Δευτέρα, 08-Ιουλ-2019 11:30
Πτώση της τουρκικής λίρας μετά την καθαίρεση του κεντρικού τραπεζίτη

Του Κώστα Ράπτη
Στο μονολιθικό πολιτειακό σύστημα που έχει οικοδομήσει στην Τουρκία ο Ταγίπ Ερντογάν δεν νοούνται φορείς εξουσίας ανεξάρτητοι από την προεδρία. Αυτό επιβεβαιώθηκε το Σάββατο και σε ό,τι αφορά την κεντρική τράπεζα.
Ο Μουράτ Τσετίνκαγια ο οποίος είχε αναλάβει την θέση του κεντρικού τραπεζίτη το 2016, με θητεία η οποία προβλεπόταν να λήξει το 2020, απομακρύνθηκε με προεδρικό διάταγμα από τα καθήκοντά του και αντικαταστάθηκε από τον υποδιοικητή της Τράπεζας της Τουρκίας, Μουράτ Οϊσάλ, ο οποίος έχει φήμη νομισματικής "περιστεράς”.
Οι αγορές αντέδρασαν σήμερα Δευτέρα καταλλήλως. Στις 10 π.μ (ώρα Κωνσταντινούπολης) η συναλλαγματική ισοτιμία του τουρκικού νομίσματος υποχωρούσε κατά 2,5%, στις 5,76 λίρες ανά δολάριο, ήτοι στο χαμηλότερο επίπεδο από τον περασμένο Μάρτιο, τερματίζοντας την ανοδική πορεία του τελευταίου διμήνου.
Σύμφωνα με τον Timothy Ash της BlueBay Asset Management του Λονδίνου οι τουρκικές κρατικές τράπεζες αναμένεται να προχωρήσουν σε πωλήσεις ξένου συναλλάγματος.
Όταν ανέλαβε ο Τσετίνκαγια, το βασικό επιτόκιο της τράπεζας διαμορφωνόταν στο 7,5% - σήμερα βρίσκεται στο 24%. Έχοντας αντιμετωπίσει πολλές επικρίσεις για αργή αντίδραση στην κατάρρευση της λίρας τον Αύγουστο του 2018, ο τότε κεντρικός τραπεζίτης προχώρησε έναν μήνα αργότερα σε αύξηση του επιτοκίου κατά 625 μονάδες βάσης – και έκτοτε δεν υπήρξε αποκλιμάκωση.
Το γεγονός προκάλεσε την οργή του Τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος δεν το κρύβει ότι επιθυμεί να θέσει πλήρως υπό τον έλεγχό του την οικονομική πολιτική, όπως καταδεικνύει και ο διορισμός του γαμπρού του Μπεράτ Αλμπαϊράκ σε θέση "τσάρου της οικονομίας”.
Για τον Ερντογάν, αντίθετα από τα οικονομικά εγχειρίδια, τα υψηλά επιτόκια αποτελούν τη γενεσιουργό αιτία του υψηλού πληθωρισμού και όχι τον τρόπο αντιμετώπισής του. Οι συχνές καταγγελτικές αναφορές του στο "λόμπι των επιτοκίων” εικονογραφούν την συνωμοσιολογική ερμηνεία του για τους κραδασμούς της τουρκικής οικονομίας.
Ούτως ή άλλως η συγκυρία είναι λεπτή –πολιτικά και οικονομικά. Τον περασμένο μήνα η Moody's υποβάθμισε το αξιόχρεο της Τουρκίας, ενώ το ΔΝΤ αναμένει συρρίκνωση του τουρκικού ΑΕΠ κατά 2,5% φέτος. Η περσινή "τρομερή χρονιά” έληξε με τη λίρα αποδυναμωμένη κατά 30% έναντι του δολαρίου και τον πληθωρισμό στο 25%.
Κοντά σε αυτά, η διαμάχη με τις ΗΠΑ για το ζήτημα της προμήθειας ρωσικών συστοιχιών S-400 απειλείται να καταλήξει στην επιβολή αμερικανικών κυρώσεων κατά της Τουρκίας. Οι επενδυτές ήδη αποφεύγουν τη λίρα.
Οι κινήσεις του Ερντογάν δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο: η μείωση του κόστους του χρήματος αποτελεί πρώτη πολιτική προτεραιότητα, σε ένα περιβάλλον "φούσκας” τροφοδοτημένης με δανεικά, ιδίως μετά την ήττα της κυβερνητικής παράταξης στις επαναληπτικές δημοτικές εκλογές της Κωνσταντινούπολης. Όμως η αποδυνάμωση της λίρας, δυσχεραίνει την εξυπηρέτηση του χρέους των επιχειρήσεων που σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό δανείζονται σε ξένο νόμισμα.
Με αυτό τον τρόπο, ο Οϊσάλ κάθε άλλο παρά διευκολύνεται να πράξει ό,τι αναμένεται από αυτόν στη συνεδρίαση της νομισματικής επιτροπής της Τράπεζας της Τουρκίας στις 25 Ιουλίου. Η ώρα της μείωσης των επιτοκίων ενδεχομένως αργεί – και πάντως η αξιοπιστία του κεντρικού χρηματοπιστωτικού ιδρύματος έχει τραυματισθεί.