Συνέπειες της ευρωπαϊκής στρατηγικής αποτυχίας
Παρασκευή, 05-Ιαν-2024 00:05
Ένα σοβαρό έναυσμα προβληματισμού ως προς τις συλλογικές στρατηγικές δυνατότητες και βούληση της ΕΕ, ήταν η πρόσφατη αδυναμία απόφασης για χρηματοδότηση με 50 δισ. ευρώ της εμπόλεμης Ουκρανίας, για την επόμενη 4ετία. Παρά το κρίσιμο στάδιο των επιχειρήσεων στο ουκρανικό πεδίο, η συλλογική ευρωπαϊκή ηγεσία εμφανίζεται χωρίς την απαιτούμενη συνοχή και καθαρότητα απόψεων. Αυτό προδιαθέτει για ένα αβέβαιο μέλλον.
Δεσμευτικά σύνδρομα και αβλεψίες. Το ουκρανικό παράδειγμα
Δεν είναι σαφές αν η Ευρώπη πιστεύει ότι η Ουκρανία είναι μέρος της ευρωπαϊκού γίγνεσθαι. Άλλο αν για λόγους γεωπολιτικής είναι πιθανό η ΕΕ να την προσκαλέσει στους ευρωπαϊκούς κόλπους.
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί, ότι μετά το τέλος του 18ου αιώνα και τους δύο μεγάλους ρωσο-τουρκικούς πολέμους η ευρωπαϊκή διπλωματία αποδέχτηκε την κατοχή των ουκρανικών εδαφών από την τσαρική Ρωσία, ως μέρος της ισορροπίας δυνάμεων της εποχής και μέχρι τη δημιουργία της Σοβιετικής Ένωσης. Αν η Ευρώπη πίστευε πραγματικά το αντίθετο, μετά την πτώση του Σοβιετικού καθεστώτος και με δεδομένη τη ρωσική αδυναμία της εποχής των ’90, θα είχε ενσωματώσει την Ουκρανία στο ΝΑΤΟ, παρά τις ρωσικές αντιδράσεις. Είναι γεγονός ότι τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Γερμανία υποστήριζαν ότι η Ουκρανία ως ανεξάρτητη χώρα, είχε μεγάλη σημασία για τη σταθερότητα της Ευρώπης. Ως εκεί όμως.
Οι ηγέτες της Δύσης παράβλεπαν ή και υποτιμούσαν το γεγονός, ότι οι Ρώσοι ιθύνοντες με κύριο εκφραστή τον υπουργό εξωτερικών του Γιέλτσιν, Κόζιρεφ, πρέσβευαν, ότι η Ρωσία "πρέπει να διατηρήσει τη στρατιωτική παρουσία της σε περιοχές, οι οποίες ανήκαν στη σφαίρα συμφερόντων της επί αιώνες". Χωρίς την Ουκρανία η αυτοκρατορική αποκατάσταση, στο γεωπολιτικό πλαίσιο, θα ήταν αδύνατη.
Είναι σημαντικό, ότι το 1993, ο Γιέλτσιν επιδοκίμασε την επιθυμία της Πολωνίας να συνδεθεί με τη διατλαντική συμμαχία. Θα μπορούσαν ενδεχομένως να είχαν αναληφθεί τότε, οι απαραίτητες πρωτοβουλίες για σύνδεση της Ουκρανίας με τους δυτικούς θεσμούς, δυνατότητα η οποία θα λειτουργούσε αποτρεπτικά έναντι της ρωσικής επεκτατικότητας, εφόσον βέβαια θα υπήρχε η αντίστοιχη πολιτική βούληση των Ευρωπαίων.
Όμως, η μέγιστη προτεραιότητα των Ευρωπαίων ηγετών της εποχής ήταν η οικονομική παγίωση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, ενώ η Ρωσία δεν εθεωρείτο απειλητική και η Γερμανία αναμενόταν ότι θα μπορούσε να στηρίξει μια αποτελεσματική Μέση Ευρώπη ( Mitteleuropa).
