Τα data centers απειλούν τη βιομηχανία
Σάββατο, 06-Δεκ-2025 08:00
Στις Ηνωμένες Πολιτείες οι βιομηχανίες που εξαρτώνται από σταθερή, προσιτή και άφθονη ενέργεια βρίσκονται αντιμέτωπες με έναν απρόβλεπτο ανταγωνιστή: τα κέντρα δεδομένων. Η ταχύτατη επέκταση των υποδομών που απαιτούνται για την τεχνητή νοημοσύνη, την αποθήκευση cloud και την ψηφιοποίηση της οικονομίας δημιουργεί έναν νέο χάρτη ισχύος στον ενεργειακό τομέα – έναν χάρτη που απειλεί να περιθωριοποιήσει παραδοσιακούς βιομηχανικούς κλάδους.
Καθώς η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας αυξάνεται με ρυθμούς που οι ρυθμιστικές αρχές δεν είχαν προβλέψει, εταιρείες χάλυβα, παραγωγοί αλουμινίου και ενεργοβόρες βιομηχανίες φοβούνται ότι θα βρεθούν στο περιθώριο, πληρώνοντας υψηλότερες τιμές ή ακόμη και αντιμετωπίζοντας δυσκολίες στην πρόσβαση σε νέα φορτία ισχύος. Οι προγραμματισμένες επενδύσεις για νέα data centers –σε ορισμένες περιοχές, πολλαπλασιάζονται με ρυθμό άνω του 300% σε σχέση με πριν από μία πενταετία– δημιουργούν έναν πρωτοφανή ανταγωνισμό για τις διαθέσιμες ποσότητες ενέργειας.
Η ένταση κορυφώνεται ιδιαίτερα σε πολιτείες όπως η Βιρτζίνια, το Τέξας, η Τζόρτζια και η Αριζόνα, όπου τοπικές αρχές και εταιρείες ενέργειας παραδέχονται ότι τα σχέδια επέκτασης του δικτύου δεν επαρκούν για να καλύψουν ταυτόχρονα τις ανάγκες της βιομηχανίας και των τεράστιας κλίμακας υποδομών για cloud. Σε ορισμένες περιοχές, οι καθυστερήσεις στη σύνδεση νέων μονάδων παραγωγής μπορεί να ξεπεράσουν τα επτά χρόνια – εξέλιξη που αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για νέες ενεργοβόρες επενδύσεις, σε μια στιγμή που οι ΗΠΑ επιδιώκουν την επαναφορά της βιομηχανικής παραγωγής εντός συνόρων.
Οι εταιρείες τεχνολογίας, από την πλευρά τους, υποστηρίζουν ότι τα data centers αποτελούν κρίσιμη υποδομή της σύγχρονης οικονομίας – απαραίτητη για την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης, των υπηρεσιών cloud και της κυβερνοασφάλειας. Σημειώνουν επίσης ότι συμβάλλουν σημαντικά στην τοπική ανάπτυξη, δημιουργώντας θέσεις εργασίας υψηλής ειδίκευσης και προσελκύοντας επενδύσεις δισεκατομμυρίων. Παράλληλα, δεσμεύονται να επενδύσουν σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ή και σε μοντέλα ενεργειακής αντιστάθμισης.
Ωστόσο, οι βιομηχανικές επιχειρήσεις επισημαίνουν ότι, ακόμη και αν οι τεχνολογικοί κολοσσοί επενδύσουν σε πράσινη ενέργεια, η πραγματικότητα παραμένει: τα data centers απορροφούν τεράστια φορτία από το υπάρχον δίκτυο, συχνά σε περιόδους αιχμής. Η διαφορά είναι ότι έχουν πολύ μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ, κλείνοντας μακροχρόνια συμβόλαια σε υψηλές τιμές, οι οποίες ανεβάζουν συνολικά το ενεργειακό κόστος. Η ανισορροπία αυτή απειλεί να αυξήσει περαιτέρω την τιμή ηλεκτρικής ενέργειας για τις παραγωγικές μονάδες που λειτουργούν με πολύ χαμηλά περιθώρια κέρδους.
Ανισορροπία
Η ενεργειακή κατανάλωση των data centers στις ΗΠΑ αναμένεται να διπλασιαστεί έως το 2030, σύμφωνα με εκτιμήσεις διαχειριστών δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας. Αντίθετα, η αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας παραμένει βραδεία, λόγω καθυστερήσεων στις αδειοδοτήσεις, των αντιδράσεων σε νέους αγωγούς φυσικού αερίου και της αργής ανάπτυξης των δικτύων μεταφοράς. Η ανισορροπία μεταξύ ζήτησης και διαθέσιμης ισχύος γίνεται έτσι όλο και πιο έντονη.
