Φτάνει μόνο η επιτάχυνση για τη σωστή απονομή της Δικαιοσύνης;

Σάββατο, 13-Δεκ-2025 08:00

Του Λέανδρου Ρακιντζή

Σε πρόσφατη εκδήλωση του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο "Η Ελληνική Δικαιοσύνη σε επιτάχυνση" παρέστησαν και μίλησαν οι κ.κ. Υπουργός Δικαιοσύνης, Πρωθυπουργός και Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Από τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν προκύπτει, ότι ο νόμος για το νέο δικαστικό χάρτη, που εφαρμόζεται από τον Σεπτέμβριο 2024, έδωσε ενθαρρυντικά δείγματα επιτάχυνσης απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης ως προς τον χρόνο διεκπεραίωσης των υποθέσεων σχεδόν στο μέσο όρο των χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπης, γιατί με τη κατάργηση των ειρηνοδικείων και την ενσωμάτωση 1000 ειρηνοδικών στα πρωτοδικεία έγινε καλύτερη κατανομή της δικαστικής ύλης. Αναμένεται περαιτέρω βελτίωση μετά την εφαρμογή από 1-1-2026 των σημαντικών τροποποιήσεων του  Κ. .Πολ. Δ. κυρίως ως προς τις προθεσμίες και διαδικαστικές πράξεις. Επίσης σύμφωνα με δηλώσεις του Προέδρου ΣΤΕ έχει επιταχυνθεί κατά πολύ η έκδοση αποφάσεων του ΣΤΕ.

Σαφώς υπάρχουν περιπτώσεις, που η έκδοση της πολιτικής απόφασης καθυστερεί υπέρμετρα, αλλά για τις περιπτώσεις αυτές προβλέπεται από το νόμο  πειθαρχικός έλεγχος του δικαστή (έχουν απολυθεί πολλοί δικαστές για υπηρεσιακή καθυστέρηση) και νέα συζήτηση της υπόθεσης, με άλλη δικαστική σύνθεση. 

Γεννιέται όμως το ερώτημα αρκεί μόνο η ταχύτερη έκδοση αποφάσεων για να θεωρήσομε, ότι αποδίδεται σωστή  δικαιοσύνη, χωρίς οι αποφάσεις αυτές  να μην είναι ουσιαστικά ορθές, που συμβαίνει συχνά, όπως αποδεικνύεται από τη ανατροπή τους από ανώτερο δικαστήριο με την άσκηση ενδίκου μέσου. Η δικαστική απόφαση είναι το συμπέρασμα ενός δικαστικού συλλογισμού, που η μείζον πρόταση είναι η νομική διάταξη, που πρέπει να εφαρμοστεί, η έλασσον πρόταση η αιτιολόγηση  της δικανικής κρίσης, που προκύπτει από την εκτίμηση των αποδείξεων που προσάχθηκαν από τους διαδίκους. Στις περισσότερες περιπτώσεις κυρίως της τακτικής διαδικασίας υπάρχει έλλειμα επαρκών αποδείξεων, γιατί δεν παρέχεται από το νόμο η εξέταση των μαρτύρων από το δικαστήριο και έτσι ο δικαστής στερείται της άμεσης (ζωντανής) δια μαρτύρων απόδειξης πολύ σημαντικού παράγοντα για την ανεύρεση της αλήθειας, έλλειμα που δεν αναπληρώνεται από τις ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων, που προσάγουν οι διάδικοι και  απλά επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς τους. Δεν γνωρίζω, γιατί ο ν.5221/2025, που τροποποίησε τον ΚΠολΔ δεν τόλμησε να επαναφέρει  την κατά τη τακτική διαδικασία  εξέταση των μαρτύρων από το δικαστήριο. 

Μεγάλο επίσης έλλειμα, που συμβαίνει σε όλες τις διαδικασίας, αποτελεί η μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, που οφείλεται στην έλλειψη κοινωνικής, επαγγελματικής και οικονομικής πείρας κυρίως των νέων δικαστών, που θα τους επέτρεπε να διακρίνουν το κρίσιμο σημείο της υπόθεσης και να το επιλύσουν με βάση τις αποδείξεις. Παλιότερα όταν οι περισσότερες υποθέσεις δικάζονταν από πολυμελείς δικαστικούς σχηματισμούς, η διάσκεψη για την έκδοση απόφασης, που παρακολουθούσε όλο το δικαστικό τμήμα, ήταν το "μεγάλο σχολείο" των νέων δικαστών, που μάθαιναν από τους παλιότερους την επίλυση των νομικών προβλημάτων με τη σωστή εκτίμηση των αποδείξεων, που δεν συμβαίνει  πλέον γιατί  τα μονομελή δικαστήρια είναι κανόνας.

