Δευτέρα, 29-Νοε-2021 08:05
Έξι ερωτήματα για τη νέα κυβέρνηση συνασπισμού της Γερμανίας

Των Sophia Besch, Christian Odendahl, Noah Gordon
Η συμφωνία συνασπισμού περιλαμβάνει τολμηρά επενδυτικά σχέδια, συμπεριλαμβανομένων για το κλίμα, και μια πιο προοδευτική ατζέντα για την πρόνοια που δεν θα είναι φθηνή. Επομένως οι διαπραγματευτές του συνασπισμού πέρασαν ένα μεγάλο μέρος των τελευταίων εβδομάδων προσπαθώντας να βρουν έξυπνους τρόπους για να παρακάμψουν τα αυτοεπιβαλλόμενα όρια που έβαλαν μόνοι τους στους δημοσιονομικούς κανόνες της Γερμανίας.
Και το πέτυχαν, ως ένα βαθμό. Η επόμενη κυβέρνηση σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει τους ισολογισμούς των δημοσίων οργανισμών για να αυξήσει τις δαπάνες έτσι ώστε να βγαίνει εκτός κανόνων, όπως οι εισφορές κεφαλαίου στη γερμανική κρατική σιδηροδρομική εταιρεία Deutsche Bahn και στην ομοσπονδιακή υπηρεσία Bima, η οποία κατέχει και διαχειρίζεται ομοσπονδιακή γη και κτήρια. Τα κόμματα του συνασπισμού επίσης σχεδιάζουν να χρησιμοποιήσουν την τράπεζα επενδύσεων KfW για να επιδοτήσει ιδιωτικές επενδύσεις για την κλιματική αλλαγή. Θα υπάρξουν επίσης τεχνικές αλλαγές στο χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής του δημοσίου χρέους που σχετίζεται με τον κορονοϊό και στον υπολογισμό του πόσο μεγάλο επιτρέπεται να είναι το έλλειμμα σε όλο τον οικονομικό κύκλο. Αλλά μόνο με αυτά τα μέτρα, η νέα κυβέρνηση θα αποτύχει να χρηματοδοτήσει την τολμηρή της ατζέντα.
Επομένως, οι διαπραγματευτές του συνασπισμού έχουν προσθέσει άλλον έναν αμφιλεγόμενο τρόπο για να δημιουργήσουν περισσότερο δημοσιονομικό χώρο: να διοχετεύσουν μη χρησιμοποιημένα κεφάλαια από το ταμείο έκτακτης ανάγκης για την πανδημία, σε επενδύσεις για το κλίμα και τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας. Αυτό ήταν έξυπνο: η έκτακτη παρέκκλιση από τους κανόνες σαν υποτίθεται ότι χρησιμοποιείται για κάτι άλλο εκτός από τον μετριασμό των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας και τα δικαστήρια θα εξετάσουν πολύ προσεκτικά αυτή τη ρύθμιση. Αλλά οι τα δημοσιονομικά γεράκια-δικηγόροι στο FDP (και είναι πολλά) θα έχουν τριπλοτσεκάρει τα νομικά όρια αυτής της επιλογής. Ένας προϋπολογισμός που αποτυγχάνει μπροστά στα δικαστήρια θα ήταν η απόλυτα ντροπή για τον νέο υπουργό Οικονομικών του FDP, Christian Lindner.
Οι τρόποι με τους οποίους η Γερμανία μπορεί να παρακάμψει τους δικούς της δημοσιονομικούς κανόνες, δεν μπορούν να αναπαραχθούν εύκολα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι δημοσιονομικοί κανόνες της Γερμανίας και το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης είναι δύο διαφορετικά νομικά θηρία. Αλλά τώρα που η Γερμανία επιλέγει τον πιο εύκολο τρόπο για να παρακάμψει τους δημοσιονομικούς κανόνες -επαναπροσδιορίζοντας τον σκοπό των κεφαλαίων για την πανδημία- άλλες χώρες της ευρωζώνης θα μπούν στον πειρασμό και στην πραγματικότητα θα ενθαρρυνθούν πολιτικά, να κάνουν το ίδιο: να χρησιμοποιήσουν τα χρήματα που δανείστηκαν στις αγορές ομολόγων ενώ διαρκούσε η κατάσταση έκτακτης ανάγκης, για να έχουν ένα μαξιλάρι για όταν οι δημοσιονομικοί κανόνες επανέλθουν ξανά. Αυτό θα βοηθήσει στη διασφάλιση της ανάκαμψης στην Ευρώπη, αλλά θα μειώσει τον έκτακτο χαρακτήρα της ανάγκης για μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών κανόνων.
