Πρωί πρωί στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου
Σάββατο, 06-Απρ-2024 08:33
Κάθε πρωί, περπατώ πριν να φύγω για τη δουλειά, σε έναν από τους πιο ωραίους πεζόδρομους της Αθήνας. Ξεκινώ από το Μουσείο της Ακρόπολης και διασχίζω την Διονυσίου Αεροπαγίτου, έως ότου φθάσω στον κήπο του Φιλοπάππου για την πρωινή μου άσκηση. Συχνά στη διαδρομή συναντώ και αστυνομικούς. Άλλη φορά βλέπω ένα παρκαρισμένο περιπολικό, άλλοτε συναντώ άνδρες της ΔΙΑΣ με τις μοτοσυκλέτες τους που έχουν κάνει στάση στον πεζόδρομο και απολαμβάνουν τη θέα του μνημείου και την ησυχία του πρωινού. Δεν ανήκω στους Αθηναίους που αντιμετωπίζουν τους "μπάτσους" με εχθρότητα ή δυσπιστία, αντίθετα χαίρομαι που οι αστυνόμοι είναι εκεί (και ελπίζω) να με προστατεύουν. Συχνά ανταλλάσσουμε και καλημέρα.
Πολλές φορές όμως εκπλήσσομαι (δυσάρεστα) με τις αντιδράσεις τους. Για παράδειγμα, πάρα πολλές φορές καθώς συναντιόμαστε με τα όργανα της τάξης, ξαφνικά εμφανίζεται να διασχίζει τον πεζόδρομο - τον πιο τουριστικό πεζόδρομο της Αθήνας καθώς θυμίζω ακριβώς δίπλα είναι η είσοδος της Ακρόπολης - ή ένα φορτηγό ή ένα αυτοκίνητο ή μια μηχανή. Οι οδηγοί υποθέτω είναι βέβαιοι ότι τόσο νωρίς το πρωί, ξημερώματα, κανείς δεν θα τους γράψει, κανείς δεν θα τους εμποδίσει.
Υπάρχει μάλιστα ένα φορτηγάκι, από το δημοτικό βρεφοκομείο της Αθήνας νομίζω, που διασχίζει τον πεζόδρομο καθημερινά. Πιθανώς θεωρούν ότι ως εκπρόσωποι του δημοσίου δεν ισχύουν για εκείνους οι απαγορεύσεις των τροχονόμων.
Και όντως καθώς φθάνουν μπροστά από το περιπολικό ή τους άνδρες της ΔΙΑΣ οι παρανομούντες οδηγοί, κανείς από το πλήρωμα δεν αντιδρά. Ούτε καν για να κάνει μια παρατήρηση. Αφήνουν τους οδηγούς να φύγουν. Αδιαφορούν. Κοιτάζουν αλλού. Εχω μπει ορισμένες φορές στον πειρασμό να ρωτήσω γιατί το κάνουν, να διαμαρτυρηθώ, αλλά δεν έχω αποφασίσει ποτέ να αντιδράσω και να δείξω την έκπληξή μου και τη δυσφορία μου. Ίσως για να μην με κατατάξουν στους "ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε" του σιναφιού μου.
Αλλά κάθε φορά σκέφτομαι ότι αυτή είναι μάλλον η εικόνα που τα λέει όλα και για την ελληνική Αστυνομία και για την ελληνική δημοσιοϋπαλληλία. Το γεγονός μπορεί να μην είναι σημαντικό, μια τροχαία παράβαση είναι, αλλά είναι ενδεικτικό του πώς αντιλαμβάνονται οι αστυνομικοί, έστω ορισμένοι αστυνομικοί (αλλά φοβάμαι η πλειοψηφία), πώς αντιλαμβάνονται οι Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι τον ρόλο τους και τη δουλειά τους. Με μεγάλη αδιαφορία. Με μια αντίληψη ωχ αδελφέ, εγώ περιμένω να λήξει η βάρδιά μου. Και αν τολμήσεις ποτέ να ανοίξεις την κουβέντα, ξέρω και την κατάληξη: Ξέρεις πόσα λίγα χρήματα παίρνω;
Τα ίδια σκέφτομαι και καθώς λίγο αργότερα οδηγώ προς τη δουλειά και ανεβαίνω προς το Μαρούσι. Υποθέτω σε καμία άλλη χώρα της Ευρώπης, δεν θα συναντήσεις τόσους μοτοσυκλετιστές χωρίς κράνος, να κάνουν σφήνες ανάμεσα στα ΙΧ. Ουδείς ασχολείται, ουδείς φοβάται ότι θα πάρει κλήση.
Και αυτό φοβάμαι είναι το μεγάλο πρόβλημα και το συμπέρασμα από τις κρίσεις που συζητούμε τις τελευταίες ημέρες. Τις θλιβερές υποθέσεις που είναι στην επικαιρότητα. Το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, τη γυναικοκτονία στους Αγίους Αναργύρους. Στην Ελλάδα, στο ελληνικό δημόσιο, κανείς (ή σχεδόν κανείς γιατί υπάρχουν ναι και εξαιρέσεις) δεν κάνει καλά τη δουλειά του. Δεν υπάρχει κανενός είδους πειθαρχία, δεν υπάρχει καμία εργασιακή ηθική, καμία αίσθηση καθήκοντος.
