Τετάρτη, 24-Νοε-2021 08:00
Η Ευρώπη δεν θα πρέπει να "κάνει πίσω" στο θέμα της Τουρκίας

Του Marc Pierini
Η καταστολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία είναι γνωστή. Τεκμηριώνεται επαρκώς από τις διαδοχικές εκθέσεις προόδου της Κομισιόν, συμπεριλαμβανομένης της πιο πρόσφατης, που ανακοινώθηκε στις 19 Οκτωβρίου 2021.
Υπό τον πρόεδρο Ερντογάν, η χώρα έχει υποστεί ουσιαστική υποβάθμιση της αρχιτεκτονικής του κράτους δικαίου σε όλους τους σχετικούς τομείς, από το δικαστικό σώμα και τα ΜΜΕ μέχρι την κοινωνία των πολιτών και τα δικαιώματα των γυναικών.
Η υποβάθμιση του κράτους δικαίου έχει επίσης επηρεάσει ορισμένες από τις διεθνείς δεσμεύσεις της Τουρκίας. Ένα παράδειγμα είναι η αποχώρηση από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για τη βία κατά των γυναικών, την οποία μέχρι πρότινος προωθούσε η Τουρκία.
Άλλο ένα παράδειγμα είναι η άρνηση της να συμμορφωθεί με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) του Δεκεμβρίου 2019, για την υπόθεση του επιχειρηματία και φιλάνθρωπου Osman Kavala, παρά το ότι έχει αναλάβει τις δεσμεύσεις που συνδέονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
Σε άλλους τομείς, η συμπεριφορά της Τουρκίας δεν ήταν σύμφωνη με αυτό που αναμένει κανείς από ένα μέλος του Συμβούλιου της Ευρώπης, του ECHR, και του ΝΑΤΟ.
Ένα παράδειγμα είναι η διπλωματική ενέργεια της Τουρκίας να αποδυναμώσει μια δήλωση του ΝΑΤΟ που καταδικάζει την εκτροπή από την αεροπορία της Λευκορωσίας, της πτήσης 4978 της Ryanair στις 23 Μαΐου 2021, προκειμένου να συλλάβει έναν ακτιβιστή της αντιπολίτευσης.
Μια τέτοια διάβρωση της αρχιτεκτονικής του κράτους δικαίου έρχεται σαφώς σε αντίθεση με τη δηλωμένη πρόθεση της Τουρκίας να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση: ενώ προβαίνει τακτικά σε δηλώσεις αναφορικά με τη φιλοδοξία της να γίνει μέλος, οι περισσότερες αποφάσεις της αντιβαίνουν στις αρχές και τις αξίες της Ένωσης.
Η Τουρκία έχει φυσικά πρόθεση να συνεργαστεί με την ΕΕ και η Ένωση έχει δηλώσει την πρόθεση της να αναπτύξει μια θετική ατζέντα υπό σαφείς όρους: "να εμπλακεί με την Τουρκία με σταδιακό, αναλογικό και αναστρέψιμο τρόπο”. Η πρόσφατη ένταξη της Τουρκίας σε διάφορα προγράμματα της ΕΕ, όπως το ERASMUS+, το πρόγραμμα έρευνας και καινοτομίας και το Ευρωπαϊκό Σώμα Αλληλεγγύης, είναι από μόνη της μιας ευπρόσδεκτη εξέλιξη.
Ωστόσο, αυτές οι θετικές εξελίξεις έρχονται με μεγάλο τίμημα, με την Άγκυρα να επιβάλει μια εξαιρετικά επιλεκτική ατζέντα: τα τελευταία χρόνια, οι ηγέτες της Τουρκίας έχουν επανειλημμένως αρνηθεί να διεξάγουν έναν ανοιχτό διάλογο για το κράτος δικαίου με την ΕΕ, διότι η προτεραιότητά τους είναι η "καταπολέμηση της τρομοκρατίας και αυτό υποτίθεται ότι πρέπει να το αφήσουν για την Τουρκία.
Από την σκοπιά της ΕΕ, η στάση της Τουρκία απέναντι στην Ένωση στον τομέα του κράτους δικαίου, έχει ένα αρκετά σαφές σκεπτικό: για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους, η Τουρκία καθιστά τα ζητήματα κράτους δικαίου ως "απαγορευμένη περιοχή” για τους Ευρωπαίους -και Αμερικανούς- ηγέτες, και σκοπεύουν να περιορίσουν τη σχέση κυρίως στο εμπόριο, στις επενδύσεις, στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας και στη μετανάστευση.
Για τους ηγέτες της ΕΕ, αυτό είναι ένα ζήτημα ύψιστης σημασίας, διότι η αποδοχή της επιλεκτικής ατζέντας της Άγκυρας, υπονομεύει ενεργά τις βασικές αξίες και αρχές της ΕΕ. Ως εκ τούτου, η Ένωση έχει πολύ μεγαλύτερο μερίδιο από τη σχέση της με την Τουρκία και έχει καθήκον να υπερασπιστεί αυτές τις αξίες και αρχές. Αυτό μπορεί να γίνει με τρεις τρόπους.
