00:05 02/10
Είμαστε η ομορφιά, είμαστε η αξιοπρέπεια
Τα ρούχα που φοράμε δείχνουν ποιοι είμαστε και πώς θέλουμε να μας βλέπουν οι άλλοι.
Γράφει ο Willy Chavarria
Κατά τη διάρκεια της τουρκικής προεκλογικής εκστρατείας οι δηλώσεις της Δύσης ήταν φειδωλές, τόσο για λόγους πολιτικής ορθότητας, όσο και διότι ενώ κατά βάθος επιθυμούσε νίκη της αντιπολίτευσης αντιλαμβανόταν ότι τελικά ο Ερντογάν θα διατηρούσε τη θέση του. Τα αισθήματα είναι ανάμεικτα στις δυτικές πρωτεύουσες καθώς δεν είναι σαφές αν ο Τούρκος πρόεδρος θα ενισχύσει ή θα χαλαρώσει τους δεσμούς του με τις δυτικές χώρες στρεφόμενος προς τη Ρωσία.
Ο φόβος είναι ότι η μουσουλμανική Τουρκία θα απομακρυνθεί από την κοσμική Δύση, ενώ η ελπίδα είναι ότι εφόσον ο Ερντογάν δεν μπορεί να είναι εκ νέου υποψήφιος μετά την 5ετία, θα μπορούσε να αποδεσμευθεί από τους εθνικιστές εταίρους του και να είναι ανοικτός στα επιχειρήματα των Δυτικών για μια περισσότερο δυτικόστροφη εξωτερική πολιτική της Άγκυρας.
Το κύριο ζητούμενο για τη Δύση είναι να μην γλιστρήσει η Τουρκία στα χέρια του Πούτιν, πράγμα για το οποίο η δυτική διπλωματία δεν είναι αισιόδοξη. Ενώ κατά το παρελθόν επρόκειτο για απλές διαμεσολαβητικές ενέργειες της Άγκυρας μεταξύ Ρωσίας και Δύσης, σταδιακά η αντιδυτική ρητορική του Τούρκου προέδρου εντάθηκε, παράλληλα με αποσταθεροποιητικές ενέργειες του για τα συμμαχικά συμφέροντα, προς ενίσχυση της ρωσικής στρατηγικής.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το αδιέξοδο στο ΝΑΤΟ με την άρνηση της Άγκυρας για εισδοχή της Σουηδίας στη Συμμαχία. Οι αρνητικές γεωπολιτικές επιπτώσεις εκ του γεγονότος αυτού για την υποστήριξη των Βαλτικών χωρών είναι ιδιαίτερα σημαντικές, ενώ ενισχύουν τη θέση του Πούτιν. Επίσης, δεν πέρασε απαρατήρητο το γεγονός, ότι κατά την προεκλογική εκστρατεία, ο υπουργός εσωτερικών Σοϊλού πρόβαλε τη θέση ότι θα ήταν προδότης όποιος υποστήριζε τη Δύση. Αν και αυτή μπορεί να ήταν προεκλογική ρητορική, δεν παύει να χαρακτηρίζει ένα ευρύτερο αντιδυτικό κλίμα μέσα στο οποίο κινούνται επιφανή στελέχη του ερντογανικού ΑΚΡ.
Η πρώτη δοκιμασία για τον Ερντογάν θα είναι η επόμενη διάσκεψη κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους τον Ιούλιο, όπου θα κληθεί να επιμείνει ή να αποσύρει το βέτο για την εισδοχή των Σουηδών στη Συμμαχία. Αν και διάφοροι αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι αυτό το θέμα είναι αυθύπαρκτο, στην πράξη όλοι γνωρίζουν ότι σχετίζεται με την απαγορευμένη πώληση αμερικανικού εξοπλισμού στην Τουρκία, όπως και με το μελλοντικό καθεστώς των συστημάτων S-400 τα οποία η Τουρκία έχει αγοράσει από τη Ρωσία. Πάντως, ο πρόεδρος της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων του κοινοβουλίου Μακώλ είχε δηλώσει προ των τουρκικών εκλογών, ότι σύμφωνα με διαβεβαιώσεις, ανεξάρτητα από το εκλογικό αποτέλεσμα, η Σουηδία θα αναγνωρισθεί ως σύμμαχος του ΝΑΤΟ.
Ο πρόεδρος Μπάιντεν αν και έχει χαρακτηρίσει τον Ερντογάν αυταρχικό ηγέτη, έχει δείξει τη διάθεσή του να εγκρίνει την πώληση των αξίας $20 δισ. F-16 στην Τουρκία, την οποία επανέλαβε κατά τη συγχαρητήριο επικοινωνία του με τον Τούρκο πρόεδρο, μνημονεύοντας παράλληλα το θέμα της εισδοχής της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Όμως η πώληση όπλων από τις ΗΠΑ στην Τουρκία δύσκολα θα έπειθε τον Ερντογάν να απομακρυνθεί από τον Πούτιν, αν λάβουμε υπόψη τη χρηματοδοτική βοήθεια της Ρωσίας προς την Τουρκία ($5 δισ. το 2022), την εγκαινίαση του ρωσικής κατασκευής πυρηνικού εργοστασίου στο Ακούγιου, την τρέχουσα επέκταση των πιστώσεων για την παροχή αερίου κ.ά. Αυτά μείωσαν την πειθώ των Αμερικανών αξιωματούχων, οι οποίοι επισκέφθηκαν την Άγκυρα προ ολίγων μηνών, για να σταματήσουν οι τουρκικές διευκολύνσεις προς ρωσικές εταιρείες, οι οποίες εμπίπτουν στις αμερικανικές κυρώσεις. Απλά, η Τουρκία δεν θέλει να βοηθήσει και η Ουάσιγκτον δεν είναι διατεθειμένη να επεκτείνει τις κυρώσεις και σε τουρκικές εταιρείες, διότι θεωρεί ότι κάτι τέτοιο θα έστελνε την Τουρκία ακόμη εγγύτερα προς τη Ρωσία.