Η μονιμοποίηση του ταμείου ανάκαμψης δεν αποκλείεται ρητά στη συμφωνία, αλλά δεν υπάρχουν ενθαρρυντικά σημάδια ότι η νέα γερμανική κυβέρνηση θα είναι πρόθυμη να το παρατείνει. Τι λέει η συμφωνία: ας μην το συζητήσουμε τώρα, και να καταστήσουμε σαφές ότι το ταμείο ανάκαμψης είναι κατ’ αρχή επιτυχημένο. Αυτό πάλι, είναι ό,τι θα αναμενόταν, και είναι λίγο καλύτερο από αυτό που φοβόταν κάποιοι.
Ναι, εάν πετύχει όλους τους στόχους σε αυτή τη συμφωνία συνασπισμού. Τα σχέδια για τον εδώ και καιρό στάσιμο τομέα των μεταφορών, είναι ιδιαίτερα φιλόδοξα. Η νέα κυβέρνηση θέλει να έχει 15 εκατ. αμιγώς ηλεκτρικά οχήματα (αντί των υβριδικών) στους δρόμους μέχρι το 2030, από τα 400.000 περίπου σήμερα. Αυτό θα απαιτήσει μαζική επέκταση των υποδομών για φορτίσεις, κάτι που με τη σειρά του θα ανοίξει το δρόμο για την προτεινόμενη απαγόρευση της ΕΕ για τις ταξινομήσεις νέων οχημάτων με ορυκτά καύσιμα από το 2035. Εάν δεν ήταν το FDP για να καταφέρει ότι δεν θα υπάρχει γενικό όριο ταχύτητας στον αυτοκινητόδρομο, θα ήταν δύσκολο να πούμε ότι αυτό είναι το κυβερνητικό πρόγραμμα για μια χώρα που έχει εμμονή με αυτοκίνητα κινητήρων εσωτερικής καύσης.
Η Γερμανία τώρα σχεδιάζει να καταργήσει σταδιακά τη χρήση άνθρακα μέχρι το 2030 αντί του 2038. Αλλά αυτό ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα συνέβαινε, επειδή οι τιμές του άνθρακα στην Ευρώπη αυξάνονται και οι υφιστάμενοι κανόνες στη Γερμανία για την κλιματική αλλαγή, τους οποίους το συνταγματικό δικαστήριο της χώρας ανάγκασε την προηγούμενη κυβέρνηση να κάνει πιο οξείς, σχεδόν το υπαγορεύουν. Η προηγούμενη γερμανική κυβέρνηση επίσης υποστήριξε ή τουλάχιστον συμφώνησε με τις πολιτικές της ΕΕ για το κλίμα, που τώρα περιορίζουν το περιθώριο ελιγμών αυτής της κυβέρνησης. Ο νέος κυβερνητικός συνασπισμός υποστηρίζει εκείνα τα μέτρα επίσης, και συνειδητοποιεί ότι πρέπει να επισπεύσει τη συνεχιζόμενη ενεργειακή μετάβαση της Γερμανίας.
Η Γερμανία φιλοξενεί 60 αμερικανικά τακτικά πυρηνικά όπλα (Β61) και παρέχει αεροσκάφη Tornado που μπορούν να μεταφέρουν αυτά τα όπλα σύμφωνα με τη συμφωνία του ΝΑΤΟ για τα πυρηνικά. Ο κίνδυνος η κυβέρνηση να τερματίσει αυτή τη συμφωνία, αποτέλεσε ανησυχία τους τελευταίους μήνες. Ο παλαιός στόλος των Tornado πρέπει να αντικατασταθεί πριν από το 2030. Ορισμένοι Σοσιαλδημοκράτες πολιτικοί και των Πρασίνων, έχουν ασκήσει κριτική στον ρόλο της Γερμανίας αναφορικά με τη συμφωνία για τα πυρηνικά, υποστηρίζοντας ότι το Βερολίνο θα πρέπει να ανοίξει τον δρόμο για έναν κόσμο χωρίς πυρηνικά όπλα.
