Ο προϋπολογισμός του Μόντι έχει έλλειμμα αξιοπιστίας
Δευτέρα, 05-Αυγ-2024 08:15
Του Mihir Sharma
Δέκα χρόνια αφότου εξελέγη για πρώτη φορά πρωθυπουργός της Ινδίας, ο Ναρέντρα Μόντι μπορεί τελικά να έχει διαγνώσει γιατί η ανάπτυξη της Ινδίας, αν και καλύτερη από ό,τι σε πολλές χώρες, δεν έχει απογειωθεί με τον τρόπο που περίμεναν οι υποστηρικτές του το 2014. Αλλά πρέπει ακόμη να αποδείξει ότι είναι πρόθυμος να κάνει ό,τι χρειάζεται για να διορθώσει το πρόβλημα.
Ο ομοσπονδιακός προϋπολογισμός που ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα η υπουργός Οικονομικών Νιρμάλα Σιθάραμαν θα αποτελέσει τον κύριο οδικό χάρτη οικονομικής πολιτικής για το τρέχον έτος. Επικεντρώθηκε σοφά σε τρία ζητήματα: το χρέος, τις αγορές συντελεστών παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων της γης και της εργασίας, και τις θέσεις εργασίας. Όλα αποτελούν τροχοπέδη για την ανάπτυξη.
Ο Μόντι έχει αξιοπιστία στο πρώτο. Οι κυβερνήσεις του ήταν αναμφισβήτητα δημοσιονομικά συντηρητικές. Ακόμη και σε αυτόν τον προϋπολογισμό, που δημοσιεύθηκε σε μια χρονιά εκλογών, όταν οι περισσότεροι πολιτικοί θα είχαν ανοίξει τις στρόφιγγες των δαπανών, η Σιθάραμαν μείωσε τον στόχο για το δημοσιονομικό έλλειμμα κατά δύο δέκατα της ποσοστιαίας μονάδας από τις προηγούμενες προβλέψεις, στο 4,9% του ΑΕΠ.
Τα ελλείμματα ήταν αρκετά υψηλά και η ανάπτυξη αρκετά χαμηλή για αρκετό καιρό, με αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος της Ινδίας να έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις, ξεπερνώντας το 80% του ΑΕΠ νωρίτερα φέτος. Παρ' όλα αυτά, όταν η Σιθάραμαν υπόσχεται ότι "το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης θα βρίσκεται σε φθίνουσα πορεία ως ποσοστό του ΑΕΠ", οι περισσότεροι επενδυτές την πιστεύουν.
Αυτό δεν ισχύει επ' ουδενί για τις άλλες δεσμεύσεις της κυβέρνησης. Ακόμα και αν μειωθεί το χρέος, καθιστώντας έτσι περισσότερα κεφάλαια διαθέσιμα για τον ιδιωτικό τομέα, οι επενδυτές δεν θα βάλουν αυτά τα χρήματα να "δουλέψουν" μέχρι να δουν το είδος του αποτελεσματικού και προβλέψιμου επιχειρηματικού περιβάλλοντος που καθιστά εύκολη τη δημιουργία εταιρειών και την πρόσληψη προσωπικού.
Χρειάζονται επίσης τις αγορές: Είτε αρκετούς καταναλωτές στη χώρα με μισθούς αρκετά υψηλούς για να δημιουργήσουν ζήτηση, είτε ακμάζουσες εξαγωγικές αγορές. Την τελευταία δεκαετία, αντίθετα, η αύξηση των θέσεων εργασίας ήταν απογοητευτική και οι μισθοί στάσιμοι. Ως αποτέλεσμα, η εγχώρια κατανάλωση έμεινε στάσιμη. Εν τω μεταξύ, οι δασμοί είναι πολύ υψηλοί και απρόβλεπτοι για να μπορούν οι εγχώριοι παραγωγοί να συμμετέχουν εύκολα στις παγκόσμιες αλυσίδες.
Για πρώτη φορά, η κυβέρνηση Μόντι υποσχέθηκε να αντιμετωπίσει και τα δύο προβλήματα. Ο προϋπολογισμός υπόσχεται ένα νέο "πλαίσιο οικονομικής πολιτικής" που θα φέρει σαρωτικές μεταρρυθμίσεις, ιδίως των συντελεστών παραγωγής.
Αυτό αποτελεί έκπληξη. Ο Μόντι αναγκάστηκε να ανακαλέσει μια προηγούμενη προσπάθεια να αλλάξει τους κανόνες απόκτησης γης μπροστά στις συνεχείς διαδηλώσεις. Μετά από αυτό, οι θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις που υποστηρίζουν οι οικονομολόγοι φαίνεται να βρίσκονται εκτός συζήτησης. Η Σιθάραμαν υποσχέθηκε επίσης να περάσει τους επόμενους έξι μήνες επανεξετάζοντας τους δασμούς με στόχο τη μείωσή τους.
Οι υποσχέσεις ακούγονται πολύ καλές στη θεωρία. Εάν η κυβέρνηση ακολουθήσει τις δεσμεύσεις της - απελευθερώνοντας τις αγορές συντελεστών παραγωγής, μειώνοντας τα δασμολογικά εμπόδια και τονώνοντας την εγχώρια ζήτηση - η ανάπτυξη της Ινδίας αναμένεται πράγματι να απογειωθεί.
Όμως, ενώ ο Μόντι έχει αποκτήσει αξιοπιστία ως δημοσιονομικό "γεράκι", δεν του έχει απομείνει καμία ως μεταρρυθμιστής. Πριν από δέκα χρόνια, όταν ανέβηκε στην εξουσία, παράλληλα με ελπιδοφόρες (και ευφάνταστες) συγκρίσεις με τη Μάργκαρετ Θάτσερ και τον Ρόναλντ Ρίγκαν, πολλοί αναλυτές τον φαντάζονταν ως κλασικό οικονομικό φιλελεύθερο. Αν είχε προτείνει ένα παρόμοιο πλαίσιο πολιτικής στον πρώτο του προϋπολογισμό, οι οικονομολόγοι θα είχαν "λιποθυμήσει".
Σήμερα, οι προσδοκίες είναι πολύ πιο συγκρατημένες. Ο Μόντι δεν κυβέρνησε ως μεταρρυθμιστής. Έχει επιδείξει σαφή προτίμηση στις δημόσιες επιχειρήσεις και περιφρόνηση για τις ανεξάρτητες ρυθμιστικές αρχές.
Το γεγονός ότι τίποτε από αυτά δεν του είναι φυσικό, φαίνεται στις πολιτικές απασχόλησης του προϋπολογισμού, οι οποίες είναι κυρίως μια επανάληψη των ιδεών της αντιπολίτευσης - και όχι πολύ καλές. Τόσο τα "κίνητρα που συνδέονται με την απασχόληση" για τις εταιρείες για την πρόσληψη προσωπικού όσο και οι επιδοτήσεις για τις 500 κορυφαίες εταιρείες της Ινδίας για την πρόσληψη χιλιάδων ασκούμενων μεταφέρουν το έργο της προετοιμασίας του εργατικού δυναμικού για την επίσημη απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα. Δίνουν στους πολιτικούς έναν λόγο να παρεμβαίνουν στις πρακτικές πρόσληψης ιδιωτικών εταιρειών - το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται μια ήδη στενή αγορά εργασίας.
Η διάγνωση του Μόντι για το τι έχει πάει στραβά με την ανάπτυξη της Ινδίας ήρθε με 10 χρόνια καθυστέρηση. Λίγοι επενδυτές θα πιστέψουν τις υποσχέσεις του για μεταρρυθμίσεις. Εν τω μεταξύ, τα προβλήματα με την παραγωγικότητα και τις δεξιότητες έχουν ενισχυθεί. Ο Μόντι θα πρέπει να δουλέψει ακόμη πιο σκληρά για να πείσει τους επενδυτές ότι είναι σοβαρός και δεν υπάρχει λόγος να πιστέψουμε ότι θα προσπαθήσει τόσο πολύ.
Απόδοση - Επιμέλεια: Στάθης Κετιτζιάν