Θετικές προς τον Τούρκο πρόεδρο είναι και οι αντιδράσεις της ΕΕ. Με ευκαιρία την εκλογή του Ερντογάν ο ύπατος αντιπρόσωπος Μπορέλ και ο επί των εξωτερικών επίτροπος Βαρελί τόνισαν τα αμοιβαία στρατηγικά συμφέροντα και την επωφελή σχέση ΕΕ και Τουρκίας στην Α. Μεσόγειο, στο πλαίσιο σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του διεθνούς δικαίου και της σταθερότητας στην περιοχή. Σαφέστερη ήταν η τοποθέτηση της αντιπροέδρου του German Marshall Fund, Σχέφερ, κατά την οποία οι ΗΠΑ και η ΕΕ αναγνωρίζουν τον σημαντικό ρόλο της Τουρκίας σε κρίσιμες σχέσεις εξωτερικής πολιτικής λόγω της γεωστρατηγικής θέσης της.
Στο πλαίσιο αυτό δεν πρέπει να μας διαφεύγει, ότι στην Τουρκία λειτουργούν μεγάλες επενδύσεις και τραπεζικά συμφέροντα ευρωπαϊκών χωρών. Παράλληλα είναι ενδεχόμενο, αν επιβεβαιωθούν οι φήμες ότι τις εξωτερικές υποθέσεις αναλαμβάνει ο μετριοπαθέστερος Καλίν, να υπάρξει ένα διαφορετικό ύφος, όχι όμως διαφοροποίηση της εξωτερικής τουρκικής πολιτικής. Επίσης, το ενδεχόμενο ότι την οικονομία θα εποπτεύει ο Σιμτσέκ (υπουργός οικονομικών 2009-2018), ορθόδοξος οικονομολόγος τον οποίο εκτιμούν οι διεθνείς αγορές, είναι ένα σημείο ότι ο δυτικός χώρος θα θεωρηθεί πηγή επενδύσεων. Έχει ιδιαίτερη σημασία ακόμη, το ότι ο Ερντογάν προτίθεται να επισκεφθεί ως πρώτο δυτικό εταίρο τον Γερμανό καγκελάριο.
Σύμφωνα με τα προηγούμενα, είναι εμφανές το έντονο ενδιαφέρον της Δύσης να διατηρεί ισχυρές σχέσεις με την Τουρκία και να την αποτρέπει από την ενδεχόμενη εξάρτησή της από τη Ρωσία, με τις όποιες επιφυλάξεις για τον απολυταρχικό τρόπο διακυβέρνησης της χώρας από τον Ερντογάν. Επίσης, η Άγκυρα ενώ διατηρεί σε υψηλό επίπεδο τις πολύ καλές σχέσεις της με τη Μόσχα, είναι ενδεχόμενο να μετριάσει τη σκληρή αντιδυτική ρητορική της και να κάνει κάποιες κινήσεις καλής θέλησης προς τη Δύση, με τα ανάλογα οφέλη.
Αυτό θα μπορούσε να έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα, η οποία εκτιμούμε ότι πιθανότατα θα δεχθεί πιέσεις από τον συμμαχικό παράγοντα για εποικοδομητικό διάλογο με τη γείτονα και μείωση των εντάσεων στο Αιγαίο και την Α. Μεσόγειο. Είναι δεδομένο ότι η Αθήνα διατηρεί τις πάγιες θέσεις της, και θεωρεί ως μόνο για συζήτηση θέμα τη ρύθμιση των θαλασσίων ζωνών μεταξύ των δύο χωρών, θέμα το οποίο μπορεί να αχθεί στο διεθνές δικαστήριο.
Ενδεχομένως, η λύση αυτής της εκκρεμότητας να επέτρεπε και τον προσδιορισμό του γεωγραφικού χώρου δυνητικών συνεκμεταλλεύσεων του θαλάσσιου πλούτου από τις χώρες της περιοχής.
Όμως, άλλος κρίσιμος παράγοντας στον όλο χειρισμό, μπορεί να είναι και η επιτακτικότητα για πρόοδο των ερευνητικών εργασιών προς εντοπισμό και εκμετάλλευση των κοιτασμάτων. Ο παράγοντας αυτός είναι σε άμεση συνάρτηση και με τη σχετική επί του προκειμένου πολιτική των χωρών πχ Γαλλία, Ιταλία, ΗΠΑ, εταιρείες των οποίων συμμετέχουν στις εργασίες εντοπισμού εξόρυξης και εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων, πχ. ΕΝΙ, ΤΟΤΑL, CHEVRON κ.α.
Η επιτακτικότητα αυτή είναι δυνατόν να μην εναρμονίζεται χρονικά με τη διαδικασία της λύσης μέσω του διεθνούς δικαστηρίου, οπότε θα αναδυθούν ενδεχομένως πιεστικά οι απόψεις του διεθνούς παράγοντα για αμεσότερη ρύθμιση των εκκρεμοτήτων. Αυτή θα μπορούσε να είναι μια περίοδος σημαντικών προκλήσεων για την ελληνική διπλωματία, για την επιτυχή άσκηση της οποίας, εκτός του ακριβούς σχεδιασμού, θα απαιτείται μεταξύ άλλων ισχυρό κράτος και συνοχή του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας.
* Ο Νικήτας Σίμος είναι Οικονομολόγος, Γεωπολιτικός Αναλυτής