Το δίλημμα Τραμπ για τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας

Παρασκευή, 28-Μαρ-2025 07:30

Το δίλημμα Τραμπ για τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας

Του Alexander Kolyandr

Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν ισχυρίζεται συχνά ότι οι δυτικές κυρώσεις ήταν καταλύτης για θετικές αλλαγές στη ρωσική οικονομία – και ότι οι Δυτικοί αξιωματούχοι δεν θα βιάζονται να τις άρουν. Αυτό, όμως, δεν εμποδίζει τους Ρώσους αξιωματούχους να απαιτούν την άρση των κυρώσεων ως μέρος οποιασδήποτε συμφωνίας για κανονικοποίηση των σχέσεων με τις ΗΠΑ.

Η τρέχουσα αναθέρμανση μεταξύ Μόσχας και Ουάσιγκτον σημαίνει ότι αυτή η απαίτηση δεν είναι τόσο απίθανη όσο ίσως φαινόταν στο παρελθόν. Ωστόσο, παρόλο που ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει δηλώσει δημοσίως ότι οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας θα μπορούσαν να αρθούν, στην πραγματικότητα δεν συμφέρει τον ίδιο να τις καταργήσει ολοκληρωτικά. Μάλιστα, του ταιριάζει να διατηρεί και το "καρότο" και το "μαστίγιο" στη διαδικασία διαπραγμάτευσης με τη Μόσχα για τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Οι Ρώσοι αξιωματούχοι δεν κρύβουν ότι θέλουν να αρθούν όλες οι δυτικές κυρώσεις ταυτόχρονα – συμπεριλαμβανομένου και του Νόμου Magnitsky του 2012. Επίσης, δεν ενδιαφέρονται για προσωρινή παύση, που θα ήταν πολιτικά και τεχνικά πιο εύκολη.

Το Κρεμλίνο θυμάται πολύ καλά την τροποποίηση Jackson-Vanik στο Αμερικανικό Εμπορικό Νόμο του 1974, που περιόριζε τις οικονομικές σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση λόγω των περιορισμών στη μετανάστευση των Εβραίων. Παρόλο που η Jackson-Vanik αναστάλθηκε το 1989, οι ΗΠΑ τη χρησιμοποίησαν ως δικαιολογία για να εμποδίσουν την ένταξη της Ρωσίας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου μέχρι την τελική της κατάργηση το 2012.

Ωστόσο, παρόλο που όλες οι τρέχουσες αμερικανικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας επιβλήθηκαν με προεδρικά διατάγματα ή αποφάσεις υπουργείων, ο Τραμπ δεν μπορεί να τις άρει μόνος του, ακόμα κι αν το θέλει. Ενώ ο πρόεδρος είναι υπεύθυνος για ορισμένες πτυχές της εξωτερικής πολιτικής, το Κογκρέσο ελέγχει το εξωτερικό εμπόριο – πράγμα που σημαίνει ότι και οι δύο πλευρές έχουν λόγο στις οικονομικές κυρώσεις.

Η συνήθης διαδικασία επιβολής κυρώσεων είναι το Κογκρέσο να ψηφίζει νόμο που αναθέτει το θέμα στον πρόεδρο, ο οποίος μετά τις επιβάλλει επίσημα. Τα υπουργεία – συνήθως το Υπ. Εξωτερικών, το Υπ. Οικονομικών ή το Υπ. Εμπορίου – εποπτεύουν την εφαρμογή τους.

Για τη Ρωσία, το νομικό πλαίσιο των περισσότερων αμερικανικών κυρώσεων βασίζεται σε δύο νόμους: έναν του 1976 και έναν του 1977. Το Προεδρικό Διάταγμα 14024 του Τζο Μπάιντεν (15 Απριλίου 2021) ήταν η βάση για τις πιο σκληρές κυρώσεις κατά της Ρωσίας και βασίστηκε στον νόμο του 1977, που δίνει στον πρόεδρο το δικαίωμα να επιβάλλει περιορισμούς σε περιπτώσεις "εθνικής έκτακτης ανάγκης". Το Διάταγμα 14024 περιελάμβανε και "δευτερεύουσες κυρώσεις" κατά ξένων ατόμων ή εταιρειών που συναλλάσσονται με ρωσικές οντότητες.

Η δήλωση "εθνικής έκτακτης ανάγκης" για τις κυρώσεις του Μπάιντεν πρέπει να ανανεώνεται κάθε χρόνο (τον Απρίλιο). Το ίδιο ισχύει και για την "έκτακτη ανάγκη" που κήρυξε ο Μπαράκ Ομπάμα όταν επέβαλε κυρώσεις το 2014 λόγω της προσάρτησης της Κριμαίας. Ενδεικτικά, ο Τραμπ ανανέωσε αυτή τη δήλωση στις αρχές Μαρτίου 2025.

