Συμβολισμοί και ουσία της επίσκεψης Μπάιντεν στο Κίεβο
Τρίτη, 21-Φεβ-2023 00:03
Του Κώστα Ράπτη
Πράξη μεγάλης τόλμης και ισχυρής συμβολικής αξίας, η αιφνιδιαστική μετάβαση του Τζο Μπάιντεν από την Πολωνία, όπου πραγματοποιούσε επίσκεψη, στην εμπόλεμη Ουκρανία ήταν ο πιο πρωτότυπος τρόπος, με τον οποίο ένας ένοικος του Λευκού Οίκου επέλεξε να εορτάσει την President's Day, που τιμήθηκε χθες, Δευτέρα, στις ΗΠΑ.
Ωστόσο, σε δεύτερη σκέψη, τόσο η τόλμη όσο και η συμβολική αξία της κίνησης αυτής θα πρέπει να σχετικοποιηθούν. Η μεν πρώτη, διότι, όπως έγινε γνωστό, της επίσκεψης Μπάιντεν προηγήθηκε διακριτική ειδοποίηση της ρωσικής πλευράς, ώστε να αποφευχθούν τυχόν ατυχήματα, που θα μπορούσαν να έχουν ανυπολόγιστες συνέπειες. Ακόμη και ένας Αμερικανός πρόεδρος δεν έχει την πολυτέλεια της απερισκεψίας. Η δε δεύτερη, διότι οι επιρρεπείς σε ιστορικούς συνειρμούς δεν θα δυσκολευθούν να ανακαλέσουν τις επισκέψεις του Ρίτσαρντ Νίξον το 1969 στο Βιετνάμ και του Τζορτζ Μπους τζούνιορ στο Αφγανιστάν το 2006 – δύο προηγούμενα όχι ακριβώς ενθαρρυντικά.
Είναι προφανές ότι ο νυν πρόεδρος των ΗΠΑ έχει καταστήσει το ουκρανικό ζήτημα προσωπική του υπόθεση. Για την ακρίβεια, πάντοτε ήταν τέτοια – αφού και ως αντιπρόεδρος του Ομπάμα αποτελούσε τον κατεξοχήν χειριστή του "ουκρανικού φακέλου”, με τις γνωστές πρόσθετες οικογενειακές προεκτάσεις, που τόσο κινούν το ενδιαφέρον των Ρεπουμπλικανών, δηλ. την παχυλή αργομισθία του υιού Μπάιντεν στην ουκρανική εταιρεία ενέργειας Burisma.
Ο Τζο Μπάιντεν κινείται πάνω σε μία λεπτή διαχωριστική γραμμή: αυτήν που διακρίνει την ηθική και υλική "συμπαράσταση” προς τους μαχόμενους Ουκρανούς, η οποία βαίνει κλιμακούμενη, από την άμεση αμερικανική εμπλοκή, η οποία για τον ίδιο αποτελεί δηλωμένη "κόκκινη γραμμή”. Και "συμπαράσταση” πρόσφερε και χθες αρκετή – όμως αυτό δεν αποκρύπτει το γεγονός ότι οι θεαματικές χειρονομίες συχνά δεν είναι αυτό που φαίνονται. Οι επίσημες φωνές που διακινούν σκέψεις "παγώματος” της σύγκρουσης ή και κάποιου συμβιβασμού δεν σπανίζουν το τελευταίο διάστημα στην Ουάσιγκτον.
Η ιδιόμορφη θέση των ΗΠΑ στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο προκύπτει από δύο (σιωπηρές ή όχι και τόσο) παραδοχές. Αφενός ότι η υπερατλαντική δύναμη θα παρέχει το χρήμα και τα όπλα, ενώ η Ουκρανία θα δίνει το αίμα της. Αφετέρου δε, ότι η συνασπισμένη πίσω από την ουκρανική πολεμική προσπάθεια Δύση θα έχει το ελεύθερο να εμπλέκει τη Ρωσία σε έναν πόλεμο φθοράς, χωρίς το ρίσκο μίας διεύρυνσής του που θα απειλούσε τις δυτικές κοινωνίες, κινδυνεύοντας ακόμη και να καταστεί πυρηνική.
