Το πανοπτικόν των σχέσεων ΗΠΑ-Ε.Ε. στο υπόλοιπο του 21ου αιώνα
Σάββατο, 07-Ιουν-2025 08:00
Μια από τις μεγαλύτερες αυταπάτες της περιόδου της θριαμβολογίας που ακολούθησε μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, ήταν η πρόοδος των ευρω-ατλαντικών σχέσεων. Αυτή η χίμαιρα πήρε τέτοιες διαστάσεις, ώστε πολλοί διπλωμάτες, πολιτικοί, ακαδημαϊκοί, κτλ, όταν μιλούσαν για αμερικανική εξωτερική πολιτική, την ίδια στιγμή θεωρούσαν δεδομένη την ευθυγράμμιση της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής. Αν θέλουμε να είμαστε συγκεκριμένοι, των τριών ισχυρών κρατών της -τότε- Ε.Ε., της Γερμανίας, της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας. Αυτό γιατί παρόλο που ο ένας από τους τρείς πυλώνες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ήταν (και τυπικά παραμένει) η κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική άμυνας, δεν υπήρε ποτέ "κοινή", ποτέ "εξωτερική πολιτική" και ποτέ "άμυνα". Mε τον πόλεμο του Ιράκ στην αυγή του 21ου αιώνα, ήρθε η πρώτη τρανή απόδειξη οτι μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι δύο πλευρές είχαν αρκετά ανταγωνιστικά συμφέροντα. Ουσιαστικά, το προφητικό και πολύ εύστοχο κείμενο του John J. Mearsheimer, ο οποίος τόλμησε να γράψει στις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του 20ου αιώνα, -το για την περίοδο εκείνη- αδιανόητο. Οτι η Ευρώπη μετά την περίοδο συγκράτησης φυγόκεντρων δυνάμεων που την πλαισίωνε ο Ψυχρός Πόλεμος, θα επανέλθει στην εξέλιξη του δικού της ιστορικού γίγνεσθαι, που είναι η αστάθεια. Από τον πόλεμο του Ιράκ και μετά, οι σχέσεις των δύο πλευρών του Ατλαντικού μόνο αρμονικές δεν ήταν. Ωστόσο, η ιστορική εξέλιξη δεν είναι γραμμική, αλλά σπειροειδής. Αυτό σημαίνει οτι οι πραγματικές στρατηγικές σχέσεις αξιολογούνται σε πολυπολικές συνθήκες και όχι σε διπολικές. Παρά τα όσα φαίνονται και δεν είναι παρά τα υπολείμματα μιας εποχής που περιφρόνησε τον ρεαλισμό για χάρη μιας άκρατης παγκοσμιοποίησης, οι σχέσεις ΗΠΑ-Ε.Ε. πρόκειται να επαυξηθούν.
Τα δεδομένα που προμηνύουν μια στρατηγική σχέση μεταξύ ΗΠΑ και Ε.Ε.
Η ποσότητα είναι πάντα συμπληρωματική προς την ποιότητα. Η βάση της ισχύος είναι υλική, αλλά η ίδια η ισχύς δεν είναι μόνο υλική. Γι’ αυτό άλλωστε στην πυρηνική στρατηγική δεν εξετάζουμε το πόσες πυρηνικές κεφαλές έχει ένα κράτος, αλλά πόσο σύγχρονες είναι. Γι’ αυτό και δεν αρκεί μια ματιά στο ΑΕΠ των χωρών για να δούμε ποιά ευημερεί περισσότερο, αλλά πάντα εστιάζουμε στους ποιοτικούς δείκτες (ανθρώπινης ανάπτυξης, εκπαίδευσης, ψυχολογία παραγωγών και καταναλωτών έναντι των επενδύσεων, κτλ). Τα ποσοτικά δεδομένα είναι πολύ σημαντικά για να εξετάσουμε ποιοτικές παραμέτρους που θα μας οδηγήσουν σε σχετικά ασφαλείς προγνώσεις μελλοντικών τάσεων κρατών, οργανισμών, κτλ.
