Ενίσχυση του ρόλου Ερντογάν στη Μέση Ανατολή
Πέμπτη, 04-Απρ-2024 00:05
Στις αρχές Μαΐου αναμένεται επίσκεψη του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στον Λευκό Οίκο, ενώ το διπλωματικό σχίσμα ΗΠΑ - Ισραήλ βαθαίνει. Με μια τέτοια ευνοϊκή συγκυρία, ο ρόλος του Τούρκου προέδρου στην περιοχή για την κάλυψη ενός ορατού διπλωματικού κενού ενισχύεται.
Αυταρχισμός και σταθερότητα
Από την οπτική της Άγκυρας, ο Ερντογάν έχει ενισχύσει την εικόνα του ως ένας ηγέτης άκαμπτος στις αμερικανικές πιέσεις και οι πρόσφατες εξελίξεις έχουν σε μεγάλο βαθμό αποδείξει την αλήθεια αυτής της εκδοχής. Ενδεικτικό είναι, το ότι κατόρθωσε για περίπου δύο χρόνια να αναστείλει την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, εξοργίζοντας τις ΗΠΑ, για να κατορθώσει τελικά την συμφωνία για την αγορά των νέων F-16, αφού συμφώνησε για την Σουηδική εισδοχή στην Συμμαχία.
Το γεγονός αυτό είχε βέβαιη απήχηση στο εσωτερικό τουρκικό ακροατήριο, για την εικόνα του Ερντογάν ως ισχυρού διεθνούς ηγέτη, καθώς τον Δεκέμβριο του 2022, σύμφωνα με έρευνα (Gezici) το 90% όσων έλαβαν μέρος θεωρούσαν τις ΗΠΑ εχθρική χώρα και το 73% επιθυμούσαν ισχυρές σχέσεις με την Ρωσία. Στο πλαίσιο αυτό αξιολογείται και η επιμονή του Τούρκου προέδρου για διατήρηση στο Τουρκικό οπλοστάσιο του Ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος S 400, παρ’ όλες τις Αμερικανικές πιέσεις.
Από την άλλη πλευρά, ο πρόεδρος Μπάιντεν, ο οποίος δεν είχε κρύψει την αντιπάθειά του για τον Ερντογάν από το 2019, αναγκάσθηκε να δεχτεί τις παραπάνω εξελίξεις.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η έντονη αντιπαράθεσή της Ουάσιγκτον με τη Μόσχα ανάδειξαν την Τουρκία ως ένα σημαντικό αμυντικό ανάχωμα του ΝΑΤΟ, καθώς διατήρησε την ισορροπία στη Μαύρη Θάλασσα, ενίσχυσε την Ουκρανία με δρόνους και διαμεσολάβησε για τις εξαγωγές του Ουκρανικού σιταριού το 2022. Παράλληλα, απόσπασε σημαντικά οφέλη και από την Ρωσία, για την σημαντική βοήθεια που προσέφερε στην τελευταία για παράκαμψη των Δυτικών εμπορικών κυρώσεων.
Βέβαια δεν πρέπει να διαφεύγει το γεγονός, ότι είναι οι ΗΠΑ εκείνες οι οποίες επέβαλαν σε μεγάλο βαθμό την θέση τους, διευρύνοντας το ΝΑΤΟ τελικά παρά την Τουρκική αντίρρηση και υλοποιώντας παράλληλα την πώληση των F-16, αξίας $20 δισεκ.
Η επίσκεψη Ερντογάν στον Λευκό Οίκο στις 9 Μαΐου είναι μια αναμφισβήτητη αναγνώριση της σημασίας, την οποία η Τουρκία έχει για τους Δυτικούς διπλωματικούς σχεδιασμούς. Η εικόνα του Τούρκου προέδρου ενισχύεται, ειδικά μετά την επανεκλογή του πέρυσι, ως σημαντικού περιφερειακού δρώντα στην διπλωματική σκηνή της Μ. Ανατολής. Αυτό, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των δημοτικών εκλογών της 31ης Μαρτίου.
Έχει επίσης την αξία του και το μήνυμα το οποίο στέλνει η πρόσφατη (26/3) Τουρκική ενέργεια, της, μετά το τρομοκρατικό πλήγμα στην Μόσχα, ταυτόχρονης σύλληψης περίπου 150 ατόμων σε 30 επαρχίες, ύποπτων για σχέση με τον ISIS. Η Τουρκία παραμένει σταθερή στην θέση της κατά των τρομοκρατών, όπου συμπεριλαμβάνονται και οι Κουρδικές οργανώσεις.
Διπλωματικές τριβές
Σε τρεις προηγούμενες περιπτώσεις, οι ΗΠΑ είχαν προβάλει βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ σε προτάσεις για παύση πυρός στην Γάζα. Όμως στις 25 Μαρτίου η εικόνα άλλαξε, όταν η Αμερικανική κυβέρνηση αποφάσισε να αφήσει να προχωρήσει νέα πρόταση (14/0), για διαρκή παύση πυρός και απελευθέρωση των Ισραηλινών ομήρων, αποχωρώντας από την ψηφοφορία.
