Το τέλος της ΤΡΡ με τα μάτια της Κίνας

Τετάρτη, 25-Ιαν-2017 16:15

Το τέλος της ΤΡΡ με τα μάτια της Κίνας

Του Κώστα Ράπτη

Η απόφαση του Αμερικανού προέδρου Donald Trump να τερματίσει τη διαδικασία επικύρωσης της συμφωνίας TPP για τη δημιουργία μίας ζώνης ελεύθερων συναλλαγών (Trans-Pacific Partnership) με επιλεγμένες χώρες της περιοχής Ασίας - Ειρηνικού, δεν ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία: Αποτελούσε μία από τις σαφέστερες προεκλογικές δεσμεύσεις του νέου ενοίκου του Λευκού Οίκου και εικονογραφεί χαρακτηριστικά την πολιτική "America First" (πρώτα η Αμερική), που θεωρεί ότι οι παραχωρήσεις στο πλαίσιο των διεθνών συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου υποσκάπτουν τη θέση των ΗΠΑ στην παγκόσμια οικονομία, με μεγάλο κόστος σε θέσεις εργασίας.

Παρότι η απόσυρση από την TPP έχει παρουσιαστεί ως μια κίνηση ανταγωνισμού προς την Κίνα, είναι καλό να θυμόμαστε ότι η ίδια η συμφωνία (στη διαπραγμάτευση, της οποίας συμμετείχαν, πέραν των ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία, η Ιαπωνία, η Μαλαισία, η Σιγκαπούρη, το Βιετνάμ το Μπρουνέι, η Χιλή, το Μεξικό, το Περού) αποτελούσε στην πραγματικότητα μιαν επιθετική κίνηση περικύκλωσης της Κίνας, την οποία και δεν περιλάμβανε.
Όπως το έθεσε ο Rahm Emmanuel, πρώτος προσωπάρχης του Λευκού Οίκου επί Obama, σε συνέντευξή του το 2014, "έχουμε να επιλέξουμε ανάμεσα στα αυτοκίνητα και τα τανκς. Προτιμώ να εξάγω αυτοκίνητα στην περιοχή, παρά να ψάχνω να βρω τρόπο να στείλω τανκς με τα αεροπλανοφόρα".

Οπωσδήποτε, οι ΗΠΑ δεν περιορίζονται μόνο σε οικονομικές κινήσεις. Ανεβάζουν τους τόνους και σε γεωπολιτικό επίπεδο, υιοθετώντας επιθετική ρητορική (π.χ. κατά την ακρόαση του νέου υπουργού εξωτερικών Rex Τillerson στη Γερουσία) ως προς τα θέματα δικαιοδοσίας στη Νότιο Σινική Θάλασσα. Ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Sean Spicer δήλωσε ότι οι ΗΠΑ θα αποτρέψουν την Κίνα από το να αποκτήσει τον έλεγχο περιοχών στα διεθνή ύδατα της Νότιας Σινικής Θάλασσας, προκαλώντας την αντίδραση του Πεκίνου που δια της εκπροσώπου του Κινεζικού υπουργείο Εξωτερικών Hua Chunying, έσπευσε να υπενθυμίσει ότι η Ουάσιγκτον είναι για τη Νότια Σινική Θάλασσα ένας "τρίτος" και να ζητήσει από τη αμερικανική πλευρά να είναι "προσεκτική".

Με αυτή την έννοια, όμως, ισχύει ήδη το παράδοξο η κίνηση του Trump μάλλον να ενισχύει, παρά να αποδυναμώνει τη θέση της Κίνας. Αυτό, άλλωστε, έσπευσε να δηλώσει και ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής John McCain, ο οποίος μιλώντας στο τηλεοπτικό δίκτυο CBS εξέφρασε την ανησυχία "μήπως με αυτή την κίνηση εκχωρούμε την περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού στην Κίνα".

Ήδη, δημοσίευμα του γερμανικού περιοδικού Der Spiegel αναφέρει ότι η Αυστραλία θέλει να αναβιώσει την TPP, αυτή τη φορά συμπεριλαμβάνοντας την Κίνα. Ο Αυστραλός πρωθυπουργός Malcolm Turnbull δήλωσε ότι βρίσκεται σε επαφή με τους ομολόγους του της Ιαπωνίας και της Νέας Ζηλανδίας επί του θέματος. Την ίδια στιγμή, η κινεζικής πατρότητας Ασιατική Επενδυτική Τράπεζα Υποδομών (Asian Infrastructure Investment Bank) έχει ήδη προσελκύσει 25 χώρες από την Ευρώπη, την Αφρική και τη Νότια Αμερική.