Ελάχιστοι είναι αυτοί που αγαπούν που νοιάζονται για τη δουλειά τους. Υπάρχει μόνο αδιαφορία. Μια γενικευμένη χαλαρότητα. Που ορισμένες φορές αποδεικνύεται δολοφονική.
Γιατί μπορεί να συζητούμε και δικαίως συζητούμε για τις πολιτικές (και ενδεχομένως και ποινικές) ευθύνες των υπουργών, που δεν φρόντισαν τόσα χρόνια να υλοποιηθεί η περίφημη σύμβαση 717 στα τρένα για την τηλεδιοίκηση, αλλά η αρχή της τραγωδίας, είναι η αδιανόητη αδιαφορία του σταθμάρχη, του προϊσταμένου του και των συναδέλφων του. Που δεν φρόντισαν να τηρήσουν στοιχειωδώς τους κανόνες ασφαλείας. Μου έκανε μάλιστα μεγάλη εντύπωση ότι μερικούς μήνες μετά την τραγωδία, υπήρξε κινητοποίηση της διοίκησης της τρένων, για αλλεπάλληλα κρούσματα που θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε τραγωδίες, επειδή οι μηχανοδηγοί… δεν σεβάστηκαν το κόκκινο φανάρι. Είναι λέει δυο τα περιστατικά που οδηγοί δεν φρέναραν εγκαίρως και ευτυχώς τους εντόπισε το σύστημα.
Φταίει μήπως η έλλειψη τηλεδιοίκησης που οι μηχανοδηγοί δεν σταμάτησαν το τρένο στον κόκκινο σηματοδότη; Ή φταίει η έλλειψη προσοχής. Η αδιαφορία των υπαλλήλων; Ο γνωστός ωχαδερφισμός; Ο αστυνομικός υπάλληλος στο τηλεφωνικό κέντρο του 100 μπορεί να είχε και δίκιο όταν είπε στην άτυχη Κυριακή ότι "το περιπολικό δεν είναι ταξί", μπορεί ο κανονισμός να μην προβλέπει τέτοια μετακίνηση, αλλά για να το πεις σε πολίτη που έχει ανάγκη, σε μια γυναίκα που κινδυνεύει, να μιλήσεις έτσι απαξιωτικά και με αδιαφορία για έναν άνθρωπο που κινδυνεύει, μόνο μία εξήγηση επιτρέπει: Δεν νιώθεις ότι ελέγχεσαι, δεν αισθάνεσαι ότι έχεις αυστηρές υποχρεώσεις και κυρίως, μάλλον δεν αγαπάς και τη δουλειά σου. Δεν νοιάζεσαι. Είσαι δημόσιος υπάλληλος.
Δεν αισθάνομαι ότι μπορώ να δώσω μια ερμηνεία. Τι είναι αυτό που μας κάνει τόσο αδιάφορους για την δουλειά μας στο ελληνικό δημόσιο; Είναι στην κουλτούρα μας; Στην ψυχοσύνθεση μας; Η οθωμανική κληρονομιά; Δυσπιστώ ότι οι αρχές της απειθαρχίας και της χαλαρότητας μπορούν και πρέπει να εντοπιστούν στη δεκαετία του '80, στην εποχή ΠΑΣΟΚ, όταν η μη τήρηση της πειθαρχίας έγινε σύμβολο προοδευτικότητας. Αλλά έχω τη βεβαιότητα ότι η απουσία ελέγχων, η απουσία ποινών για τους κακούς υπαλλήλους, το ότι στο ελληνικό δημόσιο κανείς δεν φοβάται την απόλυση, έκανε το φαινόμενο να πάρει τις διαστάσεις που έχει πάρει.
Πείτε μου. Σε ποια χώρα στον κόσμο, σε ποια ιδιωτική εταιρεία, πού στο διάβολο θα υπήρχε αστυνομικός υπάλληλος που διώκεται για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, που πρέπει να δίνει το παρών σε αστυνομικό τμήμα για να μην διαφύγει εκτός Ελλάδος… και ταυτόχρονα θα ήταν ενεργός υπάλληλος και θα έκανε σκοπιά στο ΑΤ Αγίων Αναργύρων. Η απάντηση είναι πουθενά. Μόνο στο ελληνικό δημόσιο.
Υπάρχει όμως και μια παρήγορη σκέψη. Έτσι ήταν πάντα το ελληνικό δημόσιο, ή έτσι είναι τις τελευταίες δεκαετίες. Δεν πέφτουμε από τα σύννεφα. Δεν έγινε χειρότερο πιθανότατα και ας βρήκε η αντιπολίτευση ευκαιρία να χτυπήσει την κυβέρνηση. Τη δουλειά της κάνει άλλωστε. Και καλώς "τα ακούει" η κυβέρνηση.
Αυτό που σίγουρα έχει αλλάξει είναι ο τρόπος που το αντιμετωπίζουμε. Οι Έλληνες νιώθουμε ευρωπαίοι και νιώθουμε πλέον, μετά και την ανάσα που πήραμε και με την ψηφιοποίηση Πιερρακάκη, ότι αυτό το δημόσιο δεν μας ταιριάζει. Μας προσβάλει. Και αυτή είναι η αρχή για την ανατροπή του και τη βελτίωσή του.