Τα δημογραφικά δεδομένα της Ε.Ε. είναι σχεδόν καταθλιπτικά και η τάση αυτών των δεδομένων ακόμη χειρότερη, αν συνυπολογίσει κανείς οτι οι συνέπειες της κρίσης της ΕΖ, δεν έχουν ακόμη εκτιμηθεί καθώς δεν έχει περάσει εικοσαετία από το ξέσπασμα αυτής. Η Ε.Ε. έχει επίσης τεράστιο πρόβλημα ενέργειας το οποίο δεν αφορά μόνο τους υδρογονάνθρακες, αλλά και τις σπάνιες γαίες. Στις Βρυξέλλες αν και προσπαθούν να δημιουργήσουν κάποιο είδος κοινής άμυνας-ευρωστρατού, στην καλύτερη των περιπτώσεων, αυτή η ευκταία κοινή άμυνα θα μπορούσε να γίνει εφικτή μετά από το πέρας τουλάχιστον μιας δεκαετίας και η ταχύτητα με την οποία κινείται το πολυπολικό σύστημα, δεν συγχωρεί τέτοιες αναμονές. Υπάρχουν και άλλα πολύ σοβαρά ζητήματα που αφορούν το μέλλον της ανάπτυξης της Ε.Ε η οποία στηρίχθηκε στην comfort zone της εκβιομηχάνισης, περιφρονώντας σε έναν βαθμό την Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση. Παρόλα αυτά, η Ε.Ε. έχει μια εξαιρετική γεωπολιτική συνθήκη να αξιοποιήσει. Έχοντας καλύψει θεσμικά σχεδόν ολόκληρη της Ευρώπη, μπορεί να είναι η μόνη γέφυρα με την Ασία. Κάπου εδώ έρχονται και οι ΗΠΑ.
Οι ΗΠΑ έχουν πολύ πιο αισιόδοξα ποσοτικά στοιχεία από την Ε.Ε. Και δημογραφικά και αναπτυξιακά. Ταυτόχρονα, έχουν την γεωγραφική ασπίδα δύο ωκεανών και εν αντιθέσει με την Ε.Ε. είναι κράτος και όχι δυνητική ένωση κρατών. Η στρατιωτική τους υπεροπλία είναι αδιαμφισβήτη. Παρόλα αυτά, δεν μπορούν να αγνοήσουν την Ε.Ε. Πρώτον, γιατί η ισχύς δεν είναι για να την τοποθετήσεις τιμής ένεκεν σε κάποιο κάδρο, αλλά για να την αξιοποιείς. Καμία μεγάλη δύναμη, αυτοκρατορία, υπερδύναμη έως τώρα δεν κατάφερε να απολαμβάνει την πρωτοκαθεδρία των διεθνών υποθέσεων χωρίς συμμάχους. Οι -δυνητικά- κοινές αξίες μεταξύ ΗΠΑ-Ε.Ε. είναι πάντα ένα τεράστιο πλεονέκτημα για να σφυρηλατηθεί μια βιώσιμη και ρεαλιστική στρατηγική σχέση που δε θα είναι πλέον ένα ψυχροπολεμικό απομεινάρι. Όταν αναφέρεται ο όρος "δυνητική" είναι γιατί πρέπει η ίδια η Δύση να επιλέξει ποιό είδος μετάφρασης της ελευθερίας θα ακολουθήσει. Για αιώνες, και λόγω ύπαρξης ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών, η Ευρώπη είχε συνηθίσει να υπαγορεύει τη δική της πολιτισμική θέση στον δυτικό και φιλοδυτικό κόσμο. Εδώ και 70 περίπου χρόνια, η ακμάζουσα δύναμη της Δύσης δεν είναι στην Ευρώπη αλλά στις ΗΠΑ. Οι στρατηγικές σχέσεις έρχονται ρεαλιστικά όταν η μία πλευρά δεν μπορεί να ηγηθεί (εν προκειμένω η Ε.Ε.) και η ισχυρή πλευρά δεν μπορεί να αγνοήσει (εν προκειμένω οι ΗΠΑ). Οι ΗΠΑ δε θα μπορέσουν να οικοδομήσουν μια συνεκτική και αποτελεσματική πολιτική στην Ασία, αν πρώτα δεν έχουν κατοχυρώσει οτι η Κίνα μέσω του One Belt-One Road, δε θα μπορεί να καταστήσει την Ευρώπη στρατηγικό της όμηρο.
