Κάτι κινείται για την καθυστέρηση απονομής Δικαιοσύνης

Σάββατο, 18-Οκτ-2025 08:00

Του Λέανδρου Ρακιντζή

Σε πρόσφατη ημερίδα, που έγινε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης με συμμετοχή του Υπουργού και Υφυπουργού Δικαιοσύνης, ηγεσιών δικαστηρίων και ανώτατων δικαστών, πανεπιστημιακών, προέδρου ΔΣΑ, με θέμα την κατάσταση της δικαιοσύνης στη χώρα μας, ο κ. Κουσούλης, αντιπρόεδρος ΣτΕ ε.τ. και εκπρόσωπος της Ελλάδας στην Επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης για την αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης (CEPE), περιέγραψε με γκρίζα χρώματα την κατάσταση της δικαιοσύνης στη χώρα μας, κάνοντας σαφείς χαρακτηρισμούς για την καθυστέρηση, τον βαθμό εκτίμησης της κοινωνίας και τη δικαστική ανεξαρτησία.

Σύμφωνα με την έκθεση της Ε.Ε. για το 2025 που παρουσίασε: "Ο χρόνος διεκπεραίωσης των υποθέσεων σε όλες τις διαδικασίες και σε όλους τους βαθμούς υπερβαίνει το μέσο όρο της Ε.Ε. μέχρι και 5 φορές. Στα ποινικά δικαστήρια χρειάζονται στο πρώτο βαθμό 460 ημέρες (μέσος όρος Ε.Ε. 134 ημέρες), στο Εφετείο 694 ημέρες (μέσος όρος Ε.Ε. 134 ημέρες)."

Θα επικεντρωθούμε στην καθυστέρηση στην ποινική δικαιοσύνη, που είναι πλέον έκδηλη και ταλαιπωρεί πλήθος διαδίκων και μαρτύρων, οι οποίοι προσέρχονται στο δικαστήριο και η υπόθεση αναβάλλεται.

Συμφωνώ απόλυτα με την τοποθέτηση της Προέδρου Α.Π. κ. Αναστασίας Παπαδοπούλου, που έθεσε το ζήτημα της καθυστέρησης απονομής της Δικαιοσύνης ως μια από τις σοβαρότερες παθογένειες του συστήματος και είπε:
"Ελάτε να πάμε μαζί, να ζητήσουμε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης να καταργήσουμε τις αναβολές στην ποινική και πολιτική δίκη" και συμπλήρωσε πως αυτός είναι ο μόνος τρόπος και δρόμος για να σταματήσει το φαινόμενο της καθυστέρησης, καθώς "δεν μπορεί να έρχεται ένας πολίτης να δικαστεί και να του αναβάλλουμε την υπόθεση και να ξαναέρχεται πέντε και δέκα φορές για να εκδικαστεί η υπόθεσή του".

Είναι γεγονός ότι, λόγω της προηγούμενης, με το ν. 4637/2019, διατύπωσης του άρθρου 349 Κ.Ποιν.Δ. και της ευρείας ερμηνείας που του δόθηκε από τα δικαστήρια, και παρά τον περιορισμό του άρθρου με μεταγενέστερες ρυθμίσεις, δημιουργήθηκε η κοινή πεποίθηση, που ενισχύθηκε από την πρακτική των δικαστηρίων, ότι κάθε διάδικος δικαιούται τουλάχιστον μιας αναβολής δικασίμου για λόγους ανωτέρας βίας του ιδίου ή του δικηγόρου του, στην οποία, κατά πλάσμα δικαίου, περιλαμβάνεται και η απασχόλησή του σε άλλα δικαστήρια, και ότι δεν γίνεται επαλήθευση του λόγου ανωτέρας βίας, όπως προκύπτει από πολλά περιστατικά.

Αποτέλεσμα της διαχρονικής αυτής πρακτικής, των αναβολών δικασίμου λόγω των προστατευτικών της πανδημίας διατάξεων, των αναβολών λόγω λήξεως του ωραρίου λειτουργίας των δικαστηρίων και των αποχών των δικηγόρων από το λειτούργημά τους, είναι να έχει σωρευθεί ένας τεράστιος όγκος εκκρεμών υποθέσεων, που, παρά την παραγραφή ελαφρών αδικημάτων και την αποποινικοποίηση κάποιων άλλων, δεν μπορούν να εκδικαστούν σε προβλεπτό χρονικό διάστημα με το υπάρχον ωράριο (9 π.μ.–3 μ.μ.) λειτουργίας των ακροατηρίων των δικαστηρίων.

