Θα ρισκάρει ο Trump να αμφισβητήσει την πολιτική της "Μίας Κίνας";
Σάββατο, 17-Δεκ-2016 15:14
Του Κώστα Ράπτη
H τηλεφωνική επικοινωνία του Ντόναλντ Τραμπ με την πρόεδρο της Ταϊβάν Tsai Ing-wen, η πρώτη σε αυτό το επίπεδο από το 1979, δεν ήταν απλώς μια ακόμη παρορμητική ενέργεια του αυριανού Αμερικανού προέδρου, αλλά μια κίνηση με πολλαπλούς στόχους, έστω και εάν φαινομενικά τουλάχιστον ανατρέπει σταθερές της αμερικανικής διπλωματίας. Αυτό έγινε ακόμη πιο σαφές από τη δήλωση Trump στο δίκτυο Fox την Κυριακή 11 Δεκεμβρίου ότι κατανοεί την πολιτική της "Μίας Κίνας αλλά δεν αντιλαμβάνεται γιατί αυτή θα πρέπει να δεσμεύει τις ΗΠΑ χωρίς μια συμφωνία με το Πεκίνο που να περιλαμβάνει και άλλες πτυχές και κυρίως το εμπόριο.
Από το 1979, οπότε ο Jimmy Carter μετέφερε τη διπλωματική αναγνώριση των ΗΠΑ από την Ταϊβάν στην Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, η αμερικανική πολιτική επί τους θέματος οριζόταν από την πολιτική της "Μίας Κίνας”: δηλ. οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν την Ταϊβάν όχι ως ανεξάρτητο κράτος αλλά ως αποσχισθείσα κινεζική επαρχία - σε αντίθεση με την προηγούμενη πολιτική της στήριξης στο κράτος που δημιούργησαν ο Chiang Kai-shek και το ηττημένο από τους κομμουνιστές Kuomintang.
Η πολιτική της "Μίας Κίνας” θεωρήθηκε ότι εξασφάλιζε όρους ειρηνικής συνύπαρξης ανάμεσα στη Ουάσιγκτον και το Πεκίνο, στο πλαίσιο και της προσέγγισης που είχε ξεκινήσει ο Richard Nixon με την ιστορική του επίσκεψή του το 1972.
Την ίδια στιγμή, η Ταϊβάν, μια ιδιαίτερα σημαντική βιομηχανική οικονομία απομακρυνόταν από τον παραδοσιακό εθνικισμό του Kuomintang, που συνδυαζόταν με μια μάλλον αυταρχική εσωτερική συγκρότηση, και σταδιακά ανέπτυσσε μια δική της ταυτότητα και μιαν ιδιαίτερη δημοκρατική δυναμική. Άλλωστε, ακόμη και τυχόν ενοποίηση με την ηπειρωτική Κίνα, γινόταν νοητή κατά το σχήμα "μία χώρα - δύο συστήματα” που ίσχυσε και στην ενσωμάτωση του Χονγκ Κονγκ.
Γιατί, όμως, ο Donald Trup να ανοίξει ένα τέτοιο θέμα; Καταρχάς διότι όντως θεωρεί πως η Κίνα αποτελεί ανταγωνιστή απέναντι στον οποίο οι ΗΠΑ πρέπει να τρίξουν τα δόντια. Η θέση ότι το Πεκίνο χειραγωγεί τη συναλλαγματική ισοτιμία και επιβάλλει υπερβολικούς εισαγωγικούς δασμούς υπονομεύοντας έτσι την αμερικανική βιομηχανική ανάπτυξη έχει προ πολλού διατυπωθεί από τον Trump.
Όμως, υπάρχουν και λόγοι πιο ταπεινοί που αφορούν την ανάγκη απόσπασης της προσοχής του κοινού από την εγχώρια πραγματικότητα. Η ανακίνηση του θέματος της υποτιθέμενης ρωσικής εμπλοκής στη διαρροή των e-mail του επιτελείου της Clinton και η διατυπωμένη πλέον και από τον Barack Obama κατηγορία ότι ο Vladimir Putin προσωπικά διέταξε να στηριχθεί προεκλογικά με αθέμιτα μέσα ο Donald Trump, κατατείνει στο ότι μερίδες των ελίτ με αναφορά στο Δημοκρατικό Κόμμα ήδη από τώρα υπονομεύουν την επόμενη αμερικανική προεδρία, με στόχο να περιορίσουν την πολιτική αυτονομία του αυριανού ενοίκου του Λευκού Οίκου ή ακόμη και να ξεκινήσουν διαδικασίες απομάκρυνσής του (impeachment). Απέναντι σε αυτό ο Trump έχει ανάγκη να αναδεικνύει θέματα που αγγίζουν συγκεκριμένες ευαισθησίες και μπορούν να του εξασφαλίσουν συμμάχους στο χώρο της διπλωματίας, των μέσων ενημέρωσης και των δεξαμενών σκέψης. Μια κλιμάκωση της αμερικανο-κινεζικής αντιπαράθεσης μπορεί να επιτελέσει αυτό τον ρόλο.