Πρώτον, η ΕΕ θα πρέπει να επιβεβαιώσει με τον πιο έντονο τρόπο ότι το κράτος δικαίου αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των εσωτερικών και εξωτερικών πολιτικών της. Στην περίπτωση της Τουρκίας, αυτή η αρχή πολιτικής εφαρμόζεται στον πολιτικό διάλογο, στις οικονομικές σχέσεις (συμπεριλαμβανόμενης τυχόν προόδου στην τελωνειακή ένωση ΕΕ-Τουρκίας) και στους τομεακού διαλόγους σε υψηλό επίπεδο.
Με άλλα λόγια, η Ένωση θα πρέπει να καταστήσει σαφές ότι ο διαχωρισμός των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας με τρόπο ώστε να ταιριάζει στην πολιτική διευκόλυνση της Άγκυρας, δεν είναι αποδεκτός. Η αλλαγή των βασικών αξιών της ΕΕ και των αρχών σύμφωνα με τις πολιτικές προτιμήσεις μιας συμμαχικής κυβέρνησης, θα πρέπει να είναι εκτός συζήτησης, σε μια περίοδο που αυτές οι αξίες και οι αρχές βρίσκονται υπό συστημική απειλή από το εσωτερικό της ΕΕ και από τρίτες χώρες όπως η Ρωσία και η Λευκορωσία.
Δεύτερον, η ΕΕ θα πρέπει να διατηρήσει μια στάση στήριξης των υψηλών αρχών της αναφορικά με την περίπτωση του Osman Kavala και την ανάγκη συμμόρφωσης της Τουρκίας με την απόφαση του ECHR τον Δεκέμβριο του 2019.
Η επόμενη ακρόαση για την υπόθεση του Kavala, είναι προγραμματισμένη για τις 26 Νοεμβρίου, η οποία κατ’ αρχήν προσφέρει τη δυνατότητα στην τουρκική δικαιοσύνη να τον αφήσει ελεύθερο εν αναμονή της δίκης, εάν επιλέξει να συμμορφωθεί με την απόφαση του ECHR. Για τους ηγέτες της ΕΕ, η υπενθύμιση των υποχρεώσεων της Τουρκίας βάσει των κανόνων του ECHR, δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση μια υπόθεση ανάμειξης στα εσωτερικά της χώρας, αλλά απλώς αντικατοπτρίζει την υποχρέωση που προκύπτει από τους κανόνες πυ είναι αποδεκτές από την Τουρκία, τόσο στη Σύμβαση όσο και στο Δικαστήριο.
Τρίτον, εάν ο Kavala δεν απελευθερωθεί πριν από τη δίκη, τα κράτη-μέλη της ΕΕ πρέπει να δράσουν στο πλαίσιο της συνεδρίασης της υπουργικής επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης που ξεκινάει στις 30 Νοεμβρίου, προκειμένου να καταστήσουν σαφές ότι η μη συμμόρφωση της Τουρκίας με την απόφαση, αντιμετωπίζεται με τους κανόνες του ECHR.
Και εδώ το διακύβευμα για την ΕΕ είναι υψηλότερο από τη σχέση της με την Τουρκία. Όχι μόνο η έλλειψη δράσης από τα μέλη της ΕΕ στο Συμβούλιο της Ευρώπης θα αποτελούσε μια αποδοχή του τρόπου με τον οποίο χειρίζεται η Τουρκία την υπόθεση, θα δημιουργούσε και ένα βλαβερό προηγούμενο για έναν θεσμό που βρίσκεται στο επίκεντρο της αρχιτεκτονικής του κράτους δικαίου της Ευρώπης. Εδώ είναι που ο αφελής και βασισμένος στις αρχές συλλογισμός, σκοντάφτει στη realpolitik. Η υπεράσπιση των αξιών της ΕΕ με έναν τρόπο που προτείνεται παραπάνω, μπορεί εύκολα να αντιταχθεί στα διμερή συμφέροντα των κρατών-μελών της ΕΕ. Μια τέτοια περίπτωση είναι η πρόσφατη επίσκεψη του Pedro Sanchez, του προέδρου της ισπανικής κυβέρνησης, στην Άγκυρα: ένα μακρύ κοινό ανακοινωθέν τόνιζε όλα τα σημεία σύγκλησης μεταξύ των δύο κυβερνήσεων (συμπεριλαμβανομένου, σύμφωνα με την τουρκική πλευρά, και στρατιωτικού εξοπλισμού), αλλά δεν ανέφερε τίποτα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου. Αυτό το παράδειγμα δείχνει μια εξαιρετική επιλεκτική εφαρμογή από τη La Moncloa, των τελευταίων αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τις σχέσεις με την Τουρκία.
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: https://carnegieeurope.eu/strategiceurope/85841