Οι παραδοχές αυτές αναμετριούνται, όμως, με ποικίλες περιπλοκές. Η διοχέτευση οπλισμού (που βεβαίως ευνοεί το αμερικανικό στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα, είτε άμεσα είτε έμμεσα, στον βαθμό που θα αναλάβει την αντικατάσταση των εξαντλούμενων ευρωπαϊκών αποθεμάτων) έχει λόγω της φύσης και του χρονοδιαγράμματός της σημασία περισσότερο πολιτική, παρά επιχειρησιακή. Οι δε διαδρομές του χρήματος προς την Ουκρανία συγκεντρώνουν πλέον το ενδιαφέρον των Ρεπουμπλικανών – και την απροθυμία τους για μία ανοιχτού ορίζοντα οικονομική δέσμευση.
Επιπλέον, η ίδια η Ουκρανία, όπως είναι λογικό, αλλά και χώρες όπως η Πολωνία και οι Βαλτικές Δημοκρατίες με άκρως ιδεολογικοποιημένη εξωτερική πολιτική ή και με εμπνεύσεις μεγαλείου, έχουν κάθε συμφέρον να εκβιάσουν μια παραβίαση των "κόκκινων γραμμών” του Μπάιντεν, ενδεχόμενο το οποίο δεν ενθουσιάζει παρά μόνο κάποιους εξίσου ιδεολογικά κινητοποιημένους στην πολιτική (και όχι στρατιωτική) ηγεσία της Ουάσιγκτον.
Στην πραγματικότητα, όπως επισημαίνει ο Γάλλος ιστορικός Εμανουέλ Τοντ, όλοι οι μεγάλοι πρωταγωνιστές αιφνιδιάστηκαν: η μεν Δύση (που κύριο σχέδιό της είχε την ύψωση ενός φράγματος κυρώσεων) από την οικονομική αντοχή της Ρωσίας, το δε Κρεμλίνο από τη στρατιωτική και πολιτική αντοχή της Ουκρανίας.
Η δυσάρεστη έκπληξη της Μόσχας μετέτρεψε τον αρχικό πόλεμο ελιγμών σε πόλεμο "χαρακωμάτων” – και στις περιπτώσεις αυτές το πλεονέκτημα εντέλει διαθέτει όποιος έχει το μεγαλύτερο δημογραφικό και βιομηχανικό "βάθος”. Το αν ένας "Long War” είναι προς το αμερικανικό συμφέρον, αποτελεί συζήτηση που έχει ανοίξει στη δημόσια συζήτηση των ΗΠΑ. Από την άλλη, οι θιασώτες του "as much as it takes”, που αποτελούν την πλειοψηφία στα μέσα ενημέρωσης, ενθαρρύνουν μιαν ισχυρή ουκρανική αντεπίθεση το συντομότερο, ώστε να πάψει η στασιμότητα.
Τα συμφραζόμενα της επίσκεψης Μπάιντεν συμπληρώνουν τρεις σημαντικές δηλώσεις των τελευταίων 24ώρων. Η πρώτη είναι αυτή του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, ο οποίος, σχετικά με το συζητούμενο δέκατο πακέτο κυρώσεων κατά της Ρωσίας, παραδέχθηκε: "Αφού έχεις κάνει τα σημαντικά βήματα, δεν υπάρχουν πολλά επιπλέον πράγματα που μπορείς να κάνεις”. Η δεύτερη αξιοσημείωτη τοποθέτηση είναι αυτή του Γάλλου προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν, ο οποίος τάχθηκε κατά της "αλλαγής καθεστώτος” γενικώς (επικαλούμενος την "ολοκληρωτική αποτυχία” των πρόσφατων εμπειριών) και ειδικώς σε ό,τι αφορά τη Ρωσία, διερωτώμενος ποιος μπορεί να είναι ο διάδοχος του Πούτιν και αν θα πρόκειται για καλύτερη εκδοχή.
Η σημαντικότερη όμως τοποθέτηση των ημερών είναι αυτή του Πεκίνου, που μετά την προαναγγελία εκπόνησης ειρηνευτικού σχεδίου για το ουκρανικό ζήτημα, ζήτησε διεθνή διερεύνηση της ανατίναξης του αγωγού Nord Stream, συντασσόμενη με τη θέση της Ρωσίας, ώστε να μην μένουν ψευδαισθήσεις περί κινεζικών ίσων αποστάσεων.
* Αιφνιδιαστική επίσκεψη Μπάιντεν στο Κίεβο