Παρά το γεγονός ότι η Κριμαία προσαρτήθηκε στη Ρωσία, σχεδόν αιφνιδιαστικά, το 2014 και ρωσικές δυνάμεις πέρασαν το ίδιο έτος τα ουκρανικά σύνορα για να στηρίξουν την αυτονόμηση του Ντόνμπας, η Ευρώπη χαρακτήρισε τη ρωσική επέμβαση "λαθραία εισβολή" και επιδίωξε την αποκλιμάκωση, με τις συμφωνίες του Μίνσκ και το σχήμα της Νορμανδίας (Γαλλία, Γερμανία, Ρωσία, Ουκρανία) για επίλυση των διαφορών. Οι Δυτικοί συνομιλητές της Ρωσίας, ειδικά δε η γερμανική διπλωματία ζητούσαν αποκλιμάκωση της έντασης. Δεν είχαν αντιληφθεί τις προθέσεις του Κρεμλίνου έναντι της Ουκρανίας, ή τις παρέβλεπαν. Επιβλήθηκαν κάποιες κυρώσεις.
Ο κατακτητικός πόλεμος της Ρωσίας με την Ουκρανία, όπως εξελίσσεται, αφήνει πλέον ελάχιστο ανερμήνευτο χώρο για τις Ρωσικές προθέσεις και τις μεγάλες αβλεψίες της Ευρωπαϊκής διπλωματίας.
Πρόβλημα ενιαίας ταυτότητας
Αλλά η ατολμία και ο δισταγμός είναι πιθανό να δημιουργήσουν στους διεθνείς ανταγωνιστές της Ευρώπης την αντίληψη, ότι ο ευρωπαϊκός χώρος, πολιτικός και οικονομικός, προσφέρεται για εκμετάλλευση. Είναι ενδεχόμενο να δικαιωθούν οι Ευρω-σκεπτικιστές, οι οποίοι εκτιμούν ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να δράσει μόνη, μακριά από τις ΗΠΑ και ότι έχει ένα πρόβλημα ταυτότητας.
Θα ήταν βέβαια άδικο να παραβλεφθούν ορισμένοι παράγοντες, οι οποίοι αυξάνουν το ειδικό βάρος της ΕΕ. Η Γαλλία, η ηγετική πολιτική δύναμη της ηπειρωτικής Ευρώπης, έχει πυρηνικές αμυντικές δυνατότητες και συμμετέχει ως διαρκές μέλος στο Συμβούλιο Ασφάλειας του ΟΗΕ. Κατ΄αυτή την έννοια έχει τη δυνατότητα επιβολής βέτο, σε αποφάσεις που θα επηρέαζαν τη διεθνή σκηνή. Η Γερμανία παραμένει παγκόσμια μια από τις μεγαλύτερες οικονομικές δυνάμεις, και Ευρωπαίοι αντιπρόσωποι συμμετέχουν σε μείζονες θεσμούς επηρεάζοντας τη διεθνή ατζέντα, ενώ η ευρωπαϊκή είναι διεθνώς η μεγαλύτερη αγορά. Αυτά και πολλά άλλα δεν επιτρέπουν να παραβλέπεται η διεθνής σημασία της Ευρώπης και η οικονομική συνεργασία μαζί της από τους τρίτους.
Όμως η καταστροφή του αποικιακού συστήματος και η απώλεια του ευρωπαϊκού ελέγχου σε κρίσιμες πλουτοπαραγωγικές πηγές, έχουν σημαντικά μειώσει την ανεξαρτησία της ευρωπαϊκής οικονομίας από κρίσιμες εφοδιαστικές αλυσίδες, τις οποίες ελέγχουν τρίτοι πχ Κίνα. Μια τελευταία απόπειρα των Ευρωπαίων (Γαλλία – Γερμανία) να διαμαρτυρηθούν για τα σχέδια των ΗΠΑ στο Ιράκ (2002-2003) απέτυχε, και η οικονομική κρίση (2008-2009), οδήγησε σε κλονισμό του πολιτικού συστήματος και των οικονομιών των χωρών του Ευρώ, ειδικά στις νότιες χώρες της ηπείρου. Στην περίσταση αυτή αναδείχτηκε η εξαρχής σοβούσα οικονομική ανισορροπία Ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου, στοιχείου από τη φύση του διαλυτικού.