Στην Αριζόνα, μεγάλες βιομηχανίες καταγγέλλουν ότι νέες ενεργειακές παροχές για εργοστάσια βρίσκονται ουσιαστικά "σε αναμονή", επειδή το δίκτυο προτεραιοποιεί τις ανάγκες των υποδομών των κέντρων δεδομένων, που έχουν δεσμεύσει τεράστιες ποσότητες ισχύος για τα επόμενα χρόνια. Στη Βιρτζίνια, οι αιτήσεις για επέκταση δικτύου συνδέονται σχεδόν αποκλειστικά με data centers, κάτι που αυξάνει τις δυσκολίες για ταχεία δημιουργία νέων μονάδων παραγωγής στον κλάδο της μεταποίησης.
Ορισμένες πολιτείες εξετάζουν ήδη ρυθμιστικές παρεμβάσεις: ειδικούς τιμολογιακούς μηχανισμούς για τα data centers, υποχρεώσεις επενδύσεων σε νέες μονάδες παραγωγής ενέργειας ή ακόμη και προτεραιοποίηση ενεργοβόρων βιομηχανιών στις αιτήσεις σύνδεσης στο δίκτυο. Ωστόσο, τέτοια μέτρα πιθανόν να προκαλέσουν νομικές αντιδράσεις και να επηρεάσουν το επενδυτικό κλίμα.
Παράλληλα, το ζήτημα έχει αρχίσει να αποκτά πολιτικές διαστάσεις. Το αφήγημα περί "αναγέννησης της αμερικανικής βιομηχανίας" έρχεται σε αντίθεση με την ανάγκη των Big Tech για εκθετική αύξηση υπολογιστικής ισχύος. Η κυβέρνηση επιδιώκει να επιταχύνει τις επενδύσεις στις υποδομές ενέργειας, ωστόσο ο χρόνος υλοποίησης παραμένει εμπόδιο: νέες μονάδες φυσικού αερίου ή μεγάλες εγκαταστάσεις Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) απαιτούν χρόνια για να αδειοδοτηθούν και να κατασκευαστούν, ενώ η επέκταση των δικτύων υψηλής τάσης συχνά συναντά σφοδρές αντιδράσεις.
Εν τω μεταξύ, η βιομηχανία βλέπει το κόστος της ενέργειας να αυξάνεται. Σε ορισμένες πολιτείες, οι τιμές για τους μεγάλους καταναλωτές έχουν ανέβει κατά 15%-30% σε σχέση με πέρυσι – εξέλιξη που μπορεί να αποθαρρύνει την εγκατάσταση νέων μονάδων ή να οδηγήσει σε μετεγκαταστάσεις. Η κατάρρευση μεγάλων έργων παραγωγής αλουμινίου και χάλυβα τα προηγούμενα χρόνια λειτουργεί ως υπενθύμιση του πόσο ευάλωτοι είναι αυτοί οι κλάδοι σε αυξήσεις του ενεργειακού κόστους.
Από την πλευρά τους, τα data centers επιχειρούν να μειώσουν τις αντιδράσεις, επενδύοντας σε νέες τεχνολογίες αποθήκευσης ενέργειας, στην αξιοποίηση ανανεώσιμων πηγών και –σε ορισμένες περιπτώσεις– στη δημιουργία ιδιόκτητων μονάδων παραγωγής ενέργειας. Όμως ακόμη κι αν οι λύσεις αυτές αποδώσουν, η πραγματικότητα είναι ότι οι ενεργειακές ανάγκες τους αυξάνονται με ρυθμούς που ξεπερνούν κάθε ιστορικό προηγούμενο.
Μηδενικό άθροισμα
Οι ενεργειακοί αναλυτές προειδοποιούν ότι χωρίς μια συντονισμένη προσπάθεια ενίσχυσης της παραγωγικής δυναμικότητας, η σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ βιομηχανίας και κέντρων δεδομένων θα ενταθεί. Η τεχνητή νοημοσύνη και τα υπολογιστικά φορτία που τη συνοδεύουν καθίστανται πλέον καθοριστικός παράγοντας διαμόρφωσης της αγοράς ενέργειας.
Το τελικό ερώτημα παραμένει ανοικτό: μπορούν οι ΗΠΑ να υποστηρίξουν ταυτόχρονα μια αναγέννηση της βιομηχανικής τους βάσης και την αλματώδη ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας; Ή η μάχη για την ενέργεια θα μετατρέψει την εξίσωση σε παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος; Το μόνο βέβαιο είναι ότι η άνοδος των data centers έχει αρχίσει να αναδιαμορφώνει όχι μόνο το ενεργειακό σύστημα, αλλά και το μέλλον της αμερικανικής βιομηχανίας.
Απόδοση - Επιμέλεια: Γιώργος Δ. Παυλόπουλος