Ο Xi Jinping "ανακαλύπτει" τη θρησκεία
Σάββατο, 30-Απρ-2016 08:13
Του Κώστα Ράπτη
Μπορεί η επιλογή ενός ρήματος να σηματοδοτεί μια προσεκτική αλλαγή πολιτικής της Κινεζικής ηγεσίας σε σχέση με τις θρησκευτικές ομάδες στην πολυπληθέστερη χώρα του κόσμου; Αυτό ο διαπρεπής Ιταλός σινολόγος Francesco Sisci, ανταποκριτής στο Πεκίνο της εφημερίδας της ιταλικής ένωσης βιομηχάνων Il Sole 24 Ore.
Με άρθρο του στην ιστοσελίδα Asia Times Online (για λογαριασμό της οποίας πρόσφατα πήρε συνέντευξη από το Πάπα Φραγκίσκο με αντικείμενο ακριβώς τις σχέσεις Καθολικής Εκκλησίας και Κίνας) ο Sisci στρέφει την προσοχή μας σε ομιλία του Κινέζου ηγέτη Xi Jinping στις 23 Απριλίου σχετικά με τις θρησκευτικές ομάδες στην χώρα του.
Το μοντέλο που εικονογραφεί η συγκεκριμένη ομιλία προσπαθεί να συνδυάσει συντηρητικά και καινοτόμα στοιχεία. Το Κομμουνιστικό Κόμμα θα διατηρήσει τον παραδοσιακό ρόλο καθοδήγησης και διαχείρισης των θρησκευτικών οργανώσεων - όμως, θα το κάνει με σεβασμό στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε επιμέρους κοινότητας και θα προσπαθήσει να "κρατήσει χωριστά την πολιτική από τη θρησκεία”.
Για τον Sisci το κλειδί για την κατανόηση αυτής της αλλαγής στάσης βρίσκεται στη γλώσσα που χρησιμοποίησε ο Xi. Άλλωστε, ο πλούτος της κινεζικής είναι μεγάλος, όπως και οι λεπτές αλλά σημαντικές αποχρώσεις που διαπερνούν διαφορετικές διατυπώσεις, πράγμα λογικό για μια χώρα με τεράστια φιλοσοφική παράδοση.
Ειδικότερα, το κλειδί στην ομιλία του Xi είναι η επιλογή του ρήματος yindao που σημαίνει "να ηγείσαι για να καθοδηγείς”, αντί του συνήθους συνωνύμου zhidao. Το πρόθεμα yin στο yindao παραπέμπει σε μια αντίδραση, σημαίνει δηλ. "να καθοδηγείς απαντώντας σε μια δράση που αναλαμβάνουν άλλοι”. Εν προκειμένω, δηλ. τα θρησκευτικά σώματα περιγράφονται ως αντικείμενο της προσοχής του κόμματος. Αντίθετα, στο ρήμα zhidao, το zhi σημαίνει "υποδεικνύω” και παραπέμπει σε μιαν υποκειμενική στάση απέναντι σε ένα στοιχείο που παραμένει παθητικό.
Όσο και αν όλα αυτά θυμίζουν (δυτικές) μεσαιωνικές διαμάχες περί του φύλου των αγγέλων, στην πραγματικότητα αποτυπώνουν πραγματικά ερωτήματα άσκησης πολιτικής.
Μετά το τέλος της Πολιτιστικής Επανάστασης και το θάνατο του Mao Zedong το 1976 η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας συνειδητοποίησε σταδιακά ότι δεν μπορεί να προσφέρει μια καθολική ιδεολογία που να μπορεί να καλύψει όλες τις ιδεολογικές και υπαρξιακές ανάγκες των Κινέζων πολιτών. Αυτό έγινε ολοφάνερο στη δεκαετία του 1990, όταν το θρησκευτικό κίνημα Falun Gong (παραλλαγή βουδισμού με έμφαση στον διαλογισμό και ιδιαίτερη διάδοση στα μικρομεσαία κομματικά και κρατικά στελέχη) έφτασε να έχει 70 εκατομμύρια οπαδούς και μάλιστα τόλμησε να διεκδικήσει δημόσια την αποτίναξη της κρατικής παρέμβασης στην ανάπτυξή του. Η αντίδραση της κινεζικής ηγεσίας υπήρξε μείγμα απηνούς καταστολής του συγκεκριμένου κινήματος και ρεαλιστικότερης αντιμετώπισης του θέματος των θρησκειών. Έτσι, ενθαρρύνθηκε στροφή σε πιο παραδοσιακές και συντηρητικές εκδοχές θρησκευτικότητας, όπως ο Βουδισμός Ζεν ή οι παραλλαγές του πατροπαράδοτου Κομφουκιανισμού (σε μιαν ορατή ρήξη με το παρελθόν, όταν ο Mao εξαπέλυε λ.χ. καμπάνιες "ενάντια στον Κομφούκιο και τον Lin Biao”).
Ιδιαίτερα ενεργός σε αυτή την κατεύθυνση ήταν ο προκάτοχος του Xi, o Hu Jintao o οποίος οργάνωσε την πρώτη παγκόσμια διάσκεψη για το βουδισμό και προώθησε τον Κομφουκιανισμό.