Διόλου τυχαία, η ίδια η Κίνα προβάλλει πλέον πολύ πιο επιθετικά την Περιφερειακή Ολοκληρωμένη Οικονομική Συνεργασία (Regional Comprehensive Economic Partnership - RCEP), οι διαπραγματεύσεις για την οποία διεξάγονται στο πλαίσιο της ASEAN, με τη συμμετοχή και χωρών εκτός αυτής, όπως η Αυστραλία, η Κίνα, η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και η Νέα Ζηλανδία. Άλλωστε, οι περιφερειακές οικονομικές συνεργασίες αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο της τρέχουσας κινεζικής στρατηγικής για την εμβάθυνση μιας "περιεκτικής" παγκοσμιοποίησης, όπως την παρουσίασε πρόσφατα και ο Κινέζος πρόεδρος Xi Jinping στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός. Κατά τον Zhou Shijian, του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Tsinghua, τα επόμενα ένα - δύο χρόνια αποτελούν το πιο ευνοϊκό χρονικό διάστημα, ώστε η Κίνα να επιταχύνει την οικοδόμηση της RCEP.

Ενδεχομένως η αμερικανική πλευρά αισθάνεται ότι εξακολουθεί να διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων, με όσα σχεδιάζει στο οικονομικό πεδίο. Η αναμενόμενη αύξηση των επιτοκίων στις ΗΠΑ αναμένεται να πιέσει την κινεζική οικονομία, καθώς θα προκαλέσει σημαντικές μετακινήσεις κεφαλαίων, ενώ θα δημιουργήσει προβλήματα και στη νομισματική πολιτική του Πεκίνου. Με αυτή την έννοια, οικονομική πίεση και πολιτικο-στρατιωτική όξυνση στη Νότια Σινική Θάλασσα αποτελούν διαφορετικές πλευρές της ίδιας στρατηγικής. Φαίνεται ως εάν οι ΗΠΑ να προσπαθούν να φέρουν εξαρχής την Κίνα σε κατάσταση άμυνας και πίεσης, ώστε να διευκολυνθεί ο τρέχων τακτικός στόχος του προσεταιρισμού της Ρωσίας και του διεμβολισμού της ρωσοκινεζικής σχέσης. Ωστόσο, το οικονομικό σκέλος της κίνησης αυτής δεν είναι δεδομένο ότι θα λειτουργήσει.

Σε περίπτωση που ξεσπάσει σινοαμερικανικός εμπορικός πόλεμος "στο τέλος, δε θα νικήσει κανένας, ενώ θα υπάρξουν αρνητικές συνέπειες και για άλλους, χωρίς οφέλη για τις ΗΠΑ ή την Κίνα", έσπευσε να προειδοποιήσει η "Λαϊκή Ημερησία" του Πεκίνου.

Τα ρίσκα που κρύβει για τις ΗΠΑ μια τέτοια πολιτική δεν περιορίζονται μόνο στην επιτάχυνση διαδικασιών περιφερειακής συνεργασίας στη νοτιοανατολική Ασία ερήμην της Ουάσιγκτον. Ο παράλληλος πολλαπλασιασμός των τριβών και με την Ευρώπη (αμφισβήτηση του ατλαντικού κεκτημένου, υπονόμευση της συμφωνίας TTIP) αντικειμενικά βαθαίνει το διατλαντικό ρήγμα, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας βαθύτερης ευρω-κινεζικής προσέγγισης, κατά τις επιθυμίες και της κινεζικής ηγεσίας.

O άλλος κίνδυνος έγκειται στο ότι σημαντικές αμερικανικές επιχειρήσεις, όπως η Apple, δεν θα μπορούσαν να κρατήσουν την πρωταγωνιστική θέση τους στη διεθνή οικονομία, χωρίς τη δυνατότητα να κρατούν μεγάλο μέρος της παραγωγικής τους διαδικασίας στην Κίνα, ενώ και το κόστος διαβίωσης των Αμερικανών εργαζομένων απειλείται να εκτιναχθεί, αν αποκλεισθούν τα φθηνά κινεζικά προϊόντα από την αγορά. Επιπλέον, οι προτάσεις του Trump για αποκατάσταση των προβληματικών αμερικανικών υποδομών μέσα από ένα γενναίο πρόγραμμα φοροαπαλλαγών για την προσέλκυση κεφαλαίων, δεν είναι διόλου βέβαιο ότι θα λειτουργήσουν ως καταλύτης μεγάλων τομών στην οικονομία και πάντως δεν απαντούν στην αναγκαιότητα νέων τομών στην παραγωγικότητα της εργασίας.

Η προηγούμενη περίοδος σφραγίστηκε από την επιθετική προσπάθεια των ΗΠΑ να γράψουν τους κανόνες της παγκοσμιοποίησης, εξυπηρετώντας εμμέσως και τα συμφέροντα των δικών τους επιχειρήσεων. Ωστόσο, πλέον αναδεικνύονται δύο συγκρουόμενα πρότυπα. Από τη μια, η Ουάσιγκτον αναδιπλώνεται σε ένα μοντέλο σκληρής διαπραγμάτευσης με βάση το στενό αμερικανικό συμφέρον. Από την άλλη, το Πεκίνο προτείνει ένα μοντέλο του κόσμου βασισμένο στις διμερείς και περιφερειακές συμφωνίες, την επένδυση και την καινοτομία - ήτοι ένα είδος "παγκοσμιοποίησης με κανόνες και αξίες". Από την έκβαση αυτής της αντιπαράθεσης θα εξαρτηθεί η εικόνα του κόσμου στα επόμενα χρόνια.