως η Σαουδική Αραβία αποτελεί διαφορετική περίπτωση, καθώς αυτή συνιστούσε μέχρι τώρα το κύριο εμπόδιο για την επανεισδοχή της Συρίας στον Αραβικό Σύνδεσμο, λόγω των ανησυχιών που της προκαλούν οι στενές σχέσεις του Άσαντ με τον κύριο περιφερειακό ανταγωνιστή της, δηλ. το Ιράν. Όμως τα μετασεισμικά ανοίγματα δεν θα μπορούσαν να έχουν υπάρξει χωρίς τη συγκατάθεσή της, γεγονός που πιθανότατα προαναγγέλλει στροφή της επίσημης πολιτικής του Ριάντ.

Η επαναπροσέγγιση των λοιπών αραβικών κρατών με τη Συρία θα πρέπει να ερμηνευθεί και με αναφορά στην Τουρκία. Η αραβική "οικογένεια” προτιμά να επιλύει τις διαφορές της στο εσωτερικό της και να μην αφήνει χώρο για την παρεμβολή φιλόδοξων τρίτων, όπως η νεο-οθωμανικών εμπνεύσεων κυβέρνηση του Ερντογάν, που άλλωστε λειτουργεί και ως προστάτης της απειλητικής για τις μοναρχίες του Περσικού Κόλπου Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Το παράδοξο αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να πραγματοποιείται τη στιγμή αυτή ένας οιονεί "αγώνας δρόμου” για τον αν θα είναι οι αραβικές χώρες ή η Τουρκία (η οποία επίσης προσεγγίζει τελευταία, με τις ευλογίες και της Μόσχας, τη Δαμασκό) που θα αποκαταστήσει νωρίτερα τις σχέσεις με τον Άσαντ.

Ηχηρή παραφωνία βέβαια αποτελεί η επιμονή της Ουάσιγκτον στη διπλωματική απομόνωση της Δαμασκού, για λόγους που έχουν να κάνουν και με τη συνεχιζόμενη κατοχή του ανατολικού τρίτου της συριακής επικράτειας από αμερικανικές δυνάμεις και τους Κούρδους συμμάχους της.

Αλλά οι άλλοτε πιστές στη Ουάσιγκτον αραβικές μοναρχίες κινούνται όλο και πιο αυτόνομα το τελευταίο διάστημα (αρκεί και μόνο να αναλογισθεί κανείς τη στάση της Σαουδικής Αραβίας στον OPEC+). Τα εν εξελίξει ανοίγματα προς τη Συρία αποτελούν άλλο ένα δείγμα αυτής της αυτονόμησης.