Συνεπώς παρά τους παραπάνω προβληματισμούς η παραπάνω επιτάχυνση της δικαιοσύνης είναι μια καλή αρχή, αλλά απαιτεί συνεχή προσπάθεια και σταθερή πολιτική βούληση για τη συνέχιση της. 

Κατά τη πρόσφατη ως άνω εκδήλωση δεν εξετάστηκε η καθυστέρηση απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, που είναι η πλέον εμφανής γιατί απονέμεται δημόσια και ταλαιπωρεί διαδίκους και μάρτυρες με τις αλλεπάλληλες αναβολές δικασίμου, που κατά επιτυχή δικηγορική τακτική σκοπό έχουν τη παραγραφή των αδικημάτων. Είναι γεγονός, ότι οι υποθέσεις δικάζονται λίγο πριν τη παραγραφή τους δηλαδή τα πλημμελήματα 5-6 χρόνια μετά τη τέλεση τους και τα κακουργήματα λίγο πριν τη δεκαπενταετία. Έχει σωρευθεί τεράστιος μη διαχειρίσιμος όγκος εκκρεμών ποινικών υποθέσεων κυρίως στο κέντρο, που παρά τις προσπάθειες των δικαστών και τον περιορισμό με νόμο  των αναβολών δικασίμου αμφιβάλλω για την έγκαιρη διεκπεραίωση του. Η μόνη λύση είναι η επέκταση της λειτουργίας των ακροατηρίων επί δίωρο στην οποία αντιδρούν οι συνδικαλιστικοί φορείς των δικηγόρων, δικαστών και δικαστικών γραμματέων.

Ως προς την ορθότητα των ποινικών αποφάσεων απαιτείται έλεγχος, αν επιτελείται ο σκοπός της ποινής της ειδικής και γενικής πρόληψης, γιατί συμβαίνει άτομα που συλλαμβάνονται και καταδικάζονται να κυκλοφορούν ελεύθερα και υποπίπτουν κατά υποτροπή σε βαριά αδικήματα. Επίσης ερωτήματα προκαλεί η διακριτική αντιμετώπιση των επωνύμων από τα δικαστήρια. Εντύπωση προκαλεί επίσης η  συχνή αθώωση των κατηγορουμένων για έλλειψη δόλου, που δεν  προκύπτει από τη διαδικασία ούτε αιτιολογείται ειδικά, γιατί επί αθωωτικών αποφάσεων δεν συντάσσονται πρακτικά της δίκης. 

Ο κ. Πρωθυπουργός κατά την εκδήλωση αναφέρθηκε στη σημαντική προσφορά του Ελευθερίου Βενιζέλου στη δικαιοσύνη, που συνίσταται στη με το Σύνταγμα του 1911 ίδρυση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, που εγγυάται το αυτοδιοίκητο της δικαιοσύνης και την υποχρεωτική αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων, που προβλέπει το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος: "κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδική και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη" και αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για την εξασφάλιση της δικαίας δίκης σύμφωνα με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.

Τις με ενισχυμένο κύρος ως άνω διατάξεις, που δεν μπορούν να τροποποιηθούν με κοινό νόμο, παραβιάζουν συστηματικά τα ποινικά δικαστήρια, γιατί σε εφαρμογή του άρθρου 142 παρ.4ΚΠΔ και της 22730/2020 Υ.Α Δικ., που σαφώς είναι αντισυνταγματικές, δεν καθαρογράφονται οι ομόφωνα αθωωτικές αποφάσεις  των πολυμελών και των μονομελών δικαστηρίων ακόμα παρά την αντίθετη πρόταση του εισαγγελέα της έδρας ή λόγω αμφιβολιών ή για έλλειψη δόλου. Ο δικαστής απαγγέλλει την απόφαση του "αθώος" χωρίς να αναφέρει τους λόγους, που τον οδήγησαν στην αθώωση του κατηγορουμένου, ενώ παλιότερα προκύπταν από το αιτιολογικό της έγγραφης απόφασης. Έτσι όμως δεν υπάρχει δικαστική απόφαση, αλλά κυρίως δεν υπάρχει αιτιολογία για την αθώωση του κατηγορούμενου με κίνδυνο να υποκρύπτεται αυθαίρετη δικανική κρίση, που για τη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να ελεγχθεί ή αξιολογηθεί υπηρεσιακά ή να γίνει χρήση των δεδομένων της δίκης για άλλες διαδικασίες ή καταμηνυθούν οι ψευδομάρτυρες. Θεωρώ, ότι η πρακτική αυτή των δικαστηρίων ασχέτως αν στηρίζεται στις παραπάνω αντισυνταγματικές διατάξεις, αντίκειται ευθέως στα άρθρα 93παρ.3 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ.

*Αρεοπαγίτης ε.τ.