Αυτή η ενέργεια των ΗΠΑ ήταν ένα σήμα για την αυξανόμενη απογοήτευση τους από την Ισραηλινή κυβέρνηση, η οποία εξακολουθεί την εκστρατεία στην Γάζα, αγνοώντας τις Αμερικανικές πιέσεις για παύση πυρός και ενίσχυση της ανθρωπιστικής βοήθειας. Επί της ουσίας όμως, η αποστολή όπλων και πυρομαχικών από τις ΗΠΑ στο Ισραήλ συνεχίζεται- έχει διακοπεί από τον Καναδά και τις χώρες της ΕΕ-.
Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι πιέζουν την κυβέρνηση Νετανιάχου να επιτρέψει περισσότερη ανθρωπιστική βοήθεια στην Γάζα και να προστατεύσει τους άμαχους, αλλά δεν έχουν θέσει κάποιους περιοριστικούς όρους ως προς την βοήθεια προς το Ισραήλ, οι οποίοι ίσως θα διευκόλυναν την υλοποίηση των προτάσεών τους.
Ο Ισραηλινός υπουργός άμυνας, ο οποίος επισκέπτεται την Ουάσιγκτον ενδέχεται να ζητήσει ειδικά όπλα για τις επιχειρήσεις, οι οποίες είναι σε εξέλιξη.
Η αντίδραση Νετανιάχου ήταν έντονη στην Αμερικανική τοποθέτηση. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός ακύρωσε την επίσκεψη αποστολής Ισραηλινών αξιωματούχων στην Ουάσιγκτον, οι οποίοι θα συζητούσαν τρόπους για να αποφευχθεί μια Ισραηλινή επίθεση στην πολυάνθρωπη Ράφα, στην νότια Γάζα. Παράλληλα, την προηγούμενη εβδομάδα ανακοινώθηκε από το Ισραήλ η κατάληψη 800 εκταρίων στην δυτική όχθη του Ιορδάνη, ενέργεια η οποία είναι ασύμβατη με την πρόταση των ΗΠΑ για ανεξάρτητο Παλαιστινιακό κράτος.
Δεν είναι ακόμη σαφές, αν πρόκειται για μια ρητορική αντιπαράθεση των ΗΠΑ με το Ισραήλ, ή πρόκειται να υπάρξει κάποια κλιμάκωση της έντασης. Επικρατεί όμως η εντύπωση μιας ρευστής κατάστασης, η οποία τραυματίζει τις σχέσεις ΗΠΑ-Ισραήλ και σε σημαντικό βαθμό ενδεχομένως και την Ισραηλινή κοινή γνώμη.
Η διοίκηση Μπάιντεν δηλώνει, ότι εργάζεται για μια λύση της ευρύτερης αντιπαράθεσης, η οποία αποβλέπει στην δημιουργία Παλαιστινιακού κράτους και θέσπιση εγγυήσεων για το Ισραήλ, καθώς και στην καθιέρωση διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Ιερουσαλήμ και Αραβικών κρατών.
Η Τουρκική λύση
Είναι κρίσιμο το ερώτημα αν οι ΗΠΑ διαθέτουν την μόχλευση να πείσουν τα Αραβικά κράτη να αποδεχθούν διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ, υπό την προϋπόθεσή δημιουργίας Παλαιστινιακού κράτους κτλ. Αυτό θα ήταν μια μεγάλη πρόκληση, καθώς οι σχέσεις των Αραβικών κρατών με Ρωσία και Κίνα έχουν ενδυναμωθεί, ενώ έχουν εξομαλυνθεί με το Ιράν.
Ίσως οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο, να καλούνται να στηρίξουν το Ισραήλ ως ένα μεμονωμένο συμμαχικό πυλώνα, προς το παρόν, έως ότου με τις αναγκαίες διπλωματικές ενέργειες ξεπερασθεί η Αραβική καχυποψία. Όμως μια τέτοια κατάσταση δημιουργεί ένα διπλωματικό κενό στην περιοχή, καθώς ο κύριος εταίρος των ΗΠΑ, το Ισραήλ, εμφανίζεται διπλωματικά εξαιρετικά αποδυναμωμένος.
Η Νατοϊκή Τουρκία προβάλει ως ισχυρό εταιρικό κράτος, το οποίο είναι μουσουλμανικό, σε καλές σχέσεις με τα Αραβικά κράτη, την Ρωσία, και το Ιράν και με σταθερή πρόσφατα εκλεγμένη ηγεσία.
Ως δυτική πλατφόρμα στην περιοχή της Μ Ανατολής, η Τουρκία έχει την ιδιαίτερη γεωπολιτική αξία της, αν και έδειξε ότι η αξιοπιστία της ως συμμάχου είναι σχετική, καθώς επιθυμεί διατήρηση των ειδικών σχέσεών της με την Ρωσία και το Ιράν, οι οποίες είναι αντίπαλες χώρες της Δύσης.
Είναι κοινή παραδοχή, ότι δημιουργός του πλέγματος των Τουρκικών διπλωματικών σχέσεων και συμφωνιών στην περιοχή είναι ο προ έτους εκλεγμένος Ερντογάν, γεγονός το οποίο του δίνει την απαραίτητη νομιμοποίηση και το βάθος χρόνου, για μια σταθερή διακυβέρνηση στην Τουρκία και παρουσία στην πολιτική σκηνή της Μ. Ανατολής. Στο πλαίσιο αυτό θα μπορούσε να είναι ο επίλεκτος από την περιοχή εταίρος για την Δύση. Μένει να δοκιμασθεί.
* Ο Νικήτας Σίμος είναι Οικονομολόγος, Γεωπολιτικός Αναλυτής