Παραγραφή Αξίωσης Πιστωτικού Υπολοίπου ΦΠΑ: Η απόφαση του ΣτΕ

Τρίτη, 12-Δεκ-2023 00:05

Της Μάρθας Παπασωτηρίου

Όπως γνωρίζουμε, κατά τη διενέργεια των συναλλαγών μιας επιχείρησης, όταν, μετά την έκπτωση του ΦΠΑ των εισροών (εξόδων) από το ΦΠΑ των εκροών (εσόδων) απομένει πιστωτικό υπόλοιπο, αυτό μεταφέρεται προς έκπτωση σε επόμενη περίοδο, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 32 του ν. 2859/2000.

Η εξαίρεση

Κατ’ εξαίρεση, όμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 34 παρ. 1 του ίδιου νόμου, η διαφορά αυτή (το πιστωτικό υπόλοιπο) δεν μεταφέρεται, αλλά επιστρέφεται, εφόσον, μεταξύ άλλων, ο καταβληθείς Φ.Π.Α. είναι αδύνατο να μεταφερθεί για έκπτωση σε επόμενη διαχειριστική περίοδο ή σε περίπτωση μεταφοράς του για έκπτωση, η έκπτωση αυτή δεν είναι δυνατή.

Εξάλλου, ο φόρος δεν ήταν αχρεώστητως καταβληθείς, προκειμένου να υπόκειται σε τριετή παραγραφή, όπως ορίζει ο νόμος, αφού επιβλήθηκε για πράξεις που ήταν υποκείμενες σε ΦΠΑ. Περαιτέρω, η πενταετής παραγραφή αρχίζει όχι από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε η σχετική απαίτηση, αλλά από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο κατέστη δυνατή η δικαστική επιδίωξή της (ΣτΕ 66/2023.)

Η υπόθεση που πήγε δικαστικά

Τα ανωτέρω έγιναν δεκτά από την απόφαση του ΣτΕ υπ’ αριθμ. 1330/2023.

Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, εταιρεία, που ήταν εγκατεστημένη στην Αυστρία, είχε ορίσει φορολογικό αντιπρόσωπο για σκοπούς ΦΠΑ στην Ελλάδα, έναν φοροτεχνικό. Η εταιρία τηρούσε Β’ κατηγορίας βιβλία και δραστηριοποιούνταν στην κατασκευή και σχεδίαση βιομηχανικών εγκαταστάσεων. Το πιστωτικό υπόλοιπο, που προέκυψε, δηλώθηκε για έκπτωση στη χρήση 2002 και για επιστροφή στη χρήση 2004. Η εταιρία προχώρησε στη σχετική αίτηση επιστροφής του το 2005. Η εταιρία ζήτησε την επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α. διαχειριστικής περιόδου 1.1.2004 έως 31.12.2004 (πιστωτικό υπόλοιπο που προερχόταν από τη διαχειριστική περίοδο 1.1.2001 έως 31.12.2001 και δηλώθηκε προς έκπτωση αρχικά στη χρήση 2002), λόγω μη δυνατότητας συμψηφισμού του.

Ο προϊστάμενος της τοπικής ΔΟΥ, κατόπιν του προσωρινού ελέγχου, που διενεργήθηκε, απέρριψε το αίτημα της εταιρείας λόγω παραγραφής, με την αιτιολογία ότι από την ημερομηνία υποβολής της εκκαθαριστικής δήλωσης Φ.Π.Α της χρήσης 2001 (12.2.2002) έως την ημερομηνία υποβολής της - το 2005 - αίτησης προς επιστροφή (14.2.2005), παρήλθε τριετία. 

Κατά της απορριπτικής απόφασης, η εταιρεία άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποστήριξε ότι η αξίωσή της για επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α. δεν αφορούσε σε αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά, αλλά σε νομίμως καταβληθέντα, που δημιουργούν αξίωση επιστροφής λόγω εμφανιζόμενου πιστωτικού υπολοίπου, το οποίο δεν δύναται να εκπεστεί σε επόμενη χρήση και, κατά συνέπεια, η εν λόγω αξίωση υπόκειται στη γενική πενταετή και όχι στην τριετή παραγραφή. 

Το Διοικητικό Πρωτοδικείο έκρινε ότι η αξίωση της εταιρείας για επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α. υπόκειται στη γενική πενταετή παραγραφή.

Στη συνέχεια, το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε έφεση κατά της απόφασης. Το ΣτΕ απέρριψε την αίτηση επικαλούμενο ότι η συγκεκριμένη αξίωσης επιστροφής ΦΠΑ υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή και όχι στην τριετή, για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω.

Θεωρούμε ότι η εν λόγω απόφαση είναι πολύ σημαντική και συνάδει και με την αποτελεσματικότητα, στο μέτρο που είναι ικανή να παράσχει σε κάθε υποκείμενο στον φόρο - που επιδεικνύει τη συνήθη επιμέλεια - τη δυνατότητα να προβάλλει προσηκόντως τα δικαιώματα, που έλκει από την έννομη τάξη της Ένωσης.

* Η Μάρθα Παπασωτηρίου είναι Partner/Head of Tax, Lawyer, στην Andersen Tax Greece