Μια δεύτερη κατηγορία κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας υπάγεται στον νόμο CAATSA του 2017 (Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act), που καθιέρωσε πολλούς περιορισμούς της εποχής Ομπάμα δίνοντάς τους καθεστώς νόμου (αντί για προεδρικά διατάγματα που αναιρούνται εύκολα). Αυτές οι κυρώσεις αφορούν από αγαθά διπλής χρήσης έως άτομα που θεωρούνται υπεύθυνα για την υπονόμευση της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας. Η προηγούμενη κυβέρνηση Μπάιντεν χρησιμοποίησε επίσης τον CAATSA για να τιμωρήσει μεγάλες ρωσικές εταιρείες, όπως την αμυντική Rostec, τις τραπεζικές Sberbank και Gazprombank, τα ναυπηγεία Zvezda και τη Χρηματιστήριο της Μόσχας.

Η φύση του CAATSA σημαίνει ότι αν ο Τραμπ θέλει να τον καταργήσει, θα πρέπει να πείσει το Κογκρέσο ότι δεν εξυπηρετεί πλέον τα αμερικανικά εθνικά συμφέροντα. Και τουλάχιστον προς το παρόν, πολλοί στο Κογκρέσο είναι επιφυλακτικοί για ειρηνευτική συμφωνία στην Ουκρανία – και έχουν απειλήσει ακόμη και με νέες κυρώσεις εάν η Μόσχα δεν διαπραγματευτεί καλόπιστα.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι υπάρχουν ελάχιστες κυρώσεις που ο Τραμπ μπορεί να άρει μόνος του. Ωστόσο, αυτοί οι περιορισμοί μπορούν να του είναι και χρήσιμοι: πάντα μπορεί να κατηγορήσει το Κογκρέσο που δεν του επιτρέπει να ικανοποιήσει τη Μόσχα. Η διατήρηση ορισμένων κυρώσεων σημαίνει ότι η Ουάσιγκτον θα μπορεί να τις χρησιμοποιήσει ως μοχλό πίεσης σε μελλοντικές διαπραγματεύσεις.

Από την πλευρά του Κρεμλίνου, θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο να ανακτήσει πρόσβαση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές (όχι μόνο λόγω του υψηλού κόστους των εγχώριων δανείων). Η άνοιγμα της ρωσικής αγοράς σε ξένους θα βοηθούσε και στον έλεγχο του πληθωρισμού. Αλλά δεν είναι μόνο ο Τραμπ και το Κογκρέσο που αποφασίζουν: οι κυρώσεις της ΕΕ, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ελβετίας παραμένουν, πράγμα που κάνει τραπεζίτες και διαχειριστές κεφαλαίων να φοβούνται να κάνουν δουλειές με τη Ρωσία.

Πιο πιθανό είναι, εάν οι συζητήσεις για άρση κυρώσεων κερδίσουν έδαφος, η Μόσχα και η Ουάσιγκτον να ξεκινήσουν με μικρά βήματα – όπως η άρση κυρώσεων από μερικές ρωσικές τράπεζες και η άδεια να ανοίξουν λογαριασμούς στις ΗΠΑ.

Στο εμπόριο, η Ρωσία θα ήθελε ιδιαίτερα να αρθούν οι αμερικανικοί περιορισμοί σε αεροσκάφη, ανταλλακτικά αεροσκαφών, μηχανήματα και εξοπλισμό μεταφορών και παραγωγής ενέργειας. Μετά την πλήρη εισβολή στην Ουκρανία, οι Ρώσοι έχουν μάθει να παρακάμπτουν τους περιορισμούς και να προμηθεύονται μικροτσίπ, απαραίτητα για την αμυντική βιομηχανία. Αλλά τέτοιες λύσεις είναι περίπλοκες και ακριβές. Η φθορά του εξοπλισμού και οι δυσκολίες στην εύρεση ανταλλακτικών συνεχίζουν να δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στη ρωσική αεροπορία, στους μεταφορείς και στους κατασκευαστές.

Τέλος, υπάρχουν και αμερικανικές κυρώσεις κατά μεμονωμένων Ρώσων. Η πιθανή άρση – ή μη – αυτών των περιορισμών μπορεί να προκαλέσει έντονες αντιδράσεις. Από τη μια, πολλοί θέλουν να απαλλαγούν από τις κυρώσεις για να ταξιδέψουν στις ΗΠΑ και να έχουν πρόσβαση στα περιουσιακά τους στοιχεία. Από την άλλη, οι κυρώσεις έχουν γίνει πλέον "παράσημο" αφοσίωσης στη ρωσική ηγεσία – και ο πρώτος που θα το χάσει μπορεί να αντιμετωπίσει πολιτικούς κινδύνους. Το πιο πιθανό σενάριο είναι οι πρώτοι που θα απαλλαγούν από προσωπικές κυρώσεις να είναι πρόσωπα αδιαμφισβήτητης πιστότητας στο Κρεμλίνο.

Σε κάθε περίπτωση, οι συζητήσεις για άρση κυρώσεων θα είναι μακρές και πολύπλοκες. Δεν είναι μόνο αβέβαιο αν ο Πούτιν είναι διατεθειμένος να εγκαταλείψει τις μέγιστες απαιτήσεις για πλήρη άρση – είναι επίσης ανοιχτό το ερώτημα αν ο Τραμπ θα μπει στη διαδικασία εξουθενωτικών διαπραγματεύσεων και θα παραιτηθεί από την ελπίδα να λύσει τα πάντα με μια κίνηση.

Διαβάστε το άρθρο στην αρχική του δημοσίευση εδώ.

Επιμέλεια - Απόδοση: Νικόλας Σαπουντζόγλου