Για τις ΗΠΑ δεν υπάρχει ακριβώς Ευρώπη, ούτε Ασία. Υπάρχει Ευρασία και δεν μπορούν να αγνοήσουν το γεγονός οτι σε έναν κόσμο που μελλοντικά μπορεί να εξελιχθεί από πολυπολικό σε διπολικό, κάθε απώλεια της μιας πλευράς συνιστά κέρδος για την άλλη, μιλώντας με όρους παιγνίου μηδενικού αθροίσματος. Οι όροι της διαπραγμάτευσης της τωρινής για τους δασμούς, συνιστούν ουσιαστικά τον θεμέλιο λίθο μιας μελλοντικής ενιαίας "δυτικής" αγοράς. Καμία οικονομική ανάπτυξη δεν μπορεί να επιτευχθεί στην αρχή της χωρίς δασμούς, και χωρίς ανακύκλωση πλεονασμάτων στο τέλος. Η δημιουργία ενός παράλληλου νατοϊκού πυρήνα μέσω της αύξησης της στρατιωτικής ισχύς της Ευρώπης, είναι προς το συμφέρον και των δύο πλευρών. Από τη μια πλευρά επειδή οι ΗΠΑ δεν μπορούν να είναι παντού και συνεχώς, και από την άλλη γιατί και η Ε.Ε. πρέπει να καταλάβει οτι δε νοείται διεθνής ρόλος μόνο με εμπορικό δίκαιο. Αυτή η αμυντική αυτονομία, θα πρέπει να υπακούει το περίφημο "χρειαζόμαστε τόσο ισχυρή Γερμανία ώστε να φοβίζει τη Ρωσία αλλά να μην φοβίζει την Ολλανδία". Με άλλα λόγια, μια παντελώς αυτόνομη ευρωπαϊκή άμυνα θα έφερνε εκτός από αστάθεια και κούρσα εξοπλισμών στην ίδια την Ευρώπη, και ένα τεράστιο υπαρξιακό θέμα στο ΝΑΤΟ, στο οποίο ειδικά οι Ευρωπαίοι έχουν επενδύσει τεράστια διπλωματικά και οικονομικά κεφάλαια.
Για δεκαετίες, οι σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ-Ε.Ε. μολονότι εταιρικές, δεν ήταν στρατηγικές. Οι σχέσεις των δύο πλευρών του Ατλαντικού σφυρηλατήθηκαν πλησίον του Τείχους του Βερολίνου και απέκτησαν περισσότερο μορφή αναγκαιότητας, παρά μια βαθιά συζήτηση αναζήτησης ευκαιριών και περιορισμών που θα καθόριζαν μια στρατηγική σχέση. Σήμερα, ο πολυπολικός κόσμος επειδή ακριβώς αναδεικνύει όλε τις ευκαιρίες και τους κινδύνους, αυτή η συζήτηση δεν μπορεί να αγνοηθεί. Αντιθέτως, αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για τις επιλογές των κρατών. Επί Ψυχρού Πολέμου, δεν ανήκε καν στην πολιτισμική και οικονομική Ευρώπη περίπου η μισή. Δηλαδή η Ανατολική Ευρώπη. Μια άλλη Αμερική πολιτευόταν στον Ψυχρό Πόλεμο και μια άλλη Ε.Ε. ξεκίνησε να οικοδομείται το 1952. Και οι δύο πλευρές ακριβώς επειδή έχουν κοινό συμφέρον από τη μία, την κατανόηση της σπειροειδούς τροχιάς της Ιστορίας του Osvald Spengler και από την άλλη, τη μη εκπλήρωση του όρου του Osvald Spengler "The Decline of the West" , θα καταλήξουν να προτιμήσουν τον Charles Darwin και το "Ό,τι δεν εξελίσσεται, παύει να υπάρχει".
*Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων Παντείου Πανεπιστημίου