Πέμπτη, 09-Φεβ-2023 00:05
Πώς ο Ερντογάν υπονόμευσε την ανταπόκριση της Τουρκίας στην καταστροφή

Του Bobby Ghosh
Οι φωτογραφίες και τα βίντεο τα οποία έρχονται από τη Συρία και την Τουρκία μετά τους δίδυμους σεισμούς της Δευτέρας κινητοποιούν τις χειρότερες αναμνήσεις μου από ανθρώπινη τραγωδία - και τις καλύτερες εμπειρίες μου από ανθρώπινη επιμονή. Σε μια προηγούμενη φάση της ζωής μου ως ανταποκριτής στο εξωτερικό, κάλυψα τον απόηχο δύο από τους πλέον καταστροφικούς σεισμούς του 21ου αιώνα: στην ινδική πολιτεία Γκουτζαράτ το 2001 και στην Αϊτή σχεδόν εννέα χρόνια αργότερα. Οι αποτρόπαιες εικόνες, οι ήχοι και οι μυρωδιές του πόνου μού είναι οδυνηρά οικείοι.
Γνωστό, επίσης, μού είναι και το αίσθημα δέους για την ηρωική απάντηση στην καταστροφή από τοπικές μη κυβερνητικές οργανώσεις και άλλες ομάδες της κοινωνίας των πολιτών. Ο ρόλος τους είναι κεντρικός στις προσπάθειες διάσωσης, ανακούφισης και ανοικοδόμησης οι οποίες ακολουθούν τυχόν φυσικές καταστροφές.
Εξίσου σημαντικό με την παροχή άμεσης βοήθειας στα θύματα - κατασκευή αυτοσχέδιων καταφυγίων, διανομή τροφίμων, νερού και ιατρικής βοήθειας - οι ΜΚΟ έχουν την ευθύνη να παρακολουθούν τις κυβερνητικές προσπάθειες, να διασφαλίζουν τη δίκαιη κατανομή της βοήθειας, να προστατεύουν από τη διαφθορά στην κατανομή των πόρων για την ανοικοδόμηση και τη σωστή λογοδοσία για αποτυχίες.
Η Γκουτζαράτ, όπου υπήρχε πληθώρα ΜΚΟ με βαθιές τοπικές ρίζες και μακρά εμπειρία, ανέκαμψε σχετικά γρήγορα από τον σεισμό. Η ανάκαμψη της Αϊτής παρεμποδίστηκε από τη συστηματική υπονόμευση του οικοσυστήματος της κοινωνίας των πολιτών κατά τη διάρκεια των μακρών περιόδων κατασταλτικής δικτατορίας εκεί. Ο ενθουσιασμός και οι πόροι των διεθνών ΜΚΟ δεν μπορούσαν να καλύψουν πλήρως το κενό.
Η τραγωδία την οποία αντιμετωπίζουν τώρα η Συρία και η Τουρκία έρχεται σε μια στιγμή κατά την οποία οι θεσμοί της κοινωνίας των πολιτών, και ιδιαίτερα οι ΜΚΟ, έχουν αποδυναμωθεί σε μεγάλο βαθμό από τον πόλεμο και τις εκδικητικές κυβερνητικές πολιτικές. Στον Λίβανο, ο οποίος επλήγη σε μικρότερο βαθμό από τον σεισμό, η κοινωνία των πολιτών παρεμποδίζεται από χρόνια πολιτικού και οικονομικού χάους.
Σύμφωνα με τουλάχιστον έναν παράγοντα μέτρησης, η συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών στις τρεις χώρες δείχνει δραματική επιδείνωση την τελευταία δεκαετία, ειδικά στην Τουρκία:
Η Civicus Monitor, παγκόσμια συμμαχία της κοινωνίας των πολιτών η οποία παρακολουθεί τις ελευθερίες του πολιτικού χώρου σε όλο τον κόσμο, αξιολογεί την Τουρκία ως "καταπιεστική" χώρα, στην ίδια κατηγορία με τη Ρωσία και τη Συρία ως "περίκλειστη", παρόμοια με την Κίνα. Το δε Freedom House, δεξαμενή σκέψης με έδρα την Ουάσιγκτον, δίνει στη Συρία βαθμολογία 0/4 για τα δικαιώματα συνεταιρισμού και οργάνωσης. Η Τουρκία λαμβάνει 1/4.
Ο εμφύλιος πόλεμος της Συρίας, ο οποίος διανύει πια το 12ο έτος του, έχει καταπονήσει τους πόρους των λίγων ΜΚΟ οι οποίες είναι σε θέση, αντιμέτωπες με τεράστιες δυσκολίες, να δραστηριοποιηθούν στη χώρα. Οι περισσότεροι οι οποίοι ζουν στη ζώνη του σεισμού είναι αντίθετοι με την κυβέρνηση του δικτάτορα Μπασάρ αλ Άσαντ, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι μπορούν να περιμένουν ελάχιστη βοήθεια από τη Δαμασκό. Στην πραγματικότητα, μπορεί να μη μάθουμε ποτέ ακριβώς πόσοι άνθρωποι σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν και έμειναν άστεγοι από τους δίδυμους σεισμούς.
Στην άλλη πλευρά των συνόρων, πολλά από τα θύματα στην Τουρκία είναι πρόσφυγες από τον συριακό εμφύλιο. Ο αριθμός τους, ωστόσο, θα ξεπεραστεί κατά πολύ από τους Τούρκους πολίτες: η περιοχή αντιπροσωπεύει περίπου το 15% του πληθυσμού της χώρας. Ο πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην περιοχή η οποία επλήγη από τον σεισμό, ωστόσο η κυβέρνησή του έχει ήδη "μπλοκάρει" μπροστά στις υλικοτεχνικές προκλήσεις της παροχής βοήθειας σε 13,5 εκατομμύρια ανθρώπους.
Με άλλα λόγια, ο Ερντογάν χρειάζεται όση βοήθεια μπορεί να λάβει από ΜΚΟ, τόσο ντόπιες όσο και ξένες - τις ίδιες οργανώσεις που η κυβέρνησή του έχει εξασθενίσει όλα αυτά τα χρόνια, θεσπίζοντας νόμους οι οποίοι διευρύνουν τον κυβερνητικό έλεγχο επί της κοινωνίας των πολιτών, περιορίζοντας τη χρηματοδότηση ΜΚΟ και αναγκάζοντας πολλές εξ αυτών να τερματίσουν τη λειτουργία τους στη χώρα.
Ο Ερντογάν δεν είναι μόνος σε αυτό: οι λαϊκιστές παντού ανά τον κόσμο θεωρούν τις ομάδες της κοινωνίας των πολιτών ως απειλή για τον απόλυτο έλεγχο του κράτους. Τα τελευταία χρόνια, η ινδική κυβέρνηση του πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι - κατά ειρωνικό τρόπο, γέννημα-θρέμμα της Γκουτζαράτ - έχει διαβρώσει τον χώρο της κοινωνίας των πολιτών και έχει περιορίσει τις ΜΚΟ, "κερδίζοντας" για τη χώρα του την ίδια βαθμολογία με την Τουρκία από την Civicus Monitor.
Οι Τούρκοι θα ελπίζουν ότι οι εγκεκριμένες από το κράτος θρησκευτικές ομάδες μπορούν να εκτελέσουν ορισμένες από τις λειτουργίες οι οποίες συνήθως ανήκουν σε ΜΚΟ. Όμως, ενώ τα ισλαμικά τεμένη και οι εκκλησίες είναι εξαιρετικοί αγωγοί για προσπάθειες ανακούφισης, δεν είναι ιδιαίτερα καλοί στο να επιβάλουν στις κυβερνήσεις να είναι ειλικρινείς.
Ο εκνευρισμός του Ερντογάν για την τουρκική κοινωνία των πολιτών δεν μπορεί παρά να εμποδίσει την απάντηση της κυβέρνησης στον σεισμό. Και οι συνέπειες οι οποίες θα προκύψουν θα τον εκθέσουν σε κριτική ενόψει των γενικών εκλογών που έχουν προγραμματιστεί στην Τουρκία για τις 14 Μαΐου. Ο Ερντογάν, στην ομιλία του κατά την οποία ανακοίνωνε έκτακτα μέτρα, εκτόξευσε μια προληπτική βολή προς τους επικριτές του: "Αυτή δεν είναι η μέρα της συζήτησης μαζί τους, [αλλά] όταν έρθει η ημέρα, θα ανοίξουμε το σημειωματάριο που κρατάμε".
Η απειλή κάθε άλλο παρά "λεπτά" διατυπώνεται. "Προειδοποιεί τους δημοσιογράφους και την κοινωνία των πολιτών: θα σας καταστείλουμε εάν μας επικρίνετε", λέει ο Nate Schenkkan, ανώτερος διευθυντής έρευνας στο Freedom House για την αντιμετώπιση του αυταρχισμού. "Προσπαθεί να βραχυκυκλώσει οποιαδήποτε συζήτηση σχετικά με τις ευθύνες".
Όλα αυτά μπορεί να φαίνονται κάπως ακαδημαϊκά αυτή τη στιγμή στις τουρκικές ΜΚΟ οι οποίες προσπαθούν να ανταποκριθούν στην καταστροφή. Τις επόμενες ημέρες, αναμφίβολα θα επιδείξουν την εξαιρετική ενεργητικότητα και αντοχή τις οποίες είδα στη Γκουτζαράτ και στην Αϊτή.
Όταν, ωστόσο, θα σταματούν για να πάρουν μια ανάσα, πιθανόν να αναρωτιούνται πόσο περισσότερη βοήθεια θα μπορούσαν να παράσχουν - και πόσες ακόμη ζωές θα μπορούσαν να είχαν σώσει - εάν η προεδρική παράνοια δεν είχε "αποδυναμώσει" τα χέρια τους.