Σίγουρα η προοπτική αυτή συγκινεί την αμυντική βιομηχανία η οποία μετά τα επτά χρόνια "παχιών αγελάδων” που απόλαυσε, ύστερα από την 11 Σεπτεμβρίου του 2001, είδε τις δαπάνες για στρατιωτικούς εξοπλισμούς να μειώνονται κατά το ένα τρίτο ανάμεσα στο 2008 και το 2016. Μια ισχυρότερη αμερικανική παρουσία στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού θα μπορούσε να απελευθερώσει μεγάλα εξοπλιστικά προγράμματα, όπως το νέο μαχητικό αεροσκάφος F-35 αλλά και κυρίως το F22-Raptor, μαχητικό αεροσκάφος πέμπτης γενιάς με χαρακτηριστικά stealth, η παραγωγή του οποίου τερματίστηκε πρόωρα, εξαιτίας του μεγάλου κόστους παραγωγής του (150 εκατομμύρια δολάρια ανά αεροσκάφος). Ήδη η υπό αναγόρευση κυβέρνηση Trump σχεδιάζει να περάσει από το Κογκρέσο σχέδια για αύξηση των αμυντικών δαπανών κατά 500 δισεκατομμύρια δολάρια.
Σε πολιτικό επίπεδο, πάλι, δεν είναι αμελητέα η ανάγκη προσέγγισης των "νεοσυντηρητικών”. Ο Trump έχει καταβάλει μεγάλη προσπάθεια να δείξει ότι μπορεί να έχει τη στήριξη μερίδων του κατεστημένου της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Αυτό εξηγεί και το επικοινωνιακό παιχνίδι με τις προτάσεις που ο ίδιος διακινούσε ως προς τη θέση του επικεφαλής του State Department.
Ο Trump δεν συγκαταλέγεται στους ένθερμους οπαδούς των neocons: άλλωστε έχει χλευάσει τον τρόπο που διάφοροι οραματίστηκαν και διηύθυναν τον πόλεμο στο Ιράκ. Όμως, αντιμέτωπος με την πιθανή υπονόμευσή του από άλλες μερίδες του διπλωματικού κατεστημένου των ΗΠΑ, είναι λογικό να αναζητά συμμάχους. Και το θέμα της Ταϊβάν πάντα συγκινεί τους νεοσυντηρητικούς.
Σημαίνει αυτό ότι ο Trump θα αμφισβητήσει άμεσα και συνολικά την πολιτική της "Μίας Κίνας”; Στην πραγματικότητα, αυτό που φαίνεται να επιδιώκει είναι μια ιδιόμορφη αναβάθμιση της ευρύτερης αμερικανικής διαπραγματευτικής θέσης, ώστε εντέλει να διορθωθούν οι ανισορροπίες στο επίπεδο της βιομηχανικής παραγωγής. Σε τελευταία ανάλυση, η αμερικανική βιομηχανία πολύ δύσκολα θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς τη δυνατότητα να παράγει στην Κίνα με ιδιαίτερα μικρό κόστος. Αντίστοιχα, επιδιώκει μια καλύτερη γεωστρατηγική και αμυντική ισορροπία με την Κίνα. Ωστόσο, αυτό απαιτεί μια επιβεβαίωση των δυνατοτήτων των ΗΠΑ να ασκούν πραγματική ηγεμονία και όχι απλώς να επιδίδονται σε μεγαλύτερη επίδειξη ισχύος. Αντί να υποχρεώσουν ανερχόμενες δυνάμεις της περιοχής, όπως η Ινδία, να "επιλέξουν” ανάμεσα στη Ουάσιγκτον και το Πεκίνο σε περίπτωση αντιπαράθεσης, οι ΗΠΑ καλούνται να εγγυηθούν νέες δομές συλλογικής ασφάλειας και επίλυσης διαφορών, καθώς και νέες εκτεταμένες μορφές οικονομικής συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένης της διεύρυνσης της συμφωνίας TPP.
Η κινεζική αντίδραση, πάντως, υπήρξε ήπια. Η επίσημη δήλωση του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών ανέφερε ότι ο ενστερνισμός της αρχής της "Μίας Κίνας” παραμένει το θεμέλιο για την ανάπτυξη των αμερικανο-κινεζικών σχέσεων, χωρίς το οποίο οι δύο χώρες δεν θα μπορούν να συνεργαστούν σε κρίσιμα μέτωπα. Ωστόσο, μέσα ενημέρωσης που απηχούν ανεπίσημα τις θέσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος, όπως η εφημερίδα Global Times, τήρησαν πιο επιθετική στάση, τονίζοντας ότι ο Trump θα είναι αφελής αν πιστεύει ότι μπορεί με αυτό τον τρόπο να αποσπάσει οικονομικά οφέλη και ότι η Ταϊβάν θα μετανιώσει εάν επιλέξει να γίνει ένα πιόνι στα όποια σχέδια της Ουάσιγκτον, ιδίως από τη στιγμή που η πολιτική της "Μίας Κίνας” είναι η μόνη που εγγυάται την ειρήνη και την ευημερία της νήσου.