Η Γερμανία σε κρίση

Σάββατο, 20-Ιαν-2024 12:32

Του Ανδρέα Μήλιου

Πριν από 3 χρόνια είχα δημοσιεύσει στο φιλόξενο Capital άρθρο μου για τις παθογένειας της Γερμανίας, με τον τίτλο "Γερμανία, ένας ανίσχυρος Γολιάθ". Το τελευταίο διάστημα το θέμα αποτελεί κύριο αντικείμενο για δημοσιογράφους κάθε εθνικότητας, συμπεριλαμβανομένων των Γερμανών. Η κρίση στη Γερμανία δεν προέκυψε τώρα. Έχει ζωή τουλάχιστον δύο δεκαετίες. Απλώς τώρα κορυφώθηκε και έγινε αντιληπτή από όλους.

Η ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης και τέταρτη στον κόσμο έχασε κάθε ικανότητα στρατηγικής πρόβλεψης για τη μελλοντική εξέλιξη του κόσμου, καθώς  επαναπαύτηκε εγωιστικά στα κέρδη που της προσπόριζαν η τεράστια μεταπολεμική ανάπτυξη και στην επιτυχημένη ενοποίηση με την πρώην Ανατολική. Αγνόησε της συνέπειες μιας ενδεχόμενης κρίσης με τη διαχρονικά αντιδημοκρατική και απολυταρχική Ρωσία και δεν προβληματίσθηκε στιγμή για το μονοψώνιο ενέργειας που απαιτεί η ενεργοβόρα βιομηχανία της. Δεν ανησύχησε με τη μετεωρική βιομηχανική ανάπτυξη της Κίνας από τη δεκαετία του 1990, στην οποία έσπευσε να μεταφέρει μεγάλο μέρος της παραγωγής της, λόγου χαμηλού παραγωγικού κόστους. Δεν σκέφθηκε ούτε στιγμή ότι η Κίνα θα μπορούσε σε δύο δεκαετίες να εξελιχθεί σε ανταγωνιστή της! Ούτε φυσικά ότι η μεταφορά στην Ευρώπη των παραγόμενων στην Κίνα προϊόντων της θα μπορούσε να καταστεί ασύμφορη στην περίπτωση μιας κρίσης στην εύθραυστη περιοχή της Μέσης Ανατολής και στη Διώρυγα του Σουέζ. Και όπως φαίνεται ούτε την επερχόμενη τεράστια βιομηχανική ανάπτυξη της Ινδίας πρόβλεψε επαρκώς.

Σημαίνουν όλα αυτά ότι δεν υπάρχουν στη Γερμανία διορατικοί πολιτικοί; Φυσικά και όχι. Ίσως όμως να μην θέλουν να εμπλακούν στην πολιτική επειδή αυτή, τις τελευταίες δεκαετίες, καθορίζεται και κατευθύνεται σε μεγάλο βαθμό από τις πανίσχυρες  οικογένειες των μεγάλων βιομηχανιών, οι οποίες προωθούν στην εξουσία άχρωμες και χειραγωγήσιμες ηγεσίες. Δεν θέλουν αυτόνομες και ισχυρές προσωπικότητες όπως ο Αντενάουερ, ο Μπραντ, ο Σμιτ και ο Κολ. Προώθησαν την Άνγκελα Μέρκελ, μια πρόσκοπο της νεολαίας της Ανατολικής Γερμανίας και τον Γκέρχαρντ Σρέντερ  που με τη λήξη της θητείας του στην Καγκελαρία μεταπήδησε, ως κορυφαίο διευθυντικό στέλεχος, στην Gazprom, τη μεγαλύτερη εταιρεία φυσικού αερίου της Ρωσίας και κύριο προμηθευτή της Γερμανίας.  Είναι πιθανό, να οφείλεται σε αυτήν την κατάσταση και το γεγονός ότι η πολιτική διπλωματία της Γερμανίας παραμένει μυωπική και χωρίς ισχυρό εκτόπισμα στη γεωπολιτική σκακιέρα, κάτι που πιστοποιείται από τη μη συμμετοχή της χώρας ως μόνιμο μέλος στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, από τη μη ένταξη της γερμανικής γλώσσας στις επίσημα ομιλούμενες γλώσσες των Ηνωμένων Εθνών και από τη μη κατάληψη υψηλών θέσεων από Γερμανούς στους Διεθνείς Οργανισμούς. 