Βεβαίως, δεν τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης όλες οι θρησκείες. Όταν τα θρησκευτικά ζητήματα άπτονται της κρατικής συνοχής και της εδαφικής ακεραιότητας της Κίνας, η στάση της ηγεσίας είναι άτεγκτη. Στην επαρχία του Xinjiang στα δυτικά, όπου και η εστία της τουρκογενούς μουσουλμανικής μειονότητας των Ουιγούρων, παραμονεύει η απειλή όσων αγωνίζονται ενάντια στην κυριαρχία του Πεκίνου εμπνεόμενοι από μιαν εκδοχή ουχαμπικού Ισλάμ. Αντίστοιχα, η λατρεία του Δαλάι Λάμα, θεωρούμενου ως κατεξοχήν συμβόλου του αιτήματος για ένα ανεξάρτητο Θιβέτ καταστέλλεται στις μεγάλες θιβετιανές εκτάσεις της Κίνας.
Ήδη πάντως από το 17ο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας το 2007, η θρησκεία εντάχθηκε στη γενικότερη γραμμή της "αρμονικής κοινωνίας”, όπως κωδικοποιεί η κινεζική ηγεσία την προσπάθεια εξισορρόπησης των τεράστιων ανισοτήτων και αλλαγών που έφερε η ένταξη της χώρας στις παγκόσμιες αγορές. Οι θρησκευτικές πρακτικές και συσσωματώσεις κρίθηκε ότι μπορούν υπό προϋποθέσεις να παίξουν έναν κοινωνικά εξομαλυντικό ρόλο.
Σε αυτό το φόντο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναβίωση του Χριστιανισμού, με το ποσοστό των Κινέζων πιστών του να έχει εκτιναχθεί από το 2% το 1949 (1% Προτεστάντες και 1% Ρωμαιοκαθολικοί) σε περίπου 10% σήμερα, με σημαντικό τον ρόλο αυτόκλητων παστόρων, χωρίς τυπική θεολογική κατάρτιση, που συνδυάζουν παραλλαγές χριστιανισμού με παραδοσιακές κινεζικές δοξασίες. Υπενθυμίζεται ότι τον 19ο αιώνα ήταν η χιλιαστική χριστιανική αίρεση του "Ουράνιου Βασιλείου” που συνέβαλε στην εξέγερση Ταϊπινγκ, η οποία παραλίγο να ανατρέψει την εξουσία της αυτοκρατορικής δυναστείας Μαντσού.
Μέγα διεθνοπολιτικό ζήτημα αποτελεί πάντοτε το ενδεχόμενο αμοιβαίας αναγνώρισης της Αγίας Έδρας (η οποία εξακολουθεί να έχει διπλωματικές σχέσεις με την Ταϊβάν) και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας – εξού και οι πολλαπλασιαζόμενες το τελευταίο διάστημα χειρονομίες καλής θέλησης του ποντίφικα προς το Πεκίνο, συμπεριλαμβανομένης και της συνέντευξης προς τον Sisci, στην οποία ο Ιησουίτης Πάπας μίλησε με μεγάλο σεβασμό για τον κινεζικό πολιτισμό. Η ηγεσία της Κίνας αισθάνεται εξαιρετική ανασφάλεια με μία θρησκευτική κοινότητα η οποία υπακούει σε ένα διεθνές κέντρο εκτός των συνόρων της χώρας – και το ακανθώδες ερώτημα είναι αν θα υπάρξει συμφιλίωση ανάμεσα στην κρατικά ελεγχόμενη "Πατριωτική Εκκλησία” και την "Εκκλησία των Κατακομβών” που μένει πιστή στη Ρώμη. Η πολύπειρη βατικάνεια διπλωματία διεξάγει διακριτικές διαπραγματεύσεις με το Πεκίνο, με κύριο ζητούμενο την χειροτονία επισκόπων που θα είναι αποδεκτοί και από τις δύο πλευρές.
Αποτέλεσμα της αναβίωσης του θρησκευτικού ενδιαφέροντος αποτελεί και το γεγονός ότι πλέον η ανέγερση χριστιανικών εκκλησιών και βουδιστικών ναών αποτελεί ανθούσα επιχειρηματική δραστηριότητα στην Κίνα, καθώς οι δωρεές των πιστών εγγυώνται την απόσβεση της επένδυσης ακόμη και μέσα σε ένα έτος. Λόγω της σχετικής σπουδής, παρατηρείται και η κατασκευή χώρων λατρείας χωρίς οικοδομική άδεια, που ενίοτε οδηγεί και σε διαταγές κατεδάφισης, οι οποίες έχουν καταγγελθεί ως θρησκευτικές διώξεις.
Σε κάθε περίπτωση, το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα προσπαθεί διαρκώς να προσαρμοστεί, χωρίς να απεμπολεί το πολιτικό του μονοπώλιο, στην πραγματικότητα μιας κοινωνίας ριζικά διαφορετικής από αυτήν των πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων. Το παράδοξο που προκύπτει είναι η καθοδήγηση από ένα διακηρυγμένα άθεο κόμμα των θρησκευτικών πρακτικών μιας ολοένα και περισσότερο θρησκευόμενης χώρας.