Η σύντομη απάντηση είναι "όχι”. Αν και η Γερμανία έχει δεσμευτεί στον στόχο του 2% που καθορίστηκε στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ το 2014 στην Ουαλία, ο στόχος δεν αναφέρεται στη συμφωνία συνασπισμού. Αυτό δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη: κανένα κόμμα στη Γερμανία δεν είναι οπαδός του στόχου. Το επιχείρημα λέει ότι οι δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ δεν είναι ένας ουσιαστικός τρόπος μέτρησης της στρατιωτικής παραγωγής ή της συμβολής στη συλλογική ασφάλεια.
Εάν είναι σοβαρά, τα τρία κόμματα θα πρέπει να συνεχίσουν τις αυξήσεις του αμυντικού προϋπολογισμού των τελευταίων ετών. Εάν αντιθέτως μειώσουν τη χρηματοδότηση, τα γενικά έξοδα θα υπερβούν τα κεφάλαια που είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη δυνατοτήτων και προμηθειών και κινδυνεύουν να επηρεάσουν την ικανότητα της Γερμανίας να φέρει εις πέρας τις υποχρεώσεις της απέναντι στο ΝΑΤΟ. Η μακρά απάντηση είναι, επομένως, ότι πρέπει να περιμένουμε για τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, να αποκτήσουμε μια αίσθηση του πόσο αξιόπιστη είναι η δέσμευση της νέας κυβέρνησης για να επενδύσει στις ένοπλες δυνάμεις.
Ο τόνος ασφαλώς θα γίνει πιο οξύς. Η νέα κυβέρνηση κάνει λόγο για έναν "συστημικό ανταγωνισμό” με την Κίνα, και η συμφωνία συνασπισμού αναφέρει την Ταϊβάν, την καταστολή στο Χονγκ Κονγκ και την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Xinjiang. Αυτή η αλλαγή έχει έρθει εδώ και λίγο καιρό. Έχει τρεις βασικούς παράγοντες: αφενός, το Πεκίνο έπαιξε άσχημα τα χαρτιά του στη Γερμανία -η μεγάλη κινεζική αντίδραση στις κυρώσεις της ΕΕ κατά Κινέζων αξιωματούχων για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Xinjiang στο αρχές τπυ 2021, έχει αλλάξει την αντίληψη για την Κίνα που έχουν πολλοί Γερμανοί υπεύθυνοι για τη λήψη αποφάσεων. Οι Γερμανοί πολιτικοί γνωρίζουν για τη δικομματική συναίνεση στις ΗΠΑ αναφορικά με την καταπολέμηση της κινεζικής επιρροής και έχουν λάβει το σαφές μήνυμα της κυβέρνησης Biden ότι θέλει να συντονίσει την πολιτική για την Κίνα με τους Ευρωπαίους. Η συμφωνία του συνασπισμού κάνει λόγο για μια διατλαντική κινεζική πολιτική. Και ο νέος συνασπισμός έχει δεσμευτεί να συνεργαστεί πιο στενά με τους εταίρους στην ΕΕ και να βάλει ένα τέλος στην υπερβολική έμφαση της Γερμανίας στις εξαγωγές και στις επενδύσεις στην Κίνα, κάτι που η ίδια η Μέρκελ σχολίασε προσφάτως ως "αφελές”.
Μια πρώτη σαφή ένδειξη της νέας πορείας της Γερμανίας αναφορικά με την Κίνα, είναι ότι οι εταίροι συνασπισμού δεν νομίζουν ότι η Συνολική Συμφωνία ΕΕ-Κίνας για τις επενδύσεις (CAI) θα πρέπει να επικυρωθεί (η CAI αρχικά συμφωνήθηκε τον Δεκέμβριο του 2020, αλλά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει παγώσει τη διαδικασία επικύρωσης υπό το πρίσμα της αυξημένης έντασης μεταξύ Κίνας και ΕΕ). Οποιαδήποτε μελλοντική γερμανική κυβέρνηση θα δυσκολευτεί να συμβιβάσει μια αυστηρή πολιτική απέναντι στην Κίνα με τα γερμανικά οικονομικά συμφέροντα. Αλλά η συμφωνία συνασπισμού είναι έκφραση μιας νέας, πιο σκληρής γερμανικής συναίνεσης για την Κίνα.
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: https://www.cer.eu/insights/six-questions-germanys-new-coalition-agreement