Έτσι, όμως, πολλές υποθέσεις, μετά αλλεπάλληλες αναβολές δικασίμου, εκδικάζονται στα όρια της παραγραφής των αδικημάτων, με αφάνταστη ταλαιπωρία των μαρτύρων, που στο τέλος δεν προσέρχονται να καταθέσουν.

Κατά παγία επιτυχή υπερασπιστική πρακτική, με τις αναβολές επιτυγχάνεται ο συμβιβασμός, η κόπωση για τη συνέχιση της υπόθεσης, η αθώωση από την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων, η παραγραφή των αδικημάτων — ιδιαίτερα των πλημμελημάτων — σε υποθέσεις κακουργηματικού χαρακτήρα ή ακόμα η επιλογή ευνοϊκής συνθέσεως δικαστηρίου.

Φυσικά, οι αναβολές δικασίμου δεν είναι ο μόνος παράγοντας για την καθυστέρηση απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, που παρατηρείται κυρίως στα κεντρικά δικαστήρια, ενώ στα περιφερειακά υπάρχει κανονική ροή υποθέσεων, γιατί συνήθως στη θέση της εκδικάζεται μια άλλη υπόθεση. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις εξαντλήσεως του πινακίου πριν τη λήξη του ωραρίου.

Όμως, εκτός από την ταλαιπωρία των μαρτύρων, έχουμε και σπατάλη σημαντικού δικαστικού χρόνου από τη διαδικασία για να δοθεί μη συναινετική αναβολή και άσκοπη κόπωση του δικαστηρίου από τη μελέτη της υπόθεσης πριν τη δικάσιμο.

Όταν ήμουν δικαστής ουσίας, εξαντλούσαμε το πινάκιο δικάζοντας κάποιες φορές μέχρι τις 4 το πρωί της επόμενης ημέρας. Το 1987, ένας Υπουργός Δικαιοσύνης καθόρισε με Υπουργική Απόφαση το ισχύον ωράριο λειτουργίας των ποινικών δικαστηρίων, για να έχουν οι δικηγόροι ελεύθερο χρόνο να δέχονται τους πελάτες τους και να προετοιμάζουν τις υποθέσεις.

Οι δειλές προσπάθειες που έγιναν έκτοτε για την αύξηση του ωραρίου κατά 1–2 ώρες προσέκρουσαν στην ενωμένη αντίδραση δικηγόρων–δικαστών–δικαστικών γραμματέων. Το σύστημα όμως δεν μπόρεσε να διαχειριστεί εντός του ωραρίου τις εισερχόμενες υποθέσεις, με αποτέλεσμα να σωρευθεί ένας τεράστιος, συνεχώς αυξανόμενος όγκος εκκρεμών υποθέσεων, λόγω της διστακτικότητας των Υπουργών Δικαιοσύνης να συγκρουστούν με τις ισχυρές κοινωνικές τάξεις των δικηγόρων, δικαστών και δικαστικών γραμματέων και να επεκτείνουν εγκαίρως το ωράριο λειτουργίας των δικαστηρίων κατά δίωρο.

Ο Πρόεδρος του ΔΣΑ έβαλε στο τραπέζι την επέκταση του ωραρίου κατά μία ώρα, λέγοντας: "Ο Σύλλογος έχει πάγια θέση για εκδίκαση των υποθέσεων μέχρι τις 4 μ.μ. Με μια επιπλέον ώρα μπορούν να δικαστούν 2–3 υποθέσεις ακόμα, αλλά πρέπει να πληρωθούν οι υπάλληλοι για τη δουλειά που κάνουν".

Αυτή είναι μια ευπρόσδεκτη πρόταση, που πρέπει να γίνει αμέσως αποδεκτή από τα ενδιαφερόμενα μέρη και ο ΥΔ να επεκτείνει με ΥΑ το ωράριο λειτουργίας των ποινικών ακροατηρίων.

Φυσικά, έτσι δεν λύνεται το πρόβλημα της καθυστέρησης της απονομής της δικαιοσύνης· αποτελεί όμως ένα πολύ χρήσιμο μερεμέτι στις παθογένειες του συστήματος.

Περισσότερο όμως γενναιότερο και προς το δημόσιο συμφέρον θα ήταν να συμφωνήσουν τα εμπλεκόμενα μέρη την παράταση του ωραρίου κατά δύο ώρες, οπότε σε βάθος χρόνου υπάρχει προοπτική η απονομή της δικαιοσύνης να γίνεται σε χρονικά όρια συμβατά με το μέσο όρο της Ε.Ε.

Η πληρωμή των υπαλλήλων για υπερωρίες και η εξεύρεση αιθουσών είναι τεχνικά ζητήματα που μπορούν να επιλυθούν.

Η ποινική δικαιοσύνη δεν πάσχει μόνο από την καθυστέρηση της απονομής της, αλλά και από την ορθότητα της δικανικής κρίσης, όπως προκύπτει από τις κατ’ έφεση αποφάσεις που ανατρέπουν τις πρωτοβάθμιες.

Πιστεύω ότι, για έναν έμπειρο δικαστή, η παρουσία και η απολογία του κατηγορουμένου κατά τη διαδικασία αποτελεί τη λυδία λίθο για το σχηματισμό της ορθής δικανικής κρίσης και πρέπει το άρθρο 340 παρ. 3 ΚΠΔ, που επιτρέπει την απουσία του κατηγορουμένου και την εκπροσώπησή του από συνήγορο, να εφαρμόζεται μόνο σε ελαφρά αδικήματα, εκτός του ότι ο ίδιος ο κατηγορούμενος δεν θα επιζητούσε την αναβολή δικασίμου.

Ο δικαστικός χρόνος είναι λίγος και πολύτιμος και δεν πρέπει να σπαταλιέται με μεγάλες διακοπές της διαδικασίας για αναψυχή και διάσκεψη, αφού μπορούν να απαγγελθούν αποφάσεις και μετά τη λήξη του ωραρίου.

Επίσης, πρέπει να υπάρχει καλύτερη διαχείριση του δικαστικού χρόνου με χρήση κλεψύδρας για τις διαδικαστικές πράξεις, π.χ. αγορεύσεις, ακόμα και του εισαγγελέα. Κυρίως, όταν η διαδικασία προβλέπεται να διαρκέσει μεγάλο χρονικό διάστημα, να υπάρχει μέριμνα για τη συνεχή ροή της χωρίς διακοπές.

Καθυστέρηση απονομής δικαιοσύνης υπάρχει στην πολιτική και διοικητική δίκη, κυρίως σε μεγάλα δικαστήρια και όχι στην περιφέρεια.

Η καθυστέρηση για την πολιτική δίκη οφείλεται στο νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπου κατά την τακτική διαδικασία οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται από το δικαστήριο, ενώ με την παλιά δικονομία η διαδικασία κινείτο με πρωτοβουλία του διαδίκου, δηλαδή καταθέτει κάποιος αγωγή και σε 120 ημέρες προτάσεις και αποδεικτικά μέσα.

Σε κάποιο χρονικό σημείο μεταξύ δύο–τριών ετών καλείται ο διάδικος για συζήτηση της αγωγής, οπότε τρέχει η προθεσμία των 6 μηνών για να εκδώσει ο δικαστής την απόφαση με αβέβαιο αποτέλεσμα, γιατί καταργήθηκε η ζώσα δια μαρτύρων απόδειξη, που στηρίζεται πλέον στο μη αξιόπιστο μέσο των ενόρκων βεβαιώσεων.

Πιστεύω ότι, αν δεν θεσπιστεί εκ νέου στην τακτική διαδικασία η ζώσα ενώπιον του δικαστηρίου δια μαρτύρων απόδειξη, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος για την έκδοση μη ουσιαστικά ορθών αποφάσεων.

Κοινός παρονομαστής για τη λύση των προβλημάτων σε όλους τους κλάδους της Δικαιοσύνης είναι η αλλαγή της νοοτροπίας, όχι μόνο των δικαστών αλλά και όσων συμπράττουν στην απονομή της (δικηγόροι – δικαστικοί γραμματείς), με την έννοια ότι πρέπει να αντιληφθούν ότι προέχει το δημόσιο συμφέρον και όχι τα συνδικαλιστικά μικροσυμφέροντα.

Σαφώς οι προσπάθειες που γίνονται για τη διόρθωση των παθογενειών της δικαιοσύνης, μολονότι αξιέπαινες, είναι διστακτικές και απλά μερεμέτια σε ένα δικαστικό σύστημα που έχει φτάσει στο τέλος της εξέλιξής του και απαιτείται συνταγματική αναθεώρηση για την επανεκκίνησή του.

*Αρεοπαγίτης ε.τ.