Το πρώτο Έθνος-Κράτος στην Ευρώπη
Παρασκευή, 10-Οκτ-2025 00:01
Η Εθνεγερσία των Ελλήνων το 1821 και η τελική έκβασή της με την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους το 1830, με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, πρέπει, για προφανείς λόγους ιστορικής ακρίβειας και πληρότητας, να ερευνάται και υπό την έποψη του πώς και γιατί υπήρξε το πρόπλασμα και ο προπομπός του Έθνους-Κράτους, το οποίο στη συνέχεια επικράτησε στην Ευρώπη ως γενικευμένο πρότυπο κρατικής οργάνωσης. Ήτοι κρατικής οντότητας, της οποίας η κυριαρχία διασφαλίζει και την αυτονομία της καθώς και την αυτοδιοίκησή της, με πυρήνα τα εθνικά της χαρακτηριστικά. Η αναζήτηση αυτή είναι τόσο περισσότερο αναγκαία, όσο η επικρατούσα σήμερα στο πεδίο της ιστορικής έρευνας άποψη δέχεται πως η γέννηση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους και η μετέπειτα ταχεία εξάπλωση του προτύπου του το καθιστά οιονεί θεμέλιο της Ευρώπης, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα.
Ι. Η κυοφορία του πρώτου Έθνους-Κράτους στην Ευρώπη, δηλαδή του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, κάθε άλλο παρά εύκολη μπορεί να χαρακτηρισθεί. Και τούτο διότι πολλές, προ του 1821, προσπάθειες των αγωνιζόμενων Ελλήνων απέβησαν άκαρπες, ενώ και η μετά το 1821 πορεία χαρακτηρίζεται από πολυάριθμα και μεγάλα εμπόδια και αντίστοιχες, επώδυνες γι’ αυτούς, διακυμάνσεις. Τούτο οφείλεται, τουλάχιστον σε πολύ μεγάλο βαθμό, στην αμφιθυμία και στην επέκεινα διστακτικότητα των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής, ήτοι της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Οι οποίες, έχοντας και αντικρουόμενα συμφέροντα εν προκειμένω, δεν κατάφερναν να ξεκαθαρίσουν την κοινή τους στάση ως προς την τύχη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μολονότι αυτή έδειχνε από καιρό πολλαπλά απτά δείγματα αποδυνάμωσης. Προς αυτή την, δυσμενή για τους αγωνιζόμενους Έλληνες, κατεύθυνση συνέβαλε, αναμφισβήτητα, και το γεγονός ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν είχαν ακόμη απογαλακτισθεί από τις μνήμες –ακριβέστερα δε από τα υπολείμματα ψευδαισθήσεων– των δεσποτικού τύπου Αυτοκρατοριών που είχαν προηγουμένως κυριαρχήσει στην Ευρώπη. Οι συνοπτικές σκέψεις που προηγήθηκαν επιτρέπουν, με πλήρη σεβασμό στην ιστορική αλήθεια, τη συναγωγή και των εξής δύο συμπερασμάτων:
ΙΙ. Κατά πρώτο λόγο οι ίδιοι οι Έλληνες, μέσω της Εθνεγερσίας του 1821 και της πραγμάτωσης του οράματός τους να δημιουργήσουν ένα Έθνος-Κράτος βασισμένο στις αρχές της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου –με σημείο αναφοράς την Αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας του 1776 και ιδίως τη Γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789–, δίνουν, ακόμη και σήμερα, αποστομωτική απάντηση σε εκείνους οι οποίοι, καλυπτόμενοι πίσω από καταφανώς ανακριβείς επιστημονικοφανείς αναλύσεις, αμφισβητούν το ότι η Ελλάδα ανήκει, εκ καταγωγής, στη Δύση. Δηλαδή σε εκείνους οι οποίοι υποστηρίζουν πως ναι μεν η Ελλάδα υπήρξε κοιτίδα και λίκνο του Κλασικού Πολιτισμού, ο οποίος είναι θεμελιώδης πυλώνας του Δυτικού Πολιτισμού, πλην όμως η Ελλάδα και οι Έλληνες ανήκουν, κατά βάση, στην Ανατολή. Όλως αντιθέτως, ουδείς δικαιούται σήμερα να αμφισβητεί το ότι, ήδη από την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους το 1830, η Ελλάδα ήταν, είναι και θα παραμείνει μέρος της Δύσης. A fortiori δε πραγματική αντηρίδα της Δύσης και του Πολιτισμού της.