Ούτε όμως και στο εσωτερικό υπήρξαν προνοητικές οι τελευταίες ηγεσίες. Δεν ανέπτυξαν καμιά αποτελεσματική δημογραφική πολιτική, με αποτέλεσμα να καταγράφεται  σήμερα στη Γερμανία η μεγαλύτερη γήρανση πληθυσμού της Ευρώπης και να υπάρχει μεγάλη έλλειψη εργατικού δυναμικού. Διατηρούν υψηλούς φορολογικούς συντελεστές σε μισθωτούς και επιχειρήσεις και δημιουργούν πλεονάσματα τα οποία δεν διαθέτουν για τη βελτίωση των γερασμένων συγκοινωνιακών, τεχνικών,  τεχνολογικών και ψηφιακών υποδομών.

Το δίκτυο των εθνικών δρόμων, ο κρατικός σιδηρόδρομος και οι ενεργειακές υποδομές είναι γερασμένες και απαιτούν σημαντικές βελτιώσεις και επενδύσεις. Στον τομέα των ψηφιακών υποδομών,  η Γερμανία ακολουθεί ασθμαίνοντας τους ανταγωνιστές της, ενώ ο διοικητικός και ψηφιακός εκσυγχρονισμός των κυβερνητικών υπηρεσιών είναι υποτονικός και αποσπασματικός. Ακόμα και αυτή η πράσινη μετάβαση κινδυνεύει να εκτροχιασθεί μετά την πρόσφατη απαγόρευση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της μεταφοράς 60 δισ. ευρώ από το Ταμείο για την Πανδημία στο Ταμείο Μετάβασης στην Κλιματική Αλλαγή. Το ποσό αυτό θα χρησιμοποιούνταν σε μεγάλο βαθμό για τον εκσυγχρονισμό της ενεργοβόρας γερμανικής βιομηχανίας.   

Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με το αυξανόμενο κόστος διαβίωσης που προκαλείται από τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο, την ενεργειακή κρίση, τις εισαγωγές πρώτων υλών και τον πληθωρισμό, καθώς και το προσφυγικό ασκούν ασφυκτική πίεση στο πολιτικό σύστημα της χώρας και στις προοπτικές ουσιαστικού και αποτελεσματικού εκσυγχρονισμού του κράτους. Στη μέση της θητείας του ο κυβερνητικός συνασπισμός έχασε ήδη την πλειοψηφία και στις δημοσκοπήσεις συγκεντρώνει μετά βίας ένα ποσοστό 33% (16% οι Σοσιαλδημοκράτες, 12% οι Πράσινοι και 5% οι Φιλελεύθεροι). Από την άλλη πλευρά η αντιπολίτευση των Χριστιανοδημοκρατών και Χριστιανοσοσιαλιστών (CDU/CSU) λαμβάνει 31%, ενώ δεύτερο κόμμα με ποσοστό 23% είναι το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). 

Και ενώ η Γερμανία δυσκολεύεται να βρει λύσεις στα παραπάνω προβλήματα, καλείται επιπλέον να υπερασπιστεί την τεχνολογική πρωτοκαθεδρία της και να αντιμετωπίσει τις νέες  προκλήσεις του κινεζικού και του αμερικάνικου  ανταγωνισμού στην αγορά των ηλεκτρικών αυτοκινήτων. Η Tesla παράγει ήδη ποιοτικά ηλεκτρικά αυτοκίνητα στο Βερολίνο και η κινεζική BYD κατασκευάζει  εργοστάσιο παραγωγής φθηνών ηλεκτρικών αυτοκινήτων στην Ουγγαρία, στο υπογάστριο δηλαδή της Γερμανίας. Αν μάλιστα ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος διαρκέσει καιρό, θα συνεχιστεί και η αιμορραγία της Γερμανίας, καθώς θα υποστηρίζει την Ουκρανία. Δύσκολα τα πράγματα για την ατμομηχανή της Ευρώπης!

* Ο Ανδρέας Μήλιος είναι Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης, συγγραφέας.