Έλλειψη υπερεθνικής ισχύος
Ως προς την αντίδραση της ηπειρωτικής Ευρώπης στον Ρώσο-Ουκρανικό πόλεμο, κατέδειξε μάλλον την θέση της πρώτης ως εξαρτημένου εταίρου των ΗΠΑ. Η σοβαρότητα της αντιπαράθεσης ΗΠΑ και Ρωσίας στην ουκρανική κρίση, έδειξε ότι δεν υπήρχε σημαντικός χώρος διεθνών ελιγμών για τους Ευρωπαίους, όπως ίσως παλαιότερα κατά τον ψυχρό πόλεμο. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η ουκρανική κρίση αυτή καθεαυτή, προκλήθηκε από την έλλειψη στρατηγικής ανεξαρτησίας των ευρωπαϊκών χωρών και της σχεδόν απόλυτης εξάρτησής τους αμυντικά από τις ΗΠΑ. Δεν πρόκειται για το ψευτοδίλημμα, αν οι χώρες της ΕΕ θα προτιμούσαν μια συμβιβαστική λύση με τη Ρωσία, αντί να κάνουν πόλεμο. Πρόκειται για την αδυναμία τους να διεξάγουν πόλεμο κατά της Ρωσίας με δικά τους μέσα.
Βέβαια, η ΕΕ είναι πολύ μεγάλη για να απορροφηθεί τελείως από την αμερικανική επιρροή. Πχ ευρωπαϊκές εταιρείες λόγω του μεγέθους τους διατηρούν επενδύσεις και συνεργασίες με την Κίνα και τη Ρωσία, όπως και ορισμένες μεγάλες χώρες της ΕΕ έχουν κάποια αυτονομία στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής τους, μέσα όμως στα διατλαντικά πλαίσια. Ο φόβος διάσπασης της ΕΕ, ή οριακότητας της συνοχής της, ελλοχεύει, ειδικότερα κατά την τρέχουσα περίοδο με την πολιτική άνοδο των ευρωσκεπτικιστών και των εθνικιστικών κομμάτων, εξέλιξη η οποία σε μεγάλο βαθμό αντανακλά τη διάβρωση των προσδοκιών των Ευρωπαίων πολιτών.
Οι ΗΠΑ ακολουθούν τον φυσιολογικό νόμο της φθοράς των μεγάλων δυνάμεων και της συρρίκνωσης της παγκόσμιας επιρροής τους, καθώς αναδύονται νέοι περιφερειακοί πόλοι ισχύος (Κίνα, Ινδία, Ρωσία). Μοιραία αυτός ο νέος γεωπολιτικός χάρτης θα έχει αντανάκλαση και στις ευρωπαϊκές διεργασίες. Τονίζεται κατά κόρον, ότι η ΕΕ πρέπει να αποκτήσει αυτόνομη εξωτερική και αμυντική πολιτική, πράγμα ίσως αδύνατο όσο η Γερμανία και η Γαλλία παραμένουν ουσιαστικά αντίθετες για τα πρωτεία στην Ευρωπαϊκή ήπειρο, ενώ στην καλύτερη περίπτωση απλά συμπλέουν. Εξ ίσου σημαντικό βέβαια είναι, και το πως η καθεμία από αυτές, αλλά και οι υπόλοιπες χώρες της ΕΕ αντιλαμβάνονται τα εθνικά συμφέροντά τους. Εξαιρετικά παραδείγματα διαλυτικών και παραλυτικών τάσεων στον χώρο της Δύσης, όχι τα μόνα, είναι ο κατά περίσταση ευρωπαϊστής Όρμπαν και ο κατά περίσταση νατοϊστής Ερντογάν.
Αυτή η αρνητική δυναμική προδιαθέτει σε μια κατάσταση, όπου η Ευρώπη θα τείνει να εξισορροπήσει, στον δικό της χώρο, την Αμερικανική επιρροή με την επιρροή των άλλων μεγάλων διεθνών δρώντων (Κίνα, Ρωσία, Ινδία). Στην περίπτωση αυτή, ο Ευρωπαϊκός χώρος θα αναγόταν σε πεδίο ανταγωνισμού τρίτων, με ότι αυτό θα σήμαινε για το κοινό Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και τη συνοχή του.
* Ο Νικήτας Σίμος είναι Οικονομολόγος, Γεωπολιτικός Αναλυτή