Το πρώτο αυτό συμπέρασμα τεκμηριώνουν αμαχήτως και πιστοποιούν διαχρονικώς από τη μία πλευρά η ίδια η Ιστορία και, από την άλλη πλευρά, η γεωγραφική θέση της Ελλάδας. Πραγματικά, και πάντα τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών, η Ελλάδα αποτελεί το ακραίο όριο της Δύσης προς την Ανατολή. Ένα όριο το οποίο αρχικώς καθόρισαν οι Μηδικοί Πόλεμοι, μέσα από τη νίκη των Ελλήνων κατά των Περσών και, επέκεινα, κατά του ανατολικού δεσποτισμού, τόσο σε επίπεδο κρατικής οργάνωσης όσο και σε επίπεδο τρόπου σκέψης και υπεράσπισης του Ανθρώπου και της Δημοκρατίας. Τα ως άνω δεδομένα καθιστούν την Ελλάδα τόσο περισσότερο σημαντικό μέρος της Δύσης όσο, λόγω της γεωγραφικής θέσης της και κυρίως λόγω των πολιτισμικών καταβολών της, είναι σε θέση να "κοιτάζει" προς την Ανατολή, διευκολύνοντας ή και κατευθύνοντας τον Διάλογο των Πολιτισμών ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή. Διαψεύδοντας έτσι τις διάφορες "ψευδοπροφητείες" περί, δήθεν, "σύγκρουσης των Πολιτισμών" και συμβάλλοντας, μέσω της γεφύρωσης και της ελεύθερης επικοινωνίας των Πολιτισμών, στην υπεράσπιση της Ειρήνης. Κάτι που αποκτά κεφαλαιώδη σημασία στους σύγχρονους ταραγμένους καιρούς μας.
ΙΙΙ. Κατά δεύτερο λόγο –και αυτό είναι το δεύτερο συμπέρασμα– το πρότυπο του Έθνους-Κράτους των Ελλήνων, όπως επικράτησε ως γενικευμένο πρότυπο κρατικής οργάνωσης στη συνέχεια, είναι πάντα το σταθερό θεμέλιο πάνω στο οποίο μπορεί και πρέπει να στηριχθεί το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα στην πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την τελική της ενοποίηση. Με την έννοια ότι αυτή η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί και πρέπει να οικοδομηθεί ως ομοσπονδιακού τύπου κρατική οντότητα, υπό όρους Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας που στηρίζεται στο Κράτος Δικαίου και στην υπεράσπιση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, διαμορφώνοντας, παραλλήλως, μια γνήσια συνείδηση Ευρωπαίου Πολίτη. Σε αυτή, λοιπόν, την Ευρωπαϊκή Δημοκρατία τα κεντρικά της όργανα θα έχουν τις γενικές αρμοδιότητες που αναλογούν στις ομοσπονδιακού τύπου κρατικές οντότητες, ιδίως δε τις αρμοδιότητες που θα επιτρέπουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση να διαδραματίσει τον ιστορικό πλανητικό της ρόλο. Δηλαδή τον ρόλο υπεράσπισης, σε παγκόσμια κλίμακα, των αρχών και αξιών του Ανθρώπου, της Ειρήνης, της Δημοκρατίας, της Δικαιοσύνης, κατ’ εξοχήν δε της Κοινωνικής Δικαιοσύνης. Όμως κάθε Κράτος-Μέλος, ως Έθνος-Κράτος, θα διατηρεί ακέραια και απαράγραπτα τα εθνικά του χαρακτηριστικά, και σε ό,τι αφορά την αυτονομία του και την αυτοδιοίκησή του και σε ό,τι αφορά τις ιστορικές καταβολές και τις ιστορικές του προοπτικές. Και μέσα από αυτήν την ιστορική πορεία κάθε Κράτος-Μέλος θα προσφέρει, ενσυνειδήτως και απλόχερα, τον "ευρωπαϊκό οβολό" του, προκειμένου να εμπλουτίζονται, αενάως και αδιαλείπτως, η Ευρωπαϊκή Δημοκρατία και ο Ευρωπαϊκός Πολιτισμός.
Αν αποδεχθούμε την εξέτασή της υπ’ αυτή τη διπλή έποψη, η Εθνεγερσία των Ελλήνων του 1821, η οποία κατέληξε στην ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους ως Έθνους-Κράτους "παραδειγματικής" εμβέλειας για την εν γένει ευρωπαϊκή πραγματικότητα, όχι μόνο μπορεί να ερευνηθεί υπό όρους τεκμηριωμένης ιστορικής αλήθειας. Αλλά και, επιπλέον, μπορεί να συνεισφέρει πολλά τόσο στην ανάλυση της σύγχρονης ευρωπαϊκής πραγματικότητας όσο και στην επιτάχυνση της πορείας του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος προς την, για πολλούς και αυτονόητους λόγους ευκταία, τελική του ολοκλήρωση.
Ο Προκόπιος Παυλόπουλος είναι πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός, Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ.